Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γενικός , ή, ό γε-νι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις ή που αφορά όλα τα μέρη, το σύνολο: ~ός: έλεγχος/εξοπλισμός/κατάλογος/κωδικός/νόμος/πίνακας/στόχος/συντονισμός/τίτλος. ~ή: αλήθεια/αναισθησία (= ολική. ΑΝΤ. τοπική)/απεργία/άποψη/αρχή/εικόνα/ενημέρωση/εποπτεία/ερώτηση/θεώρηση/ιδέα/καθαριότητα/ονομασία/παράλυση/πρόγνωση καιρού/τάση (= κυρίαρχη). ~ό: αίτημα/δικαίωμα/παράδειγμα/πρόβλημα/(συν)αίσθημα. (ΦΙΛΟΣ.) ~ές: έννοιες (: αναφέρονται σε πολλά ομοειδή πράγματα, τα οποία συγκροτούν μια ολότητα)/κρίσεις (: στις οποίες το υποκείμενο είναι μια καθολική έννοια)/προτάσεις/υποθέσεις. ~ά: γνωρίσματα/έξοδα/χαρακτηριστικά. ~ή επισκόπηση (του θέματος, της ιστορίας). ~οί όροι συμμετοχής/χρήσης. ~ό πολεοδομικό σχέδιο του δήμου.|| ~ός: αναβρασμός. ~ή: αμνηστία/ανησυχία/απογοήτευση/διακοπή (νερού, ρεύματος· πβ. μπλακ άουτ)/δοκιμή/επιστράτευση/συλλογική σύμβαση εργασίας/συνέλευση. ~ό: καλό/κόστος/συμφέρον (= κοινό, συλλογικό. ΑΝΤ. ατομικό)/σύνολο. ~ές: διατάξεις/εκλογές/εξετάσεις/κατηγορίες. ~ διακόπτης του νερού/του ρεύματος (κ. ως ουσ. ο ~). Θέματα ~ού ενδιαφέροντος. Πβ. καθ-, συν-ολικός. ΑΝΤ. ειδικός (1), μερικός 2. που αναφέρεται στα βασικά στοιχεία και δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες: ~ός: άξονας (του κειμένου)/οδηγός. ~ή: αναφορά/εισαγωγή/μόρφωση/παρουσίαση/περιγραφή. ~ό: οργανόγραμμα/πλαίσιο/πλάνο/σχεδιάγραμμα/σχόλιο. ~ές: ανακοινώσεις/γνώσεις/οδηγίες/παρατηρήσεις/πληροφορίες/προδιαγραφές/συμβουλές. ~ά: συμπεράσματα/χαρακτηριστικά. Πήρες μια ~ή ιδέα. Πβ. αδρομερής, αδρός, χονδρικός. ΑΝΤ. λεπτομερής 3. αόριστος, ασαφής: ~ές: υποσχέσεις. Πβ. γενικόλογος. ΑΝΤ. συγκεκριμένος (1) 4. που έχει την ευθύνη της συνολικής λειτουργίας ενός οργανισμού, μιας υπηρεσίας: ~ός: εισαγγελέας/ελεγκτής/επιθεωρητής/συντονιστής.|| ~ή: Διεύθυνση της Aστυνομίας. ~ό: Λογιστήριο/Προξενείο. 5. (επιστ.) που περιλαμβάνει όλους τους ειδικούς τομείς, γνωστικούς ή άλλους: ~ή: Γλωσσολογία/Χημεία/Ψυχολογία.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: γιατρός/χειρουργός. ~ή: κλινική. ~ό: νοσοκομείο. ● Ουσ.: γενικό (το): γενική έννοια: μετάβαση/πορεία/συλλογισμοί από το ειδικό στο ~ (βλ. επαγωγή) και αντίστροφα (βλ. παραγωγή). ● ΣΥΜΠΛ.: (Γενικό) Χημείο του Κράτους βλ. χημείο, (Γενικός) Δείκτης Τιμών βλ. δείκτης, Γενικά Αρχεία του Κράτους βλ. αρχείο, Γενικές Αποθήκες βλ. αποθήκη, Γενική Γραμματεία βλ. γραμματεία, γενική χειρουργική βλ. χειρουργική, Γενικό Επιτελείο βλ. επιτελείο, Γενικό Λύκειο βλ. λύκειο, Γενικός (Γραμματέας) βλ. γραμματέας, γενικός (διευθυντής) βλ. διευθυντής, διευθύντρια, Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός βλ. οικοδομικός, μαθήματα γενικής παιδείας βλ. παιδεία, πρόβα τζενεράλε/γενική πρόβα βλ. πρόβα ● ΦΡ.: έχει το γενικό πρόσταγμα βλ. πρόσταγμα, κατά (γενικό) κανόνα βλ. κανόνας, κατά γενική/κοινή ομολογία βλ. ομολογία, με την ευρεία έννοια βλ. ευρύς, σε γενικά πλαίσια βλ. πλαίσιο, σε γενικές γραμμές βλ. γραμμή [< μτγν. γενικός, γαλλ. général, générique, αγγλ. general]

αποθήκη

αποθήκη [ἀποθήκη] α-πο-θή-κη ουσ. (θηλ.) {αποθηκών} 1. χώρος φύλαξης εμπορευμάτων ή συγκέντρωσης, διατήρησης αγαθών και άλλων ειδών: εμπορική/φορολογική (: στην οποία φυλάσσονται προϊόντα που επιβαρύνονται με ΕΦΚ) ~. ~ εργοστασίου/καυσίμων/πρώτων υλών/τροφίμων/υλικού. Απογραφή/βιβλίο ~ης. Πβ. ντεπό.|| (Ψυχόμενη) ~ συντήρησης. Διαμέρισμα με γκαράζ και ~. Βλ. ξυλ~, οιν~, σιτ~, υδατ~, φαρμακ~, χορτ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ οπλισμού/πυρομαχικών.|| (μτφ.) ~ες σιδήρου (: στον ανθρώπινο οργανισμό· πβ. φερριτίνη). Βλ. -θήκη. 2. επιχείρηση που διαθέτει το εμπόρευμά της κυρ. σε τιμές χονδρικής: ~ ανταλλακτικών/επίπλων/χαρτικών. Είδη σε τιμές ~ης. Πβ. στοκ. ● Υποκ.: αποθηκούλα (η): μικρός βοηθητικός αποθηκευτικός χώρος μέσα ή έξω από το σπίτι. ● ΣΥΜΠΛ.: Γενικές Αποθήκες (επίσ.) : που ανήκουν κυρ. στο Δημόσιο και διατίθενται για αποθήκευση προϊόντων σε περισσότερους του ενός προμηθευτές έναντι καταβολής δικαιώματος. Βλ. αποθηκευτής.|| Oι ~ ~ του Στρατού/της Πολεμικής Αεροπορίας. [< 1: αρχ. ἀποθήκη· πβ. γερμ. Apotheke]

