Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γελάδι γε-λά-δι ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) αγελάδι (προφ.) 1. ΖΩΟΛ. (μικρής ηλικίας) αγελάδα ή ταύρος: ~ια και μοσχάρια. 2. (υβριστ.) βλάκας, ανόητος: Τι κοιτάς σαν ~; Πβ. βόδι, μοσχάρι, χάνος. [< μεσν. γελάδιν]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.