Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 26 εγγραφές  [0-20]


  • γη [γῆ] ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Γ) ο τρίτος από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στον Άρη και την Αφροδίτη και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ζωής: ατμόσφαιρα/βιοποικιλότητα/δημιουργία/διάμετρος/δομή/επιφάνεια/εσωτερικό/ηλικία/ημισφαίρια/θερμοκρασία/κέντρο/κλίμα/μάζα/μανδύας/περιστροφή/πόλοι/πόροι (βλ. ορυκτός πλούτος)/πυρήνας/σύσταση/σφαιρικότητα/σχήμα (βλ. ελλειψοειδής)/τροχιά/φλοιός της Γης. Το βαρυτικό/μαγνητικό πεδίο της Γης. Η απόσταση του Ήλιου από τη ~. Αστροναύτης/διαστημόπλοιο/δορυφόρος που επέστρεψε στη ~. Οι εύκρατες/πολικές/τροπικές ζώνες της Γης. Ο δορυφόρος της Γης (: η Σελήνη). (Παγκόσμια) Ημέρα της Γης. Πβ. γήινη σφαίρα, υδρόγειος. 2. έδαφος, χώμα: άγονη/αμμώδης/άνυδρη/γόνιμη/εύφορη ~. Η καλλιέργεια/οι καρποί/η φροντίδα της γης.|| Γλώσσα γης (: τμήμα ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα). 3. τόπος, περιοχή: αττική/ελληνική/θρακική/κρητική/πατρική ~. ~ των προγόνων. Βλ. πατρίδα.|| (μτφ.) Μάνα-/μητέρα-~ (: η κοινή μητέρα, η πηγή ζωής). 4. εδαφική έκταση, κτήμα: αγροτική/αξιοποιήσιμη/γεωργική/δασική/δημόσια/έρημη/κοινόχρηστη/κρατική/οικοδομήσιμη ~. Εκτάσεις/κομμάτι/στρέμμα/τεμάχιο/χρήση γης. Αγοράζω/κατέχω ~. Αναδασώνουν την καμένη ~. Αναδασμός/αναδιανομή/απαλλοτρίωση/αξία/διάθεση/διαχείριση/ενοικίαση/ιδιοκτησία (= γαιοκτησία)/κατάληψη/καταπάτηση/πώληση της γης. Πβ. γαίες. Βλ. αγροτεμάχιο, χωράφι.|| Δύο/λίγα μέτρα γης (: ο τάφος). 5. ανθρωπότητα, κόσμος, οικουμένη: πολίτες της Γης (πβ. κοσμοπολίτης). Οι ισχυροί/τα κράτη/οι λαοί/ο πληθυσμός της γης.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Επί γης ειρήνη (: ο επίγειος κόσμος). ● ΣΥΜΠΛ.: Γη της Επαγγελίας (ΠΔ) (μτφ.): χώρα ή περιοχή που προσφέρει πλούτο και ευδαιμονία: Μετανάστες που αναζητούν τη ~ ~., γενέθλια γη βλ. γενέθλιος, η Ώρα της Γης βλ. ώρα, θηραϊκή γη βλ. θηραϊκός, καμένη γη βλ. καίω, μαγνητικός άξονας της Γης βλ. άξονας, μαύρη γη βλ. μαύρος, ξένη γη βλ. ξένος, Χάρτα της Γης βλ. χάρτα ● ΦΡ.: γη και ύδωρ (μτφ.-λόγ.): για να δηλωθεί απόλυτη υποταγή, ολοκληρωτική παράδοση: Δίνει ~ ~, για να κερδίσει την εύνοια των άλλων. , όπου γης: σε οποιοδήποτε μέρος της Γης, σε όλο τον κόσμο, οπουδήποτε: οι Έλληνες ~ ~ (= οι απανταχού Έλληνες)., όπου γης (και) πατρίς & (σπάν.) όπου γη (και) πατρίς: όταν κάποιος αισθάνεται σαν πατρίδα του τον εκάστοτε τόπο διαμονής του· κατ' επέκτ. για την ικανότητα προσαρμογής σε νέο τόπο: Πάντα υπήρξε πολίτης του κόσμου· ~ ~., όσο απέχει ο ουρανός από τη γη: για πολύ μεγάλη απόσταση ή κυρ. τεράστια διαφορά., πατάω (γερά) στη γη (μτφ.): αντιμετωπίζω την πραγματικότητα με ρεαλισμό: ~ ~ και έχω επίγνωση των δυνατοτήτων μου. ΑΝΤ. πετάει/ζει/βρίσκεται στα σύννεφα, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, απανταχού της Γης/της οικουμένης βλ. απανταχού, από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης βλ. πρόσωπο, γης Μαδιάμ βλ. Μαδιάμ, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, κινώ γη και ουρανό βλ. κινώ, ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί βλ. ανοίγω, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) βλ. μήκος, στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης βλ. κόσμος, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας ● βλ. γαία [< αρχ. γῆ]
  • γη- & γή- (σπάν.): το ουσιαστικό γη ως α' συνθετικό: γη-γενής. Γή-λοφος/~πεδο. Βλ. γαιο-, γεω-.