αρχείο

αρχείο [ἀρχεῖο] αρ-χεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. συλλογή συνήθ. ταξινομημένου υλικού, που φυλάσσεται για διοικητικούς, ιστορικούς, επιστημονικούς, πρακτικούς ή συναισθηματικούς λόγους· κατ' επέκτ. ο χώρος φύλαξής του: κινηματογραφικό/λαογραφικό/λεξικογραφικό/μουσικό/φωτογραφικό ~. Ψηφιακό ~. ~ άρθρων/δεδομένων/δελτίων τύπου/δημοσιευμάτων/εγγράφων/εικόνων/ήχου/ταινιών (βλ. ταινιοθήκη)/χειρογράφων. Διάσωση/δημιουργία/ενημέρωση/ευρετηρίαση/τήρηση ~ου. Απόρρητα/εθνικά/οικογενειακά/συμβολαιογραφικά ~α. Κρατώ (προσωπικό) ~ (βλ. αποδελτιώνω).|| ~ εφημερίδας/μουσείου. Πλάνα ~ου (: σε δελτίο ειδήσεων). Τα ~α της Ασφάλειας/των μυστικών υπηρεσιών. Βλ. αρχειο-, βιβλιο-θήκη. 2. ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο σχετικών μεταξύ τους δεδομένων ή προγραμμάτων που αποθηκεύονται ως ενιαία μονάδα στην περιφερειακή μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή: αποθήκευση/αποστολή/δημιουργία/επεξεργασία/επισύναψη/λήψη/μορφή/συμπίεση ~ου. Εκτελέσιμα/επισυναπτόμενα/συνημμένα ~α. Διακομιστής/πρωτόκολλο μεταφοράς/ταξινόμηση ~ων. Το μέγεθος/η μορφή/το όνομα ενός ~ου. Βλ. φάκελος. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχείο εντολών: ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο αποθηκευμένων εντολών και προγραμμάτων. [< αγγλ. command file] , αρχείο συστήματος: ΠΛΗΡΟΦ. που περιέχει κώδικα ή δεδομένα, απαραίτητο/α για τη λειτουργία του υπολογιστή. [< αγγλ. system file] , Γενικά Αρχεία του Κράτους (ακρ. ΓΑΚ): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. δημόσια υπηρεσία, αρμόδια για τη συγκέντρωση, ταξινόμηση και συντήρηση του αρχειακού υλικού της χώρας (εγγράφων και χειρογράφων) με ιστορική, πολιτιστική, διοικητική, οικονομική και κοινωνική σημασία., κρυμμένο αρχείο: ΠΛΗΡΟΦ. που ανήκει στο λειτουργικό συνήθ. σύστημα υπολογιστή και έχει την ιδιότητα να μην είναι εμφανές στους καταλόγους στους οποίους έχουν πρόσβαση οι χρήστες. [< αγγλ. hidden file] ● ΦΡ.: στο αρχείο: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν αποτελεί πια αντικείμενο έρευνας ή/και ενδιαφέροντος: Έβαλαν/έστειλαν την υπόθεση ~ ~. Η αίτηση/ο φάκελος μπήκε/τέθηκε ~ ~. Βλ. χρονοντούλαπο της ιστορίας. [< 1: μτγν. ἀρχεῖον, γαλλ. archives, αγγλ. archive 2: αγγλ. file]

γραμματέας

γραμματέας γραμ-μα-τέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αρσ. -α, αρσ. κ. θηλ. (λόγ.) -έως) | -είς, -έων} & (λόγ.) γραμματεύς 1. υπάλληλος υπεύθυνος για τη γραφική εργασία (αλληλογραφία, σύνταξη και πληκτρολόγηση κειμένων, πρακτικά, ραντεβού, τηλεφωνήματα) σε εταιρεία, υπηρεσία, οργανισμό: ιδιαιτέρα ~. ~ διεύθυνσης/διοίκησης. Η/ο ~ του πρύτανη/του υπουργού. Εκπαίδευση/σχολή ~έων. Βλ. γραφέας. 2. βαθμός υπαλληλικής ή άλλης ιεραρχίας: ~ (δημοτικής/τοπικής) οργάνωσης/συλλόγου/συμβουλίου. Α'/Β'/Γ' ~ πρεσβείας (βλ. ακόλουθος). Βλ. αρχι~. ● ΣΥΜΠΛ.: Γενικός (Γραμματέας) & (λόγ.) Γενικός Γραμματεύς (ακρ. ΓΓ): ανώτατο αξίωμα σε δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό, πολιτικό κόμμα, υπουργείο, οργάνωση, σωματείο: ~ ~ της Ακαδημίας Αθηνών/του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου/του ΝΑΤΟ/του ΟΗΕ. ~ ~ Αθλητισμού/Εμπορίου/Καταναλωτή/του Υπουργείου ... Αναπληρωτής ~ ~.|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ ~ της Κεντρικής Επιτροπής (: ο πρόεδρος κομμουνιστικού κόμματος)., ειδικός γραμματέας (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Ε, Γ): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. κυβερνητικό όργανο με συντονιστική λειτουργία σε συγκεκριμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης. ● ΦΡ.: γραμματείς και φαρισαίοι (μτφ.-ειρων.): για υποκριτές, ακραίους τυπολάτρες. [< αρχ. γραμματεύς, γαλλ. scribe, secrétaire]

γραμματεία

γραμματεία γραμ-μα-τεί-α ουσ. (θηλ.) {γραμματειών} (κ. με κεφαλ. Γ) 1. τμήμα δημόσιας υπηρεσίας, οργανισμού ή επιχείρησης, υπεύθυνο για τη διεκπεραίωση γραφειοκρατικών υποθέσεων (παραλαβή, πληκτρολόγηση, πρωτοκόλληση, αρχειοθέτηση, αποστολή εγγράφων, χορήγηση πιστοποιητικών)· συνεκδ. ο χώρος στέγασης του αντίστοιχου τμήματος: η ~ της Σχολής. Βλ. τηλε~. 2. ΦΙΛΟΛ. το σύνολο των ειδών του γραπτού λόγου ενός έθνους ή μιας περιόδου: Αρχαία Ελληνική/Κλασική/Λατινική/Νεοελληνική ~. Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής και Λατινικής ~ας (της Ακαδημίας Αθηνών). Πβ. λογοτεχνία, φιλολογία. Βλ. γραμματολογία. ● ΣΥΜΠΛ.: Γενική Γραμματεία (ακρ. ΓΓ): διοικητικό όργανο κυρ. δημόσιου φορέα, οργανισμού ή κόμματος: (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ ~ Αθλητισμού/Ισότητας/Πολιτικής Προστασίας.|| ~ ~ του ΟΗΕ. [< 1: μτγν. γραμματεία, γαλλ. secrétariat 2: γαλλ. littérature]

