Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γεμιστός , ή, ό γε-μι-στός επίθ.: ΜΑΓΕΙΡ. που περιέχει γέμιση: ~ή: γαλοπούλα/μπαγκέτα. ~ό: αρνί/κοτόπουλο/μπιφτέκι/τσουρέκι. ~ές: σουπιές. Πάπια ~ή. Καλαμαράκια/μανιτάρια ~ά. Μπισκότα ~ά με σοκολάτα. Πβ. παρα~. ● Ουσ.: γεμιστά (τα): ΜΑΓΕΙΡ. λαχανικά, κυρ. ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, κολοκυθάκια, με βασική γέμιση ρυζιού ή/και κιμά, ψημένα στον φούρνο με λάδι. [< μτγν. γεμιστός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.