  • γηγενής , ής, ές γη-γε-νής επίθ. (λόγ.): ντόπιος, αυτόχθων: ~ής: πληθυσμός. ~είς: κάτοικοι/λαοί.|| (ως ουσ.) Σχέσεις μεταξύ ~ών και προσφύγων. Πβ. ιθαγενής. ΑΝΤ. έποικος, νεοφερμένος.|| ~ής: πολιτισμός. ~ής: γλώσσα/παράδοση. ~ή: στοιχεία. Πβ. εγχώριος. ΑΝΤ. αλλότριος.|| (ΒΟΤ.-ΖΩΟΛ.) ~είς: ποικιλίες. ~ή: είδη. Πβ. αυτοφυής. Βλ. -γενής. ● ΣΥΜΠΛ.: γηγενής ποδοσφαιριστής: ΑΘΛ. που κατάγεται από τη χώρα της ομάδας στην οποία αγωνίζεται ή (μτφ.) που προέρχεται από την Ακαδημία Ποδοσφαίρου της ομάδας αυτής., γηγενής θερμότητα βλ. θερμότητα [< αρχ. γηγενής]
  • γήινος , η, ο γή-ι-νος επίθ. 1. που σχετίζεται με τη γη (ως πλανήτη ή ως έδαφος, ξηρά): ~oς: ισημερινός (βλ. ουράνιος)/μαγνητισμός (= γεωμαγνητισμός)/φλοιός. ~η: ακτινοβολία/ατμόσφαιρα/βαρύτητα/επιφάνεια/σφαίρα (πβ. γεώσφαιρα)/τροχιά. ~ο: (μαγνητικό) πεδίο. Βλ. διαστημικός.|| ~ο και θαλάσσιο περιβάλλον. ΣΥΝ. ηπειρωτικός, χερσαίος. 2. που έχει το καφέ χρώμα του χώματος: σκιές σε ~ους τόνους/~ες αποχρώσεις. ΣΥΝ. γεώδης (2) 3. επίγειος: ο ~ κόσμος. Τα ~α αγαθά. Πβ. εγκόσμιος, κοσμικός. Βλ. πνευματ-, υλ-ικός, φθαρτός. ΑΝΤ. ουράνιος (1) 4. (μτφ., για πρόσ.) απλός, προσιτός. ● Ουσ.: γήινος, γήινη (ο/η): κάτοικος του πλανήτη Γη. ΑΝΤ. εξωγήινος (1) [< αρχ. γήινος]
  • γήλοφος γή-λο-φος ουσ. (αρσ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -όφου} (λόγ.): μικρός χωμάτινος λόφος, λοφίσκος. ΣΥΝ. μαγούλα (2), τούμπα1 (4) [< αρχ. γήλοφος ‘λόφος, ύψωμα’]
  • γηπεδικός , ή, ό γη-πε-δι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με το γήπεδο (συνήθ. ποδοσφαίρου): ~ές: εγκαταστάσεις/συνθήκες. Το ~ό (πρόβλημα) μιας ομάδας (: εξασφάλιση γηπέδου).|| ~ή: βία/συμπεριφορά. ~ά: συνθήματα. ~ή ατμόσφαιρα με ιαχές και κόρνες. Βλ. αγωνιστ-, οπαδ-ικός. ΑΝΤ. εξωγηπεδικός 2. που αναφέρεται σε μεγάλο οικόπεδο (χωρίς κτίσματα): ~ή έκταση εκατό στρεμμάτων. Πβ. οικοπεδικός.
  • γήπεδο γή-πε-δο ουσ. (ουδ.) {γηπέδ-ου} 1. ΑΘΛ. ειδικά διαμορφωμένος χώρος, στεγασμένος ή μη, συνήθ. με κερκίδες, για τη διεξαγωγή αθλημάτων που παίζονται με μπάλα: ανοιχτό/κλειστό ~. ~ βόλεϊ/μπάσκετ/ποδοσφαίρου/τένις/χάντμπολ. Πβ. στάδιο, τερέν. Βλ. αρένα, γυμνασ-, κολυμβη-τήριο.|| (κυρ. στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ) Πηγαίνω στο ~. Επεισόδια εντός και εκτός ~ου (= αγωνιστικού χώρου). Η βία στα ~α. 2. (συνεκδ.) το σύνολο των θεατών που παρευρίσκονται στη συγκεκριμένη αθλητική εγκατάσταση κατά τη διεξαγωγή ενός αγώνα: Ξεσηκώθηκε όλο το ~. 3. (προφ.) ανοιχτή, μη οικοδομημένη έκταση γης. Πβ. αλάνα, οικόπεδο. ● Υποκ.: γηπεδάκι (το) ● Μεγεθ.: γηπεδάρα (η) [< αρχ. γήπεδον ‘κομμάτι γης, οικόπεδο, κήπος’, γαλλ. terrain]
  • γηπεδούχος , α/ος, ο [γηπεδοῦχος] γη-πε-δού-χος επίθ.: ΑΘΛ. που αγωνίζεται στο γήπεδό του, εντός έδρας: ~ος: ομάδα. ~ο: σωματείο. Βλ. -ούχος1.|| (ως ουσ.) Νίκη της/του ~ου/των ~ων. Βλ. εκτός έδρας. ΑΝΤ. φιλοξενούμενος (2)
  • γηραιός , ά, ό γη-ραι-ός επίθ. (λόγ.): ηλικιωμένος, γέρος: ~ός: καθηγητής (πβ. γεραρός, σεβάσμιος). (ειρων.) ~ές κυρίες. Βλ. υπέργηρος. ● ΣΥΜΠΛ.: γηραιά Αλβιών/Αλβιόνα (επίσ.-συχνά ειρων.): η Μεγάλη Βρετανία., η γηραιά ήπειρος βλ. ήπειρος [< αρχ. γηραιός]
  • γηραλέος , α, ο γη-ρα-λέ-ος επίθ. & γεραλέος (λόγ.-μειωτ.): γέρος, γερασμένος: Στην εικόνα παρουσιάζεται ~ με λευκά γένια. Πβ. γηραιός, ηλικιωμένος. ΑΝΤ. νεαρός, νέος.|| ~ο: σώμα. ΣΥΝ. γέρικος. ΑΝΤ. νεανικός. Βλ. -αλέος. [< αρχ. γηραλέος, μτγν. γεραλέος]