γραμμή

γραμμή γραμ-μή ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των διαδοχικών θέσεων ενός σημείου που κινείται στον χώρο, συνεχές και συνήθ. μακρόστενο ίχνος ή όριο (ορατό ή νοητό): (ΓΕΩΜ.) διαγώνια/διακεκομμένη/διπλή/ευθεία (βλ. ευθυγραμμία)/κάθετη/καμπύλη/κατακόρυφη/μονή/οριζόντια/τεθλασμένη ~. Ισοϋψείς/παράλληλες ~ές. Σημείο τομής δύο ~ών. Τραβώ/χαράσσω μια ~.|| Η ~ του αιγιαλού/ισημερινού/ορίζοντα/των συνόρων. Οριοθετική ~.|| (ΑΘΛ.) ~ εκκίνησης/τερματισμού. Η μπάλα πέρασε τη ~ (του) τέρματος.|| Οι ~ές του πενταγράμμου/τετραδίου. Διάστημα μεταξύ δύο ~ών (= διάστιχο). Έγραψα πέντε ~ές (= αράδες). Έλεγξα το κείμενο ~ προς ~. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (: αυτά τα λόγια). || ~ κορμού. Οι ~ές του τραμ/του τρένου (= ράγες).|| Οι ~ές του προσώπου (βλ. ρυτίδες)/χεριού. Η ~ της ζωής/καρδιάς/τύχης (βλ. χειρομαντεία).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ διευθύνσεων/εντολών/εργαλείων/εργασιών/σάρωσης. (ΤΕΧΝΟΛ.) Εκτυπωτές ~ής.|| (ΝΑΥΤ.) ~ φορτώσεως (: καθορίζει τη μέγιστη επιτρεπόμενη βύθιση του πλοίου). 2. (ειδικότ.) το περίγραμμα αντικειμένου ή σώματος· σχήμα, φόρμα: οι ~ές του αυτοκινήτου/βουνού/κτιρίου/τοπίου. Αδρές/έντονες/λεπτές ~ές προσώπου (= χαρακτηριστικά). Έχει ωραίες ~ές (: είναι καλλίγραμμη. ΣΥΝ. σιλουέτα).|| Αρμονία των ~ών. Ρούχο σε ίσια/σπορ/στενή/φαρδιά ~. Σαλόνι σε μοντέρνα/κλασική ~. Η σύγχρονη αισθητική επιβάλλει απλές/καθαρές/λιτές ~ές. 3. πραγματικό ή νοητό μέσο σύνδεσης, μεταφοράς και η αντίστοιχη υπηρεσία: (ΤΗΛΕΠ.) επίγεια/υποθαλάσσια ~. Απευθείας/δεύτερη ~. ~ές τηλεφώνου. ~ ίντερνετ/μετάδοσης (: δεδομένων, σημάτων). Αναβάθμιση/αριθμός/ενεργοποίηση/ενισχυτής/κατάργηση/παροχή ~ής. Οι ~ές είναι εκτός λειτουργίας. Η ~ είναι κατειλημμένη (: το τηλέφωνο μιλάει).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ ηλεκτρικού ρεύματος. ~ές υψηλής τάσης.|| Εμπορική/επιδοτούμενη/λεωφορειακή/ταχυδρομική/υπέργεια/υπόγεια ~. Η ~ του Ηλεκτρικού/μετρό. Ανακαίνιση/επέκταση/οι σταθμοί (της) ~ής. ~ές πλοίων/ακτοπλοϊκές ~ές. Αστικές ~ές ΚΤΕΛ. ~ές εξωτερικού/εσωτερικού. Οχηματαγωγά δρομολογημένα στη ~ των Κυκλάδων/σε τακτική ~. Ταξίδεψε με το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο της ~ής. Άλλαξα ~ και προορισμό. 4. (μτφ.) γενική κατεύθυνση, πορεία ή οδηγία που πρέπει να ακολουθηθεί, ώστε να επιτευχθεί ορισμένος στόχος: ενιαία/ιδεολογική/κατευθυντήρια/κομματική/πολιτική ~. Καθορίζει τη ~ της εφημερίδας/κυβέρνησης. Κράτησε την ίδια ~. Την τελευταία στιγμή άλλαξε ~. Η ~ δράσης στοχεύει στην οικονομική ανάπτυξη. Επικράτησε η ~ των μετριοπαθών. Δόθηκε/έπεσε ~ να καταψηφιστεί η υποψηφιότητά του. Πβ. ντιρεκτίβα. 5. ευθυγραμμισμένη σειρά ή διάταξη προσώπων, πραγμάτων, στοιχείων: οχυρωματική ~. ~ βολής/διαδοχής/κρούσης/μάχης/προέλασης. Οι ~ές άμυνας του εχθρού. Βάζω κάποιον/κάτι στη ~.|| Λεωφόροι με ~ές δέντρων (= δεντροστοιχίες). Τα στοιχεία ενός πίνακα οργανώνονται σε ~ές και στήλες (: οριζοντίως και καθέτως).|| (μτφ.) Προσχώρησε στις ~ές του κόμματος/της οργάνωσης.|| Χρονική ~ γεγονότων (πβ. διαδοχή). 6. (ως επίρρ.) κατευθείαν, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις ή στη σειρά: Έφυγε/τράβηξε ~ για το γραφείο. ● Υποκ.: γραμμούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονη γραμμή: ακτοπλοϊκή (ή σπανιότ. συγκοινωνιακή) γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση και συνεκδ. τα νησιά που εξυπηρετούνται από αυτή ή ο αντίστοιχος γεωγραφικός χώρος: τα δρομολόγια της ~ης ~ής. Το πλοίο εξυπηρετεί/καλύπτει την ~ ~., αεροπορική γραμμή {συνηθέστ. στον πληθ.}: αερογραμμή., ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας): που επιτρέπει την απευθείας πληροφόρηση ή συνεννόηση: Λειτουργεί ~ ~ βοήθειας/εξυπηρέτησης/(υπο)στήριξης (: για τηλεφωνική υπηρεσία). ~ ~ επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων. Βρισκόμαστε σε ~ ~ με τον πρωθυπουργό για ... [< αγγλ. open line] , άσπρη/λευκή γραμμή 1. λωρίδα στο οδόστρωμα που διαχωρίζει τα ρεύματα κυκλοφορίας. 2. ΑΝΑΤ. ινώδης περιοχή της κοιλιακής χώρας κάτω από τον ομφαλό και μέχρι το τριχωτό του εφηβαίου που σχηματίζεται από τις προσφύσεις των πλάγιων κοιλιακών μυών., γραμμές (του) τέρματος: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) οι δύο μικρότερες γραμμές (πλάτους) των εξωτερικών ορίων αγωνιστικού χώρου. Βλ. πλάγια γραμμή., γραμμή επαφής (με αιώρηση αλυσοειδούς): ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα για την τροφοδοσία τρένων, τρόλεϊ και τραμ με ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο αποτελείται από τους αγωγούς επαφής, τα φέροντα καλώδια, τους αναρτήρες και όλα τα εξαρτήματα που τοποθετούνται μεταξύ των αγωγών και των μονωτήρων. Βλ. αλυσοειδής (ανάρτηση)., γραμμή μεταφοράς 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο αγωγών ή καλωδίων για τη μεταφορά ενέργειας ή σήματος: εναέρια ~ ~ ρεύματος μέσης/υψηλής τάσης. 2. υπηρεσία που εξυπηρετεί τις μετακινήσεις: ~ ~ εμπορευμάτων/επιβατών. [< αγγλ. transmission line] , γραμμή παραγωγής ΟΙΚΟΝ. 1. σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε παραγωγική μονάδα: αυτοματοποιημένη/ολοκληρωμένη ~ ~. Πβ. αλυσίδα παραγωγής. 2. & γραμμή προϊόντος: ομάδα προϊόντων που ανήκουν στο ίδιο είδος. [< αγγλ. production line, 1935] , γραμμή συναρμολόγησης: σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε βιομηχανική μονάδα, όπου μηχανές και εξαρτήματα τοποθετούνται στη σειρά για τη συναρμολόγηση του τελικού προϊόντος: κινούμενη ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτων/κινητήρων. [< αγγλ. assembly line] , διαχωριστική γραμμή: οτιδήποτε διαχωρίζει· όριο: φυσική ~ ~. Παραβίασε τη ~ ~ και πήρε κλήση.