Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γεώτοπος γε-ώ-το-πος ουσ. (αρσ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -όπου}: ΟΙΚΟΛ. διακριτό τµήµα της γεώσφαιρας µε ξεχωριστό γεωλογικό και γεωμορφολογικό ενδιαφέρον. Βλ. γεωπάρκο, -τοπος. [< αγγλ. geotope, γαλλ. géotope]

γεωπάρκο

γεωπάρκο γε-ω-πάρ-κο ουσ. (ουδ.) & γεωλογικό πάρκο: ΟΙΚΟΛ. οριοθετημένη και προστατευμένη περιοχή που περικλείει σημαντικό αριθμό γεωτόπων με γεωλογικό και ενίοτε αρχαιολογικό, οικολογικό, ιστορικό ή πολιτιστικό ενδιαφέρον, μέσα στην οποία είναι δυνατόν να αναπτυχθούν οικονομικές δραστηριότητες στα πλαίσια της αειφόρου ανάπτυξης: ~ απολιθωμένου δάσους. ~α και γεωτουρισμός/περιβαλλοντική εκπαίδευση. Βλ. δρυμός. [< αγγλ. geopark]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.