  • γήρανση γή-ραν-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. προοδευτική φθορά του οργανισμού με την πάροδο της ηλικίας: βιολογική/ορμονική/πνευματική/πρόωρη/φυσιολογική ~. ~ του δέρματος/των κυττάρων/του σώματος. Σημάδια ~ης. Επιβράδυνση/καταπολέμηση της ~ης. Πβ. γέρασμα, γηρασμός. Βλ. αντι~, φωτο~. 2. (μτφ.) φθορά λόγω παλαιότητας: ~ του κτιρίου/του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: γήρανση πληθυσμού & δημογραφική/πληθυσμιακή γήρανση: ΔΗΜΟΓΡ. συνεχής αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων ατόμων ως προς τον συνολικό πληθυσμό με ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού των παιδιών και συρρίκνωση των παραγωγικών ηλικιών. Πβ. δημογραφικό (πρόβλημα). Βλ. υπογεννητικότητα., δείκτης γήρανσης: ΔΗΜΟΓΡ. αναλογία (επί τοις εκατό) του πληθυσμού άνω των εξήντα πέντε ετών προς τον πληθυσμό με ηλικία μέχρι δεκατεσσάρων ετών. Βλ. δείκτης γεννητικότητας., ενεργός γήρανση: (στην Ευρωπαϊκή Ένωση) αύξηση της μέσης ηλικίας απασχόλησης στην αγορά εργασίας, με ταυτόχρονη εξειδικευμένη αξιοποίηση της απασχόλησης των ηλικιωμένων., τεχνητή γήρανση: ΤΕΧΝΟΛ. (κυρ. στη μεταλλουργία) θερμική επεξεργασία για την αύξηση της ανθεκτικότητας υλικού. [< αγγλ. artificial ageing, 1930] [< αρχ. γήρανσις]
  • γήρας [γῆρας] γή-ρας ουσ. (ουδ.) {γήρ-ατος} (επίσ.): το τελευταίο εξελικτικό στάδιο ενός οργανισμού κατά το οποίο εκδηλώνεται βιολογική φθορά, γηρατειά: πρόωρο ~. Ωριµότητα και ~. Οι ασθένειες (βλ. Αλτσχάιμερ, γεροντική άνοια)/τα προβλήματα/τα σημάδια του ~ατος. Επιβράδυνση του ~ατος. Ασφάλιση ~ατος. Πέθανε σε βαθύ ~. ΣΥΝ. γεράματα ΑΝΤ. νεότητα (1), νιάτα (1), νιότη ● ΣΥΜΠΛ.: σύνταξη γήρατος: η οποία χορηγείται σε άτομα λόγω συμπλήρωσης συγκεκριμένου ορίου ηλικίας με παράλληλη ικανοποίηση σχετικών προϋποθέσεων ασφαλιστικής εισφοράς: επικουρική/μειωμένη/πλήρης ~ ~. Δικαιούχοι ~ης ~. ● ΦΡ.: (το γήρας) ου γαρ έρχεται μόνον βλ. ου [< αρχ. γῆρας]
  • γηράσκω γη-ρά-σκω ρ. (αμτβ.) {μόνο στον ενεστ.} (λόγ.): γερνώ. Κυρ. στη ● ΦΡ.: γηράσκω αεί διδασκόμενος (αρχαιοπρ.): όσο γερνώ μαθαίνω περισσότερα, αποκτώ μεγαλύτερη πείρα. [< αρχ. γηράσκω]
  • γηρασμός γη-ρα-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): γήρανση. ΣΥΝ. γέρασμα
  • γηρατειά γη-ρα-τειά ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) γερατειά (τα) ΑΝΤ. νιάτα 1. γεροντική ηλικία: πικρά/πρόωρα ~. Ασθένειες των ~ών. Δεν φοβάται τα ~. ΣΥΝ. γεράματα, γήρας 2. (συνεκδ.) ηλικιωμένοι, γέροι: τα δραστήρια/περήφανα/τιμημένα ~. [< μεσν. γηρατειά, γερατειά]
  • γηριατρική γη-ρι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΙΑΤΡ. κλάδος με αντικείμενο τη διάγνωση, θεραπεία και πρόληψη των ασθενειών της γεροντικής ηλικίας, καθώς και τα ειδικά προβλήματα των γηρατειών: ~ και παρηγορητική ιατρική. Βλ. γεροντολογία, ψυχο~, -ιατρική. [< αγγλ. geriatrics, 1909, γαλλ. gériatrie, 1915]
  • γηριατρικός , ή, ό γη-ρι-α-τρι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τη γηριατρική: ~ή: κλινική/μονάδα/φροντίδα. ~ά: ιδρύματα.|| ~ή Νοσηλευτική/Ογκολογία. Βλ. γεροντολογικός, -ιατρικός. [< αγγλ. geriatric, 1926, γαλλ. gériatrique]
  • γηρίατρος γη-ρί-α-τρος ουσ. (αρσ. + θηλ.): γιατρός ειδικευμένος στη γηριατρική: γεροντολόγος-~. Βλ. -ίατρος. [< αγγλ. geriatrician, 1926, γαλλ. gériatre]
  • γηρο- & γηρ- (επίσ.): λεξικό πρόθημα που αναφέρεται στα γηρατειά: γηρο-κομώ/~ψυχολογία. Γηρ-ιατρική. ● βλ. γερο- & γερό-1, γεροντο-
  • γηροκομείο [γηροκομεῖο] γη-ρο-κο-μεί-ο ουσ. (ουδ.) & (σπάν.-προφ.) γεροκομείο: ίδρυμα στέγασης, ιατρικής-ψυχολογικής παρακολούθησης και περίθαλψης ηλικιωμένων ατόμων: δημοτικό/εκκλησιαστικό ~. Οι τρόφιμοι του ~ου. Ίδρυση ~ων και ορφανοτροφείων (βλ. κοινωνική πρόνοια, φιλανθρωπικό ίδρυμα). Βλ. -κομείο, οικοτροφείο. ΣΥΝ. οίκος ευγηρίας [< μτγν. γηροκομεῖον]