|| (μτφ.) ~ ~ μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Δυσκολεύεται να τραβήξει μια ~ ~ ανάμεσα στην οικογένεια και το επάγγελμα. [< γαλλ. ligne disjonctive] , επίσημη γραμμή: οι κατευθυντήριες και δεσμευτικές θέσεις ενός φορέα απέναντι σε ένα θέμα: Ακολουθεί την/διαφοροποιήθηκε από την ~ ~ του κόμματος. [< αγγλ. official line, 1974] , η γραμμή του τρίποντου/των 6,75: ΑΘΛ. (στο ευρωπαϊκό μπάσκετ) το όριο πέρα από το οποίο επιχειρείται σουτ τριών πόντων: Ευστόχησε/σκόραρε από τη ~ ~ (: πέτυχε τρίποντο)., κίτρινη γραμμή: που έχει σχεδιαστεί στο οδόστρωμα, παράλληλα με το κράσπεδο του πεζοδρομίου, για την απαγόρευση της στάσης και της στάθμευσης., κόκκινη γραμμή 1. & θερμή γραμμή: ειδική και αποκλειστική γραμμή άμεσης επικοινωνίας για ανταλλαγή στρατιωτικών, πολιτικών πληροφοριών, κυρ. μεταξύ αρχηγών κρατών: ~ (τηλεφωνική) ~ λειτούργησε χθες στον Λευκό Οίκο. ~ ~ μεταξύ των αεροπορικών στρατηγείων. Πβ. κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο. 2. όριο, κρίσιμο σημείο που δεν επιτρέπεται να το υπερβεί κάποιος: Πέρασαν την ~ ~ που έχει οριοθετήσει η διεθνής κοινότητα. [< 1: αγγλ. hot line, 1955 2: αγγλ. red line, 1952] , λεπτή γραμμή (μτφ.): οριακό, διαχωριστικό σημείο: ~ ~ ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Η ~ ~ που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο., μελωδική γραμμή: ΜΟΥΣ. μελωδία: αντιστικτική/απλή/κύρια/ρυθμική ~ ~. Η ανιούσα ~ ~ των μπάσων., πλευρική γραμμή: ΖΩΟΛ. αισθητήριο όργανο ψαριών και αμφιβίων που ανιχνεύει την οποιαδήποτε κίνηση στο νερό. [< γαλλ. ligne latérale ] , πράσινη γραμμή: & γραμμή Αττίλα: το προστατευόμενο από τον ΟΗΕ όριο που χωρίζει την Κύπρο σε ελεύθερα (νότιο τμήμα) και κατεχόμενα (βόρειο τμήμα) εδάφη. [< αγγλ. green line] , πρώτη γραμμή 1. το πεδίο όπου μαίνεται ο πόλεμος, το μέτωπο· (συχνότ. κατ' επέκτ.) κάθε εμπροσθοφυλακή, πρωτοπορία: Πολέμησε στην ~ ~.|| Στην ~ ~ των μεταρρυθμίσεων. Ήταν πάντα παρών στην ~ ~ των λαϊκών αγώνων. 2. επίκεντρο: στην ~ ~ του ενδιαφέροντος/των εξελίξεων/της επικαιρότητας., πρώτης γραμμής (μτφ.): άριστης ποιότητας· πολύ μεγάλης αξίας, σημασίας: τεχνολογία/υπηρεσίες/φάρμακα ~ ~.|| Στόχος ~ ~ (= πρώτης προτεραιότητας). Στέλεχος ~ ~ (= βασικό, κορυφαίο). ΣΥΝ. πρώτης τάξεως/τάξης, σιδηροδρομική γραμμή: δύο σταθερά συνδεδεμένες παράλληλες ράγες πάνω στις οποίες κινούνται τα οχήματα του σιδηρόδρομου και κατ' επέκτ. η διαδρομή που εξυπηρετούν: ~ ~ υψηλών ταχυτήτων. [< γαλλ. voie ferrée/ferroviaire] , σκληρή γραμμή (μτφ.): τακτική αντιπαράθεσης χωρίς υποχωρήσεις: Η κυβέρνηση ακολουθεί ~ ~ στο θέμα της διαφθοράς. [< αγγλ. hard line, 1962] , τηλεφωνική γραμμή: ΤΗΛΕΠ. καλωδίωση που έχει ορισμένο αριθμό και μεταφέρει τηλεφωνικά σήματα συνδέοντας περιοχές: αναλογική/εσωτερική/συμβουλευτική/ψηφιακή ~ ~., αμυντική γραμμή βλ. αμυντικός, Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή βλ. ασύμμετρος, γραμμή (του) πυρός βλ. πυρ, γραμμή άλφα βλ. άλφα, γραμμή του μετώπου βλ. μέτωπο, γραμμή/πορεία πλεύσης βλ. πλεύση, επιθετική γραμμή βλ. επιθετικός, ηλεκτρικές γραμμές βλ. ηλεκτρικός, ίσαλος (γραμμή) βλ. ίσαλος, μεσαία γραμμή βλ. μεσαίος, μισθωμένη γραμμή βλ. μισθώνω, οικοδομική γραμμή/γραμμή δόμησης βλ. οικοδομικός, οροθετική γραμμή βλ. οροθετικός1, πλάγια γραμμή βλ. πλάγιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, ρυμοτομική γραμμή βλ. ρυμοτομικός ● ΦΡ.: διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες): ανακαλύπτω μια σημασία ή έναν σκοπό που δεν εκφράζεται ρητά σε ένα κείμενο, μαντεύω τα υπονοούμενα: Μπορεί και ~ει ~. [< γαλλ. lire entre des lignes] , διατηρώ τη γραμμή μου: παραμένω κομψός και αδύνατος: Ασκείται καθημερινά, για να ~εί ~ της., εκτός γραμμής 1. για κάποιον που δεν ακολουθεί τη γενική κατεύθυνση του συνόλου ή της ομάδας όπου ανήκει: Βουλευτής που βρίσκεται ~ ~ του κόμματος (= αποκλίνει). 2. ΠΛΗΡΟΦ. για περιφερειακή συσκευή που δεν ελέγχεται προσωρινά από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή δεν επικοινωνεί με αυτή. [< 2: αγγλ. off-line, 1950] , κατευθείαν γραμμή: (για συγγένεια) που ενώνει πατέρα, γιο ή κόρη, εγγονό ή εγγονή., κόπηκε/έπεσε η γραμμή (προφ.): διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία: Ξαφνικά, εκεί που μιλάγαμε, ~ ~., μπαίνω στη γραμμή 1. τοποθετούμαι σε σειρά δίπλα σε άλλους ή πίσω τους: Μπήκαν ~ ~, για να σερβιριστούν. Πβ. μπαίνω στη/σε σειρά. 2. παρεμβάλλομαι (σε τηλεφωνική επικοινωνία): Δεν σ' ακούω, μάλλον κάποιος μπήκε ~ ~. 3. (για μεταφορικό μέσο) εντάσσομαι σε δρομολόγιο: Το πλοίο μπήκε ~ ~ των Κυκλάδων., παίρνω γραμμή (συχνά αρνητ. συνυποδ.): λαμβάνω κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο χειρισμού μιας κατάστασης: ~ ~ από την κυβέρνηση. Πήρε ~ από το κόμμα και άλλαξε στάση., παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή (νεαν. αργκό): αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, χαμπάρι: Δεν πήρε ~ τίποτα. Μας πήρε ~ κι έβαλε τις φωνές., πιάνω γραμμή (προφ.): καταφέρνω να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με κάποιον: Δεν μπορώ/προσπαθώ να ~σω ~., σε γενικές γραμμές & σε αδρές/χοντρές γραμμές: γενικά, χωρίς λεπτομέρειες, χοντρικά: Περιέγραψε τις νέες πρακτικές ~ ~. Δίνει/σκιαγραφεί με/σε ~ ~ το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Πβ. μέσες άκρες, κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου. ΣΥΝ. σε γενικά πλαίσια, (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου βλ. πλάγιος, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, σε ευθεία γραμμή βλ. ευθύς [< αρχ. γραμμή, γαλλ. ligne, αγγλ. line, γερμ. Linie]

