γενναίος , α, ο [γενναῖος] γεν-ναί-ος επίθ. 1. (για πρόσ.) που επιδεικνύει θάρρος, ψυχικό σθένος και τόλμη μπροστά σε κίνδυνο, δυσκολία ή σωματικό πόνο: ~οι: αγωνιστές/στρατιώτες. ~ και δυνατός. (ως ουσ.) Οι ~οι δεν φοβούνται τίποτα.|| ~α: καρδιά/ψυχή. ΣΥΝ. ανδρείος, ατρόμητος, γενναιόψυχος (1), θαρραλέος ΑΝΤ. άνανδρος, άτολμος, δειλός 2. που αποτελεί εκδήλωση γενναιότητας: ~α: απάντηση (βλ. παρρησία)/απόφαση/πράξη/πρωτοβουλία/στάση. ~ο: φρόνημα. ~α μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης (= αποφασιστικά, δραστικά, δυναμικά). Πβ. τολμηρός.3. (μτφ., κυρ. για χρηματικό ποσό) υψηλός, πλουσιοπάροχος: ~α: αμοιβή/αύξηση/(οικονομική) ενίσχυση/επιχορήγηση/χορηγία/χρηματοδότηση. ~ο: επίδομα. ~ες: επιδοτήσεις. Πβ. άφθονος, γενναιόδωρος, παχυλός. ΑΝΤ. πενιχρός.|| ~ο: πρόστιμο (= τσουχτερό).|| ~α: μερίδα (φαγητού). Πβ. χορταστικός. ● επίρρ.: γενναία [< 1,2: αρχ. γενναῖος 3: γαλλ. généreux]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.