Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γενική γε-νι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ) & γενική πτώση: ΓΡΑΜΜ. μία από τις πλάγιες πτώσεις, που συνήθ. λειτουργεί ως ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός: ~ αντικειμενική ( "ο συγγραφέας του βιβλίου")/διαιρετική ("μεγάλο μέρος του πληθυσμού")/κτητική ("το σπίτι των γονιών μου")/συγκριτική ("είναι μεγαλύτερος του Γιάννη")/υποκειμενική ("δημιούργημα του καλλιτέχνη"). ~ ενικού/πληθυντικού. (Έμμεσο) αντικείμενο σε ~ ("Χάρισα του θείου ένα ρολόι"). Σύνταξη προθέσεων/εμπρόθετοι προσδιορισμοί με ~ ("επί της οδού", "αντί προλόγου").|| {σπάν. στον πληθ.} Nα χαρακτηρίσετε συντακτικώς τις ~ές του κειμένου. [< μτγν. γενική]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.