δείκτης

δείκτης δεί-κτης ουσ. (αρσ.) {δεικτών} & (προφ.) δείχτης 1. (επιστ.) αριθμός που εκφράζει την ποσοστιαία σύγκριση δύο μεγεθών και χρησιμοποιείται κυρ. για να διευκολύνει τη μελέτη της διαχρονικής μεταβολής ενός φαινομένου: υψηλός/χαμηλός ~. Ο ~ αυξάνεται/μειώνεται. ~ ακροαματικότητας/αξιολόγησης/απόκλισης/αποτελεσματικότητας/ασφαλείας (των πτήσεων)/διαφθοράς. ~ες ποιότητας (= ποιοτικοί ~ες). Βλ. αριθμο~.|| (ΟΙΚΟΝ.) Οικονομικός/χρηματοοικονομικός ~. ~ αγοραστικής δύναμης/αναφοράς/ανεργίας/ανταγωνιστικότητας/απόδοσης (ενεργητικού)/αποδοτικότητας (ιδίων κεφαλαίων)/βιομηχανικής παραγωγής/δαπανών/εκροών/εμπιστοσύνης (επιχειρήσεων/καταναλωτή)/κερδοφορίας/κόστους/παραγωγικότητας. Ο ~ ανεβαίνει/πέφτει.|| (ΙΑΤΡ.) Αιματολογικοί/βιολογικοί (= βιοδείκτες)/βιοχημικοί ~ες.|| Οι διακοπές (ως) ~ (= στοιχείο) ευημερίας.|| ~ βιβλιογραφικών αναφορών [< αγγλ. citation index, } 2. ΤΕΧΝΟΛ. κινητή βελόνα σε βαθμονομημένη κλίμακα οργάνου μετρήσεως· κατ' επέκτ. οτιδήποτε παρέχει ένδειξη μεταβολής φυσικού μεγέθους: οι ~ες του ρολογιού (βλ. λεπτο~, ωρο~). Ο ~ του βαρόμετρου/της ζυγαριάς/της πυξίδας.|| ~ βενζίνης/θερμοκρασίας/πίεσης/ροής. Χιλιομετρικός ~ (: μικρή πινακίδα στην οποία αναγράφεται η απόσταση από δεδομένο σημείο σε χιλιόμετρα, βλ. οδο~). Βλ. ανεμο~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ποντικιού (= κέρσορας). 3. κάθε αριθμητικό ή γραμματικό σύμβολο που γράφεται κάτω και δεξιά από άλλο, για να το χαρακτηρίσει: (ΜΑΘ.) a1+ a2 = 10 (: για να υποδηλώσει εξάρτηση της μεταβλητής από συγκεκριμένο υποσύνολο τιμών). Βλ. εκθέτης.|| (ΧΗΜ.) H2O (: για την υπόδειξη του αριθμού των ατόμων ενός στοιχείου που περιέχονται στο μόριο της χημικής ένωσης). 4. ΑΝΑΤ. το δάχτυλο δίπλα στον αντίχειρα. ΣΥΝ. λιχανός 5. ΜΑΘ. αριθμός που γράφεται στα αριστερά του ριζικού και εκφράζει την τάξη της ζητούμενης ρίζας (τετραγωνική, κυβική). 6. ΧΗΜ. ουσία της οποίας το χρώμα μεταβάλλεται όταν προστίθεται σε διάλυμα, υποδεικνύοντας την επιτέλεση συγκεκριμένης χημικής αντίδρασης (με οξύ ή με βάση). 7. ΓΛΩΣΣ. λέξη δηλωτική κυρ. γλωσσικής λειτουργίας (ας, θα, να, σαν, ως): κειμενικοί/συνομιλιακοί ~ες ή ~ες λόγου (: παραπέμπουν σε πληροφορίες που προηγούνται ή έπονται π.χ. άλλωστε, γι΄ αυτό, δηλαδή, ιδίως, όμως, συνεπώς). Πβ. μόριο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. μεταβλητή, της οποίας η τιμή δείχνει τη θέση μιας άλλης μεταβλητής στη μνήμη του υπολογιστή. 9. βέργα ή συσκευή φωτεινής δέσμης ως μέσο υπόδειξης σε επιφάνεια (χάρτη, πίνακα, γραφική παράσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: (Γενικός) Δείκτης Τιμών: ΟΙΚΟΝ. αριθμοδείκτης που εκφράζει την ποσοστιαία μεταβολή στο γενικό επίπεδο τιμών ενός συνόλου αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια οικονομία: Γενικός ~ ~ Καταναλωτή (ακρ. ΓΔΤΚ)/λιανικής. ~ ~ στο ΧΑΑ. ~ ~ Dow-Jones/Nikkei (= οι χρηματιστηριακοί δείκτες σε Νέα Υόρκη/Τόκιο αντίστοιχα). Τάσεις σταθεροποίησης παρουσίασε ο ~ ~. Πβ. χρηματιστήριο. [< αγγλ. general price index] , Δείκτης Τιμών Καταναλωτή: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπεύει τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα νοικοκυριών. Βλ. εναρμονισμένος, καλάθι της νοικοκυράς. [< αγγλ. consumer price index, 1945] , γενετικός δείκτης βλ. γενετικός, δείκτης απήχησης βλ. απήχηση, δείκτης γεννητικότητας βλ. γεννητικότητα, δείκτης γήρανσης βλ. γήρανση, δείκτης διάθλασης βλ. διάθλαση, δείκτης δυσφορίας βλ. δυσφορία, δείκτης εγκληματικότητας βλ. εγκληματικότητα, Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) βλ. μάζα, δείκτης νοημοσύνης βλ. νοημοσύνη, δείκτης πορείας βλ. πορεία, δείκτης προστασίας βλ. προστασία, δείκτης στάθμης βλ. στάθμη, καρκινικοί δείκτες βλ. καρκινικός [< μτγν. δείκτης, γαλλ. indice, indicateur, αγγλ. index, indicator, pointer, γερμ. Index]

επιτελείο

επιτελείο [ἐπιτελεῖο] ε-πι-τε-λεί-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.) 1. (μτφ.) ομάδα ανθρώπων επιφορτισμένων με συγκεκριμένο έργο· σύνολο συμβούλων και συνεργατών που στελεχώνουν τη διοίκηση επιχείρησης, υπηρεσίας: το ~ της κυβέρνησης/του προέδρου/του (πρωθ)υπουργού.|| Δημοσιογραφικό/εκλογικό/επικοινωνιακό/ιατρικό/κομματικό/οικονομικό/προπονητικό/τεχνικό ~.|| Τα ~α (: στελέχη) των τραπεζών. 2. ΣΤΡΑΤ. αξιωματικοί που βοηθούν διοικητή μεγάλης κυρ. μονάδας στο έργο του: το ~ του τάγματος. Προϊστάμενος ~ου του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας. ● ΣΥΜΠΛ.: Γενικό Επιτελείο: ΣΤΡΑΤ. ανώτατο όργανο ή υπηρεσία που διευθύνει τις μεγαλύτερες στρατιωτικές μονάδες και συνεκδ. το αντίστοιχο κτίριο όπου εδρεύει: ~ ~ Εθνικής Άμυνας (Γ.Ε.ΕΘ.Α.)/Ναυτικού (ΓΕΝ)/Στρατού (ΓΕΣ). Συμβούλιο Αρχηγών ~ών ~ων. [< γαλλ. état-major]

ευρύς

ευρύς, εία, ύ [εὐρύς] ευ-ρύς επίθ. {ευρ-έος | -είς (ουδ. -έα), -έων, (θηλ. -ειών) | ευρύτ-ερος, -ατος} 1. (κυριολ.) που διαθέτει μεγάλο εύρος· που καλύπτει μεγάλη (γεωγραφική) έκταση: ~ύς: θώρακας. ~ύ: μέτωπο/στήθος. ~είς: ώμοι. Πβ. πλατύς, φαρδύς.|| ~εία: παράκαμψη πόλης (ενν. δρόμος).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~εία: οθόνη. Δίκτυο ~είας ζώνης (: μεγάλου εύρους συχνοτήτων, πβ. ευρυζωνικός)/περιοχής. ΑΝΤ. στενός (1) 2. (μτφ.) που αναφέρεται ή εκτείνεται σε μεγάλο αριθμό προσώπων, αντικειμένων και στοιχείων τα οποία παρουσιάζουν συνήθ. ποικιλομορφία: ~ύς: ανασχηματισμός/ορίζοντας/όρος. ~εία: απήχηση/γκάμα/συναίνεση/σύσκεψη. ~είς: προσανατολισμοί/στόχοι. ~ κύκλος αναγνωστών/γνωριμιών/δραστηριοτήτων. ~ύ: φάσμα (ερμηνειών/προϊόντων). Περιοδικά ~είας κυκλοφορίας. Πρόσωπο κύρους και ~είας αποδοχής. Έργο ~είας αναγνώρισης. Αντιβιοτικά ~έος φάσματος. Ο ~ερος δημόσιος τομέας. Κρίση με ~ερες διαστάσεις. Σώμα με ~ατες αρμοδιότητες. Πβ. γενικότερος, διευρυ-, εκτετα-μένος. 3. (μτφ.) που δεν περιορίζεται από στερεότυπα, δογματισμούς, μονομέρεια: μετάβαση από τον τοπικισμό σε ~ερες αντιλήψεις. Έχει πνεύμα οικουμενικό, ~ύ. 4. ΑΘΛ. που επιτυγχάνεται με μεγάλη διαφορά μεταξύ των αντιπάλων: ~εία: νίκη. ~ύ: σκορ. ● επίρρ.: ευρέως (επίσ.): άποψη ~ διαδεδομένη. Είναι ~ γνωστό ότι ... ● ΣΥΜΠΛ.: Δίκτυα Ευρείας Περιοχής βλ. δίκτυο, ευρύ κοινό βλ. κοινό, προϊόντα ευρείας κατανάλωσης βλ. προϊόν ● ΦΡ.: με την ευρεία έννοια & με τη γενική/την ευρύτερη έννοια & (λόγ.) υπό (την) ευρεία έννοια/εν ευρεία εννοία: με γενική θεώρηση των πραγμάτων: δάσκαλος ~ ~ του όρου. ΑΝΤ. με τη(ν) αυστηρή/στενή/στενότερη έννοια, μεγάλης/ευρείας κλίμακας βλ. κλίμακα [< 1: αρχ. εὐρύς 2, 3: γερμ. weit, αγγλ. broad]