αγροτεμάχιο

αγροτεμάχιο [ἀγροτεμάχιο] α-γρο-τε-μά-χι-ο ουσ. (ουδ.): τμήμα καλλιεργήσιμου αγρού: Πωλείται ~ υπό ένταξη στο σχέδιο πόλεως. Πβ. γεωτεμάχιο.

άλας

άλας [ἅλας] ά-λας ουσ. (ουδ.) {άλ-ατος | -ατα, -άτων} 1. (λόγ.) αλάτι: καθαρτικό/ορυκτό ~. Επεξεργασία/κρύσταλλοι ~ατος. Η αυξημένη πρόσληψη ~ατος σχετίζεται με την υπέρταση. 2. ΧΗΜ. {συνήθ. στον πληθ.} χημική ένωση που προκύπτει από αντίδραση εξουδετέρωσης μεταξύ οξέος και βάσης ή από την επίδραση οξέος ή βάσης επί μετάλλου: ανθρακικό/θειικό/νιτρικό/πυριτικό/φθοριούχο/φωσφορικό ~. ~ ασβεστίου/καλίου/μαγνησίου/χαλκού. Ανόργανα/βασικά/βιοχημικά/ένυδρα/κρυσταλλικά/όξινα/ουδέτερα/σύμπλοκα ~ατα. Τροφές πλούσιες σε ~ατα. Υψηλή/χαμηλή συγκέντρωση ~άτων.άλατα (τα): στοιχεία που συσσωρεύονται στις αρθρώσεις του σώματος ή σε αντικείμενα ή περιέχονται στο νερό: ~ στον αυχένα. Τα ~ του ιδρώτα. Τα χολικά ~ εκκρίνονται από το συκώτι.|| Σκληρά ~. ~ πλυντηρίου πιάτων. Μαλακό νερό, με χαμηλή περιεκτικότητα σε ~. Ο σωλήνας έπιασε ~ (πβ. πουρί).|| ~ μπάνιου. Χαλαρωτικό λουτρό με θαλάσσια ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αττικόν άλας (απαρχαιωμ.): παιγνιώδης και πνευματώδης τρόπος έκφρασης., κυανικά άλατα βλ. κυανικός, μεταλλικά άλατα/στοιχεία βλ. μεταλλικός ● ΦΡ.: το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής (ΚΔ): για κάτι πολύ σημαντικό που δίνει νόημα, ενδιαφέρον στη ζωή, ζωτικής σημασίας στοιχείο: Τα δάση και οι υδροβιότοποι είναι ~ της γης. Πβ. εκ των ων ουκ άνευ, το άλφα και το ωμέγα., μένω/γίνομαι στήλη άλατος βλ. στήλη [< 1: αρχ. ἅλας 2: γερμ. Salz, γαλλ. sel]

