Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γενναίος , α, ο [γενναῖος] γεν-ναί-ος επίθ. 1. (για πρόσ.) που επιδεικνύει θάρρος, ψυχικό σθένος και τόλμη μπροστά σε κίνδυνο, δυσκολία ή σωματικό πόνο: ~οι: αγωνιστές/στρατιώτες. ~ και δυνατός. (ως ουσ.) Οι ~οι δεν φοβούνται τίποτα.|| ~α: καρδιά/ψυχή. ΣΥΝ. ανδρείος, ατρόμητος, γενναιόψυχος (1), θαρραλέος ΑΝΤ. άνανδρος, άτολμος, δειλός 2. που αποτελεί εκδήλωση γενναιότητας: ~α: απάντηση (βλ. παρρησία)/απόφαση/πράξη/πρωτοβουλία/στάση. ~ο: φρόνημα. ~α μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης (= αποφασιστικά, δραστικά, δυναμικά). Πβ. τολμηρός. 3. (μτφ., κυρ. για χρηματικό ποσό) υψηλός, πλουσιοπάροχος: ~α: αμοιβή/αύξηση/(οικονομική) ενίσχυση/επιχορήγηση/χορηγία/χρηματοδότηση. ~ο: επίδομα. ~ες: επιδοτήσεις. Πβ. άφθονος, γενναιόδωρος, παχυλός. ΑΝΤ. πενιχρός.|| ~ο: πρόστιμο (= τσουχτερό).|| ~α: μερίδα (φαγητού). Πβ. χορταστικός. ● επίρρ.: γενναία [< 1,2: αρχ. γενναῖος 3: γαλλ. généreux]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.