κανόνας

κανόνας κα-νό-νας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) κανών {καν-όνος} 1. γενική αρχή που καθορίζει τον τρόπο που πρέπει να γίνεται κάτι ή ρυθμίζει μια συμπεριφορά: απαράβατος/αυστηρός/εμπειρικός/πρακτικός ~. Άγραφος/γραπτός ~. ~ ζωής.|| Νομικοί ~ες. ~ες δεοντολογίας/δικαίου. ~ες λειτουργίας/υγιεινής. Οι ~ες του διαγωνισμού.|| Εθιμικός (βλ. εθιμικό δίκαιο)/ηθικός (βλ. ηθική) ~. ~ες ευγενείας/(καλής) συμπεριφοράς.|| Γλωσσικός ~ (πβ. νόρμα). Γραμματικοί/συντακτικοί ~ες. ~ες ορθογραφίας/συλλαβισμού.|| Λογοτεχνικός ~ (: συγγραφείς και έργα που αποτελούν μοντέλο, υπόδειγμα).|| Οι ~ες των Μαθηματικών/της Φυσικής (= νόμοι· βλ. αξίωμα). Οι ~ες της Τέχνης (βλ. αισθητική).|| Η ισχύς ενός ~α. Εξαίρεση στον/του ~α. Απουσία ~ων (βλ. αναρχία, αταξία). Επιβολή/θέσπιση ~ων. Αποδοχή/παράβαση/παραβίαση των ~ων. Σύμφωνα με τους ~ες (: με το τυπικό). Τέθηκαν ~ες. Δεν ακολουθήθηκαν/εφαρμόστηκαν/τηρήθηκαν οι ~ες. Συμμορφώθηκαν/υπάκουσαν στους ~ες. Πβ. κανονισμός.|| Ξεφεύγει/παρεκκλίνει από τον ~α (: τα καθιερωμένα, συνηθισμένα). Ενάντια στους ~ες (: στο ρεύμα· βλ. αντισυμβατικότητα).|| (προφ.) Δεν τρώμε με βρόμικα χέρια, είναι ~! Η αδιαφορία έχει γίνει ~ (: καθεστώς). Το έχω (ως) ~α να ... 2. ΜΑΘ. χάρακας: Βλ. υποδεκάμετρο.|| (παλαιότ.) Λογαριθμικός ~ (: υπολογιστικό όργανο).|| Οδοντωτός ~ (= κρεμαγιέρα). 3. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. Κ) υμνογραφικό είδος που αποτελείται από εννέα ωδές, καθεμία από τις οποίες περιλαμβάνει τρία έως εννέα τροπάρια: Αναστάσιμος ~. Πβ. ψαλμός. 4. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. Κ) το σύνολο των ιερών κειμένων που περιέχουν την αυθεντική, κατά την Εκκλησία, παράδοση και θεωρούνται θεόπνευστα, τα κανονικά βιβλία: ο ~ της Αγίας Γραφής ή Βιβλικός ~. Βλ. απόκρυφα Ευαγγέλια, νομοκάνονας. 5. ΜΟΥΣ. αντιστικτική τεχνική η οποία βασίζεται στην επανάληψη της αρχικής μελωδίας σε μία ή περισσότερες άλλες φωνές. Πβ. μίμηση, φούγκα. 6. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. {συνήθ. στον πληθ.} (στον δωρικό ναό) καθένας από τους κοντούς πήχεις στο πάνω μέρος των οριζόντιων δοκών του επιστυλίου: Οι ~ες βρίσκονται πάνω από το μετακιόνιο. Από τους ~ες κρέμονται οι σταγόνες. ● ΣΥΜΠΛ.: ιεροί/θείοι κανόνες & κανόνες (κ. με κεφαλ. Ι, Θ, Κ): ΕΚΚΛΗΣ. το σύνολο των αρχών που διέπουν την οργάνωση, τη λειτουργία και τη ζωή της Εκκλησίας και έχουν καθιερωθεί από την αποστολική παράδοση: οι Ιεροί ~ των Οικουμενικών Συνόδων. Οι Αποστολικοί ~., χρυσός κανόνας & (λόγ.-συχνά ειρων.) χρυσούς κανών 1. βασικός, θεμελιώδης κανόνας που εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση: Ο σεβασμός του αντιπάλου είναι ~ ~ στον αθλητισμό. 2. ΟΙΚΟΝ. & κανόνας χρυσού & χρυσή βάση: νομισματικό σύστημα στο οποίο η αξία της νομισματικής μονάδας προσδιορίζεται βάσει των αποθεμάτων χρυσού. [< 1: αγγλ. the golden rule 2: gold standard] , κανόνας της οκτάδας βλ. οκτάδα, κανόνες αναγκαστικού Δικαίου βλ. αναγκαστικός, κοινωνικοί κανόνες βλ. κοινωνικός, Παρακλητικός Κανόνας βλ. παρακλητικός ● ΦΡ.: κατά (γενικό) κανόνα: σύμφωνα με αυτό που συμβαίνει συνήθως, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων: ~ ~, πραγματοποιείται έλεγχος δύο φορές τον χρόνο. Πβ. εν γένει, κανονικά, κατά το ειωθός/τα ειωθότα, κατά το σύνηθες, συνήθως, ως/όπως είθισται. [< γαλλ. en regle (générale), γερμ. in der Regel] , οι κανόνες του παιχνιδιού: οι συμβάσεις που το κατευθύνουν και με τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται αυτός που συμμετέχει: ~ ~ είναι πολύ απλοί, ο καθένας μπορεί να λάβει μέρος.|| (μτφ.) Όποιος δεν γνωρίζει τους ~ ~, δεν επιβιώνει στον επαγγελματικό χώρο., η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα βλ. εξαίρεση, με κανόνα και διαβήτη/με τον διαβήτη βλ. διαβήτης1 [< 1: μτγν. κανών, γαλλ. règle, αγγλ. rule 2: αρχ. κανών 3-5: μεσν. κανών 6: γερμ. Leiste]

λύκειο

λύκειο λύ-κει-ο ουσ. (ουδ.) {λυκεί-ου} (συνήθ. με κεφαλ. Λ): η ανώτερη, τριετής, μη υποχρεωτική βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μετά το γυμνάσιο· συνεκδ. το αντίστοιχο σχολικό κτίριο: Εκκλησιαστικό/Επαγγελματικό (ΕΠΑ.Λ.)/Καλλιτεχνικό/Μουσικό/Ναυτικό/Πειραματικό Λ~. Δημόσια/εσπερινά/ημερήσια/ιδιωτικά ~α. Α'/Β'/Γ' (τάξη) ~ου. Απολυτήριο/απόφοιτος/διευθυντής (= λυκειάρχης)/καθηγητής ~ου. Σπουδές μετά το ~ (= μεταλυκειακές). Έχει βγάλει/τελειώσει το ~.|| Σε ποιο ~ πας; Αναρτήθηκαν στα ~α της χώρας οι βαθμολογίες των Πανελλαδικών. ● ΣΥΜΠΛ.: Γενικό Λύκειο (ΓΕ.Λ.· παλαιότ. Ενιαίο Λύκειο): σχολική δομή τριετούς φοίτησης, όπου διδάσκονται μαθήματα γενικής παιδείας και δεν παρέχεται επαγγελματική ειδίκευση. Βλ. θετική/θεωρητική/τεχνολογική κατεύθυνση. [< αρχ. Λύκειον 'γυμναστήριο της αρχαίας Αθήνας δίπλα στον ναό του Λυκείου Απόλλωνα, στο οποίο ο Αριστοτέλης στέγασε τη σχολή του', γαλλ. lycée, αγγλ. lyceum]