-αλέος

-αλέος, α, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που επιτείνει την δηλούμενη ιδιότητα: αβυσσ~/γηρ~/διψ~/θαρρ~/κραυγ~/λυσσ~/νυστ~/πειν~/ρωμ~/υπν~/φευγ~/φρικ~.

Αλτσχάιμερ

Αλτσχάιμερ [Ἀλτσχάιμερ] Ἀλτσ-χά-ι-μερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΙΑΤΡ. μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: (νόσος του) Αλτσχάιμερ: ΙΑΤΡ. προοδευτική εκφυλιστική πάθηση του εγκεφάλου, συνήθ. της προγεροντικής ηλικίας, που χαρακτηρίζεται από διάχυτη ατροφία του εγκεφαλικού φλοιού και καταλήγει σε άνοια. Βλ. αμυλοειδές, γεροντική άνοια, μαλάκυνση (του) εγκεφάλου. [< γερμ. Alzheimer(krankheit), αγγλ. Alzheimer's disease, 1911, γαλλ. alzheimer, 1988, γερμ. ανθρ. Α. Alzheimer]

ανοίγω

ανοίγω [ἀνοίγω] α-νοί-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνοι-ξα, ανοί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, ανοιγ-όμενος, ανοίγ-οντας} 1. μετακινώ, αφαιρώ οτιδήποτε κρατάει κλειστό κάτι, καθιστώντας δυνατή την πρόσβαση σε αυτό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ την πόρτα (: ξεκλειδώνω ή γυρίζω το πόμολο). ~ το ψυγείο. ~ξε (διάπλατα) τα παντζούρια/το παράθυρο. (ελλειπτ.) ~ξέ μου να μπω (ενν. την πόρτα)! (προφ.) ~ξαν το σπίτι/το χρηματοκιβώτιο (= το διέρρηξαν).|| Στο αεροδρόμιο τού ζήτησαν να ~ξει την τσάντα του.|| ~ το καπάκι/την κονσέρβα (με το ανοιχτήρι)/το μπουκάλι. ~ξε την κατσαρόλα (= ξεσκέπασε).|| ~ το κιβώτιο/μπαούλο.|| ~ το φερμουάρ (πβ. ξεκουμπώνω).|| ~ τις κουρτίνες (= τραβώ).|| (βγάζω το περιτύλιγμα:) ~ το δέμα/τα δώρα/το πακέτο (πβ. ξεπακετάρω, ξετυλίγω).|| ~χτηκε η διαθήκη. Πβ. αποσφραγίζω.|| ~ την εφημερίδα. Ανοίξτε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα!|| Το ντουλάπι δεν ~ει, έχει κολλήσει/φρακάρει! Το κουτί ~ει από πάνω. Βλ. μισ~, ξαν~. ΑΝΤ. κλείνω (1) 2. απλώνω κάτι διπλωμένο ή πτυσσόμενο: ~ την ομπρέλα/τον χάρτη. ΑΝΤ. κλείνω.|| ~ ζύμη/φύλλο για πίτα.|| Ανοίξτε τα χέρια σας (= τεντώστε)!|| Καναπές που ~ει και γίνεται κρεβάτι.|| ~ξαν τα μπουμπούκια (= άνθισαν, έσκασαν). 3. θέτω σε λειτουργία συσκευή (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ το ραδιόφωνο/την τηλεόραση/τον υπολογιστή. ΣΥΝ. ανάβω.|| Πώς ~ει το κινητό σου; ΑΝΤ. κλείνω (3), σβήνω (2) 4. απελευθερώνω τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, περιστρέφοντας ή πατώντας τον μηχανισμό που εμποδίζει την παροχή του: (μτβ.) ~ τη βαλβίδα/στρόφιγγα. Μπορείς να ~ξεις το φως (= να το ανάψεις. ΑΝΤ. σβήνω);|| (αμτβ.) Ο διακόπτης ~ει με κάρτα.|| ~ την ένταση της τηλεόρασης (= αυξάνω). ΑΝΤ. κλείνω (5) 5. δημιουργώ εσοχή, κενό (συνήθ. στην επιφάνεια της γης): ~ μια λακκούβα (στο έδαφος/στο χώμα). ~χτηκαν λαγούμια/χαντάκια. ΣΥΝ. σκάβω.|| ~ξε πέρασμα ανάμεσα στο πλήθος.|| (κατ' επέκτ., για δημιουργία πληγής:) ~ξε ο ασθενής (= έπαθε κατακλίσεις). 6. ελευθερώνω χώρο από οτιδήποτε εμποδίζει το πέρασμα ή δημιουργεί στενότητα: ~ξε ο δρόμος στα χωριά που είχαν αποκλειστεί. (προφ.) Ανοίξτε να περάσω (= κάν(ε)τε τόπο)!|| ~ξαν τα σύνορα (= είναι ελεύθερη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών). ΑΝΤ. κλείνω (9) 7. κάνω έναρξη σε κάτι, ξεκινώ: ~ λογαριασμό καταθέσεων.