οικοδομικός

οικοδομικός, ή, ό [οἰκοδομικός] οι-κο-δο-μι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΔ. που έχει σχέση με την οικοδομή, την ανέγερση οικοδομημάτων και τους εργαζομένους σε αυτή: ~ός: κλάδος/όγκος/σκελετός/συνεταιρισμός. ~ή: ανάπτυξη/βιομηχανία/εταιρεία/κάλυψη/κατασκευή/ξυλεία/τεχνολογία. ~ό: σκυρόδεμα/συγκρότημα/σύνολο/σχέδιο. ~οί: λίθοι/συντελεστές (πβ. συντελεστής δόμησης). ~ές: επιχειρήσεις/εφαρμογές/φάσεις. ~ά: είδη/επαγγέλματα/έργα/εργαλεία/μηχανήματα/προγράμματα/προϊόντα/υλικά/χρώματα. Δημόσια/ιδιωτική ~ή δραστηριότητα. Έκδοση/χορήγηση ~ής άδειας. Εργολήπτες ~ών εργασιών. Βλ. οικο-δομοτεχνικός, -πεδικός, (πολεο)δομικός. ● Ουσ.: οικοδομικά (τα): έξοδα ανέγερσης οικοδομής., οικοδομική (η) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο): κλάδος της Αρχιτεκτονικής και της επιστήμης του Πολιτικού Μηχανικού που έχει ως αντικείμενο την σχεδίαση και ανέγερση οικοδομημάτων· συνεκδ. το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός (ακρ. ΓΟΚ): το σύνολο των νομικών διατάξεων που καθορίζουν τους όρους και τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται στην εκμετάλλευση των οικοπέδων και στη διαμόρφωση των κοινόχρηστων χώρων, από άποψη χρήσης, υγιεινής, ασφάλειας και αισθητικής, για μια καλύτερη ποιότητα ζωής και για την προστασία του περιβάλλοντος., οικοδομική γραμμή/γραμμή δόμησης: το όριο οικοδομικού τετραγώνου που ορίζεται από το ρυμοτομικό σχέδιο προς την πλευρά του κοινόχρηστου χώρου, έως το οποίο επιτρέπεται η δόμηση. Βλ. ρυμοτομική γραμμή., οικοδομικό σύστημα (το): σύστημα δόμησης: πανταχόθεν ελεύθερο/συνεχές ~ ~., οικοδομικό τετράγωνο βλ. τετράγωνο [< μτγν. οἰκοδομικός]

ομολογία

ομολογία [ὁμολογία] ο-μο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) {ομολογιών} 1. αποδοχή, επιβεβαίωση κατακριτέων συνήθ. γεγονότων, λόγων ή πράξεων· ειδικότ. παραδοχή ενοχής: αποκαλυπτική/κυνική ~. ~ αδυναμίας/αποτυχίας/ευθύνης/ήττας/χρεοκοπίας. ~-σοκ. Πβ. αναγνώριση.|| (ΝΟΜ.) Απλή/δικαστική/εξώδικη/προανακριτική/ρητή/σιωπηρή/σύνθετη ~. Ανάκληση/απόσπαση ~ας. Επέμεινε στην ~ του. Προέβη σε πλήρη ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ των αμαρτιών (= εξομολόγηση). 2. ΟΙΚΟΝ. {συνηθέστ. στον πληθ.} ομόλογο. 3. ΒΙΟΛ. ομοιότητες στα χαρακτηριστικά (π.χ. δομής, φυσιολογίας) διαφορετικών ειδών οργανισμών εξαιτίας κοινών προγόνων. Βλ. αναλογία. 4. ΓΕΩΜ. ταξινόμηση σχημάτων σύμφωνα με τοπολογικές ιδιότητες. ● ΣΥΜΠΛ.: ομολογία πίστεως & πίστης: ΕΚΚΛΗΣ. επίσημη δήλωση και αποδοχή της πίστης στο χριστιανικό δόγμα καθώς και κάθε συμμετοχή στα μυστήριά του: Βλ. Σύμβολο της Πίστεως, (το) Πιστεύω.|| Το βάπτισμα/η Θεία Κοινωνία ως ~ ~. ● ΦΡ.: κατά γενική/κοινή ομολογία & παραδοχή: όπως παραδέχονται όλοι: Κρίσιμη θεωρείται, ~ ~, η κατάσταση της οικονομίας. ~ ~, η εκδήλωση σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Πβ. αναμφισβήτητα. [< 1,3: αρχ. ὁμολογία, γαλλ. confession 2: γαλλ. obligation, αγγλ. bond 4: αγγλ. homology]

παιδεία

παιδεία παι-δεί-α ουσ. (θηλ.) 1. ηθική, πνευματική και ψυχική αγωγή· μόρφωση: αισθητική/επιστημονική/καλλιτεχνική/τεχνολογική ~. Η αρχαία ελληνική/βυζαντινή ~. Βαθιά/βασική/λογοτεχνική/πολύπλευρη~. ~ και πολιτισμός (: πολιτιστική ~). Άνθρωπος χωρίς ~ (= καλλιέργεια· απαίδευτος). Νέοι με θεατρική/ηλεκτρονική/μαθηματική/μουσική/οικολογική/πολιτική ~ (= κουλτούρα· βλ. αναλφαβητισμός). Ίσες ευκαιρίες στην ~ (βλ. θετική δράση). Έλαβε εκκλησιαστική/κλασική/πανεπιστημιακή ~. Βλ. απαιδευσία, άυλα αγαθά. 2. (κ. με κεφαλ. Π) εκπαίδευση: (δωρεάν) δημόσια/ιδιωτική ~. Η ανώτατη/πρωτοβάθμια/δευτεροβάθμια/τριτοβάθμια ~. Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων (ακρ. Υ.ΠΑΙ.Θ.). Επιτροπή ~ας. Δαπάνες/εθνικός διάλογος/προτάσεις για την ~. Βλ. παρα~, προ~. ● ΣΥΜΠΛ.: μαθήματα γενικής παιδείας: κοινά για όλους τους μαθητές της Β' και Γ' τάξης του Γενικού Λυκείου. Βλ. μαθήματα κατεύθυνσης., πληροφοριακή παιδεία: η ικανότητα να αναγνωρίζει κάποιος την ανάγκη πληροφόρησής του, να εντοπίζει, να αποτιμά και να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την απαραίτητη πληροφορία. [< αγγλ. information literacy, 1989] , ανθρωπιστική παιδεία βλ. ανθρωπιστικός, εγκύκλιος παιδεία/εγκύκλιες σπουδές/εγκύκλια γράμματα βλ. εγκύκλιος, ολυμπιακή παιδεία βλ. ολυμπιακός [< 1: αρχ. παιδεία 2: γαλλ. éducation (nationale)]