|| (για επαγγελματική δραστηριότητα:) ~ γραφείο/επιχείρηση/εστιατόριο (πβ. ιδρύω). ~ξε νέο κατάστημα (= εγκαινιάστηκε). Πότε ~εις το ιατρείο (ενν. μετά τις διακοπές); Το μαγαζί δεν θα ~ξει στις γιορτές (= θα μείνει κλειστό). ~ξαν τα σχολεία!|| (μτφ.) Την εκδήλωση θα ~ξει (με ομιλία του) ο ... (= θα προλογίσει). ~ξε τη συζήτηση (= άρχισε πρώτος). ~ξαν διάλογο με ... ~ξε θέμα ηγεσίας. Έχει ~ξει παρτίδες με τον υπόκοσμο. ~ει μια νέα περίοδος/ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο κρατών. Χώρα που ~ει δίαυλο επικοινωνίας/συνεργασίας με τις γειτονικές της. ~ει το Τριώδιο (= μπαίνει). ΑΝΤ. κλείνω (4) 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφανίζω τα περιεχόμενα αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ το έγγραφο/το λινκ/το παράθυρο.|| Δεν ~ει η (ιστο)σελίδα. 9. (αμτβ.) αυξάνεται το πλάτος μου, γίνομαι πιο ευρύς: Με τον καιρό τα παπούτσια θα ~ξουν και δεν θα σε στενεύουν.|| (μτφ.) ~ει το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (= μεγαλώνει). 10. δίνω σε κάτι πιο φωτεινή απόχρωση: ~ τα μαλλιά μου (ΣΥΝ. ξανοίγω). 11. γράφω το πρώτο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: Ανοίξτε εισαγωγικά.|| ~ει παρένθεση. ΑΝΤ. κλείνω (12) 12. (προφ.) χειρουργώ: Τον ~ξαν.ανοίγεται: εκτείνεται, απλώνεται: Μπροστά μας ~ η θάλασσα.|| (μτφ.) ~ονται νέες δυνατότητες/ευκαιρίες/προοπτικές. Το κόμμα ~ στην κοινωνία (= κάνει άνοιγμα). ● Παθ.: ανοίγομαι 1. εξωτερικεύω τον ψυχικό μου κόσμο, εκδηλώνομαι: Δεν ~ εύκολα σε αγνώστους. Πβ. ανοίγω την καρδιά μου. 2. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο: (από τη στεριά) Η βάρκα ~χτηκε στο πέλαγος. Μπήκαμε στο σκάφος και ~χτήκαμε στη θάλασσα. Πβ. βγαίνω στ' ανοιχτά, ξεμακραίνω.|| (για οδηγό:) ~χτηκε αριστερά, για να κάνει προσπέραση.|| (από τον χώρο της άμυνας στο ποδόσφαιρο:) Οι αντίπαλοι ~χτηκαν, αφήνοντας κενά στην αμυντική γραμμή. 3. διευρύνω, επεκτείνω τις δραστηριότητές μου, πνευματικές, οικονομικές· ξοδεύω υπέρμετρα, ξανοίγομαι: Χώρες που ~ονται στις νέες τεχνολογίες.|| (προφ.) Ας μην ~όμαστε (πολύ), έχουμε και έξοδα! ● Μτχ.: ανοιγόμενος , η, ο: που μπορεί να ανοίξει: ~η: οροφή (βλ. αίθριο). ~o: τραπέζι. Μηχανισμός αυτόματα/ηλεκτρικά/υδραυλικά ~. ~ καναπές που γίνεται κρεβάτι (: αναδιπλούμενος, πτυσσόμενος). Παράθυρα συρόμενα, ~α και ανακλινόμενα. ● ΦΡ.: ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου: χαίρομαι: ~ ~ όταν τον βλέπω!, ανοίγει η τύχη μου: βελτιώνεται πολύ η κατάστασή μου (ύστερα από απροσδόκητα θετικό συμβάν): Κέρδισε το λαχείο και ~ξε ~ του., ανοίγει ο κύκλος: αρχίζει να λαμβάνει χώρα μια σειρά δραστηριοτήτων (που αναμένονται να διαρκέσουν αρκετές ημέρες): ~ ~ των απολογιών/διαπραγματεύσεων/κινητοποιήσεων., ανοίγω (τον) δρόμο 1. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις (για κάτι συνήθ. θετικό): Οι νέες τεχνολογίες ~ουν ~ προς τη/στη γνώση.|| ~ξε ο δρόμος για την προαγωγή του. 2. δημιουργώ πέρασμα: ~ξε ~ με τους αγκώνες του/ανάμεσα στο πλήθος., ανοίγω δουλειές (σε κάποιον) (προφ.): βάζω κάποιον σε μπελάδες, του προκαλώ προβλήματα: Μου έχεις ~ξει ~ με τα καμώματά σου!, ανοίγω ευκαιρίες: δημιουργώ νέες δυνατότητες: Σπουδές που ~ουν ~ στη (/για τη) ζωή.|| ~ουν/~ονται ~ που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε (= παρουσιάζονται)., ανοίγω σπίτι (μτφ.-προφ.): παντρεύομαι: Είναι ώρα ν' ανοίξεις κι εσύ ~ (= να νοικοκυρευτείς)!, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.): τον διαφωτίζω, τον αφυπνίζω: Μας ~ξε ~ και καταλάβαμε την απάτη. ΑΝΤ. κλείνω τα μάτια (κάποιου) (1), ανοίγω τα μάτια μου: ξυπνώ· κατ' επέκτ. ανακαλύπτω την αλήθεια: Με το που ~ξε ~ του ... || ~ξε ~ σου επιτέλους να δεις τι γίνεται (= ξεστραβώσου)!, ανοίγω την αγκαλιά μου 1. απλώνω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον: ~ξε ~ του και την έσφιξε στο στήθος του. 2. (μτφ.) υποδέχομαι κάποιον ζεστά, με στοργή: Ιατροί και νοσηλευτές ~ξαν ~ τους στα παιδιά., ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον): εξωτερικεύω, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που σκέφτομαι ή που με απασχολεί: (Μου) ~ξε ~ του και μου μίλησε για τα προβλήματά του (= μου ανοίχτηκε). Πβ. εξομολογούμαι, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου., ανοίγω την όρεξη/(μου)ανοίγει η όρεξη: προκαλώ επιθυμία για φαγητό/έχω έντονη επιθυμία για κάτι: Γεύσεις/πιάτα που ~ουν ~.|| (μτφ.) Η ανοδική πορεία της οικονομίας έχει ανοίξει την ~ των εταιρειών για νέες (επενδυτικές) δραστηριότητες., ανοίγω το σκορ: σημειώνω το πρώτο γκολ ή καλάθι: Οι φιλοξενούμενοι ~ξαν ~.|| Το σκορ ~ει με δυνατό σουτ του ..., ανοίγω τον φάκελο (μτφ.): ξεκινώ τη διερεύνηση μιας υπόθεσης: Δημοσιογράφος που έχει αποφασίσει να ~ξει ~ της δολοφονίας.|| ~ξε ο φάκελος της διαφθοράς., ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) (μτφ.-προφ.): (απειλητ. ή ως έκφρ. δυσαρέσκειας) τον χτυπώ στο κεφάλι: Θα σου ~ξω/σπάσω το ~!, άνοιξαν οι ουρανοί: σε περιπτώσεις πολύ δυνατής βροχής: ~ ~ και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς/ρίχνει καρεκλοπόδαρα., ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί (μτφ.): να εξαφανιστώ, να χαθώ από όλους και από όλα: Αισθάνθηκα τόσο άσχημα/ντράπηκα τόσο πολύ, που μακάρι ν' άνοιγε ~ ~!|| Αν λέω ψέματα, ν' ανοίξει ~ ~., ανοίγει (νέους) ορίζοντες βλ. ορίζοντας, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, ανοίγει ο καιρός βλ. καιρός, ανοίγει ο ουρανός βλ. ουρανός, ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας βλ. Πανδώρα, ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός, ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο βλ. κλείνω, ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές βλ. ξύνω, ανοιγμένα κεφάλια βλ. κεφάλι, ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, ανοίγω ιστορίες βλ. ιστορία, ανοίγω λογαριασμούς βλ. λογαριασμός, ανοίγω πανιά βλ. πανί, ανοίγω πυρ βλ. πυρ, ανοίγω σαμπάνιες βλ. σαμπάνια, ανοίγω τα στραβά μου βλ. στραβός, ανοίγω την πόρτα της εξόδου βλ. πόρτα, ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου βλ. βήμα, ανοίγω το στόμα μου βλ. στόμα, ανοίγω τον χορό βλ. χορός, ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) βλ. φτερό, ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί βλ. αυτί, άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον βλ. κουβέντα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω, σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) βλ. λάκκος, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω [< αρχ. ἀνοίγω, αγγλ. open, γαλλ. ouvrir, γερμ. öffnen]