πλαίσιο

πλαίσιο πλαί-σι-ο ουσ. (ουδ.) {πλαισί-ου} 1. (μτφ.) νοητά όρια μέσα στα οποία εκδηλώνεται κάτι: δημοσιονομικό/διεκδικητικό/εργασιακό/κανονιστικό/ρυθμιστικό/χρονικό ~. Το θεωρητικό ~ ενός μαθήματος (πβ. υπόβαθρο). Το (βασικό) ~ λειτουργίας ενός προγράμματος. Προτάσεις ανάπτυξης σε περιφερειακό/τοπικό ~. Καθορίζεται/προτείνεται ένα νέο ~ ανάλυσης/αναφοράς/αρχών/δράσης. Κινούνται μέσα σε (ένα) ασφυκτικό ~/αυστηρά ~α. Έργο που εντάσσεται στο γενικό/ευρύτερο ~ συνεργασίας των δύο φορέων. Δεν περιορίζεται σε στενά ~α.|| Βιβλίο/συγγραφέας που εξετάζει/παρουσιάζει/συνθέτει το διεθνές/ιστορικό/οικονομικό/πνευματικό/πολιτικό/πολιτιστικό ~ της εποχής. Πβ. συνθήκες.|| Το παιδί μέσα στο οικογενειακό/σχολικό ~. Πβ. περιβάλλον. 2. καθετί, συνήθ. κατασκευή, που περιβάλλει και εσωκλείει κάτι: ορθογώνιο/τετράγωνο ~. Ανοξείδωτο/μεταλλικό/ξύλινο ~. Διακοσμητικό ~. Το ~ του καθρέφτη/της οθόνης (: του Η/Υ ή της τηλεόρασης)/του παραθύρου/της πόρτας (= κάσα). Φωτογραφία με/χωρίς ~ (= κορνίζα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΥΠΟΓΡ.) Μαύρο ~ γύρω από την εικόνα. Κείμενο μέσα σε ~/(λόγ.) εντός ~ου. 3. σκελετός (κατασκευής): το ~ του αυτοκινήτου (= σασί)/της μοτοσικλέτας/του ποδηλάτου.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~α δαπέδων/οροφών. 4. ΠΛΗΡΟΦ. {συνήθ. στον πληθ.} αρχείο HTML το οποίο ενεργεί ως δομή μιας σύνθετης ιστοσελίδας που είναι χωρισμένη οριζόντια ή κατακόρυφα σε πολλά επιμέρους τμήματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. ● Υποκ.: πλαισιάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ακρ. ΕΣΠΑ): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο αναφοράς για τον προγραμματισμό των Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εθνικό επίπεδο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: ~ ~ 2007-2013. [< αγγλ. National Strategic Reference Framework (NSRF)] , Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες): έγγραφο της αρμόδιας για θέματα παιδείας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο περιγράφονται οι γνώσεις και δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν οι μαθητές, ώστε να χρησιμοποιούν μια ξένη γλώσσα, για να επικοινωνούν, και ορίζονται τα επίπεδα γλωσσομάθειας. [< αγγλ. Common European Framework of Reference (for languages)] , πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου: ΠΛΗΡΟΦ. που εμφανίζεται συνήθ. αυτόματα στην οθόνη του υπολογιστή, παρέχοντας στον χρήστη πληροφορίες για τη λειτουργία ενός προγράμματος ή ζητώντας την εισαγωγή δεδομένων. [< αγγλ. dialogue box, 1984] , αριθμός πλαισίου βλ. αριθμός, Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης βλ. κοινοτικός, νόμος-πλαίσιο βλ. νόμος, Πρόγραμμα Πλαίσιο βλ. πρόγραμμα, σύμβαση(-)πλαίσιο βλ. σύμβαση, φωτοβολταϊκό πάνελ βλ. φωτοβολταϊκός ● ΦΡ.: (μέσα) στα/έξω από τα πλαίσια/το πλαίσιο & (λόγ.) εντός/εκτός του πλαισίου/των πλαισίων: σύμφωνα με/αντίθετα προς: Αρμοδιότητα που βρίσκεται/εντάσσεται μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια των καθηκόντων του.|| Δρουν εκτός/εντός θεσμικού/νομικού/νομοθετικού ~ου (= παράνομα/νόμιμα)., σε γενικά πλαίσια: σε γενικές γραμμές., σε λογικά πλαίσια: για κάτι που δεν είναι υπερβολικό: Τιμές που κυμαίνονται ~ ~., στο πλαίσιο (+ γεν.) & μέσα στο πλαίσιο & στα πλαίσια & μέσα στα πλαίσια: επ' ευκαιρία, με αφορμή, κατά τη διάρκεια: συνέντευξη Τύπου ~ ~ της διάσκεψης κορυφής. Εκδηλώσεις ~ ~ του εορτασμού της 25ης Μαρτίου. [< αγγλ. (with)in the framework of, γαλλ. dans le cadre de] , κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός [< 1,2: αρχ. πλαίσιον 3: γερμ. Rahmen 4: αγγλ. frame]

πρόβα

πρόβα πρό-βα ουσ. (θηλ.): δοκιμή, έλεγχος πριν από την οριστική ή/και επίσημη παρουσίαση, συνήθ. ρούχου ή παράστασης ή γενικότ. προτού να γίνει κάτι: ~ (θεατρικού/μουσικού) έργου/σόου/συναυλίας/χορού. ~ ηθοποιών/ορχήστρας/χορωδίας. ~ για παρέλαση. Κάνω ~ νυφικού (πβ. προβάρισμα). Πήγα για ~ στη μοδίστρα. Ο θίασος/το συγκρότημα ξεκίνησε τις ~ες.|| ~ για τις εκλογές/την παρουσίαση της μελέτης. Θετική/πετυχημένη ~ για την ομάδα, ενόψει της κρίσιμης αναμέτρησης. ● ΣΥΜΠΛ.: πρόβα τζενεράλε/γενική πρόβα: τελική δοκιμή παράστασης πριν από την πρεμιέρα· κατ' επέκτ. κάθε τελική δοκιμή: αποτυχημένη/επιτυχημένη ~ ~.|| ~ ~ της εθνικής ομάδας για το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. [< μεσν. πρόβα < ιταλ. prova]

πρόσταγμα

πρόσταγμα πρό-σταγ-μα ουσ. (ουδ.) {προστάγμ-ατα}: διαταγή, εντολή: (ΙΣΤ.) αυτοκρατορικό ~. Το ~ της μάχης.|| (μτφ.) Ηθικά ~ατα. ΣΥΝ. προσταγή ● ΦΡ.: έχει το γενικό πρόσταγμα (μτφ.) 1. έχει τον πρώτο λόγο, τον κυριότερο ρόλο: ~ ~ της επιχείρησης/στη σχέση τους. Πβ. κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο. 2. είμαι υπεύθυνος για τη διοίκηση στρατεύματος: Ο στρατηγός είχε ~ ~. Ο έχων ~ ~ της παρέλασης. [< αρχ. πρόσταγμα]

χειρουργική

χειρουργική χει-ρουρ-γι-κή ουσ. (θηλ.) ΙΑΤΡ. 1. αντιμετώπιση κλινικών καταστάσεων με εγχείρηση· (κατ' επέκτ., κ. με κεφαλ. Χ) ο αντίστοιχος κλάδος της ιατρικής: αρθροσκοπική/γναθοπροσωπική/γυναικολογική/ενδοσκοπική/κλινική/κτηνιατρική/λαπαροσκοπική/ορθοπαιδική/ρομποτική ~. ~ γόνατος/δέρματος/θώρακος/καταρράκτη/σπονδυλικής στήλης. Πβ. εγχειρητική. Βλ. αγγειο~, γναθο~, ηλεκτρο~, καρδιο~, κρυο~, μικρο~, νευρο~, παιδο~, τηλε~. 2. (συνεκδ.) το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητική χειρουργική: επεμβατική αποκατάσταση σωματικών ατελειών ή ανωμαλιών· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της πλαστικής χειρουργικής: ~ ~ με λέιζερ. ~ ~ βλεφάρων (= βλεφαροπλαστική)/προσώπου/στήθους. Βλ. ρινοπλαστική., γενική χειρουργική: κλάδος της χειρουργικής που ειδικεύεται κυρ. στις επεμβάσεις κοιλίας., διαθλαστική χειρουργική: βελτίωση ή διόρθωση της αμετρωπίας, μέσω της επεμβατικής μεταβολής του σχήματος του κερατοειδούς ή της τοποθέτησης ενδοφακών· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της οφθαλμολογίας: ~ ~ με λέιζερ., επανορθωτική χειρουργική: επέμβαση για την επανόρθωση μετατραυματικών ή μετεγχειρητικών σωματικών ή/και δερματικών δυσμορφιών· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της πλαστικής χειρουργικής: ~ ~ μετά από μαστεκτομή. [< γαλλ. chirurgie réparatrice] , ορθογναθική χειρουργική βλ. ορθογναθικός, παιδιατρική χειρουργική βλ. παιδιατρικός, πλαστική χειρουργική βλ. πλαστικός, χειρουργική της κλειδαρότρυπας βλ. κλειδαρότρυπα [< μτγν. χειρουργική (τέχνη), αγγλ. surgery, γαλλ. chirurgie]

χημείο

χημείο [χημεῖο] χη-μεί-ο ουσ. (ουδ.): χημικό εργαστήριο: ~ (αναλύσεων) κρασιού/νερού. Το ~ του σχολείου. ● ΣΥΜΠΛ.: (Γενικό) Χημείο του Κράτους (ακρ. ΓΧΚ): κρατική υπηρεσία αρμόδια κυρ. για τη θέσπιση των όρων που πρέπει να πληρούν τα διάφορα προϊόντα προκειμένου να διατεθούν στην κατανάλωση, για τη διενέργεια εργαστηριακών ελέγχων για εξακρίβωση της καταλληλότητάς τους και για την επιθεώρηση των χώρων παρασκευής και διάθεσής τους. [< γαλλ. laboratoire de chimie]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.