άξονας

άξονας [ἄξονας] ά-ξο-νας ουσ. (αρσ.) {αξόνων} & (λόγ.) άξων 1. ΜΑΘ. ευθεία γραμμή, νοητή ή μη, σε σχέση με την οποία σχεδιάζεται, μετριέται, περιστρέφεται μια καμπύλη ή ένα σχήμα: κάθετος/οριζόντιος/συμμετρικός ~. ~ αναφοράς (& μτφ.). Ο ~ του κυλίνδρου/του κώνου/των (συν)τεταγμένων. Ο ~ περιστροφής του πλανήτη/της σελήνης/του τροχού. 2. οδική γραμμή και κατ' επέκτ. γενική κατεύθυνση: κυκλοφοριακός/σιδηροδρομικός ~.|| Πολιτικός ~. Η αγάπη είναι ο κύριος ~ γύρω από τον οποίο πλέκεται το μυθιστόρημα. Οι βασικοί ~ες δράσης της Εταιρείας. 3. ΙΣΤ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) η συμμαχία Γερμανίας Ιταλίας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην οποία αργότερα προσχώρησαν και άλλες χώρες· κατ' επέκτ. οποιοσδήποτε συνασπισμός κρατών κατά τη σύγχρονη εποχή. 4. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. νευράξονας. ● ΣΥΜΠΛ.: κινητήριος άξονας (μτφ.): κινητήρια δύναμη., μαγνητικός άξονας της Γης: ΓΕΩΦ. η ευθεία που ενώνει τους μαγνητικούς πόλους της., κεντρικός άξονας βλ. κεντρικός, οδικός άξονας βλ. οδικός, στροφαλοφόρος άξονας βλ. στροφαλοφόρος [< 1: αρχ. ἄξων 2: γαλλ. axe 3: γερμ. Achse 4: αγγλ. axon, γαλλ. axone]

απανταχού

απανταχού [ἁπανταχοῦ] α-πα-ντα-χού επίρρ. (λόγ.): παντού, σε κάθε σημείο: (ως επίθ., για διασκορπισμένα μέλη μιας εθνικής ή άλλης ομάδας) Ο ~ απόδημος ελληνισμός.|| Προς τους ~ λάτρεις του καλού φαγητού. Πβ. πανταχού. ● ΦΡ.: απανταχού/πανταχού της γης/της οικουμένης: παντού στη Γη: οι απανταχού (της γης) Έλληνες/ομογενείς. Με το έργο του έγινε γνωστός ~ ~. Πβ. οπουδήποτε, σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης). ΣΥΝ. όπου Γης [< αρχ. ἁπανταχοῦ]

αρένα

αρένα [ἀρένα] α-ρέ-να ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) πεδίο όπου λαμβάνουν χώρα κοινωνικοί, πολιτικοί, ιδεολογικοί αγώνες, ανταγωνισμοί, αντιδικίες, αντιπαραθέσεις: επαγγελματική/επιχειρηματική/οικονομική/προεκλογική/τηλεοπτική ~. ~ συμφερόντων. Η ~ της ζωής. Διαπρέπουν στη(ν) διεθνή/παγκόσμια ~. Στην ~ της αγοράς/του κέρδους. Πβ. κονίστρα, παλαίστρα, στίβος, τερέν. 2. ο χώρος του γηπέδου στον οποίο διεξάγονται αγώνες ή διοργανώνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις: ισπανική (: για ταυρομαχίες)/κεντρική/(ΙΣΤ.) ρωμαϊκή (: για μονομαχίες και θηριομαχίες) ~. Κλειστή ~ (προπόνησης). Πβ. στάδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: εισιτήρια αρένας: (κυρ. για συναυλία) που είναι φτηνά και δεν αντιστοιχούν σε αριθμημένες θέσεις στην κερκίδα, αλλά παρέχουν πρόσβαση στον κεντρικό, ανοιχτό χώρο του γηπέδου. [< ιταλ. arena 1: γαλλ. arène 2: ισπαν. arena]

γαία

γαία [γαῖα] γαί-α ουσ. (θηλ.) (αρχαιοπρ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: γαία πυρί μ(ε)ιχθήτω: (ως έκφρ. παντελούς αδιαφορίας) ας καταστραφούν τα πάντα, ας γίνει ό,τι θέλει: Το μόνο που τον νοιάζει είναι να πετύχει τον στόχο του και κατά τ' άλλα ~ ~! ● βλ. γαίες, γη [< αρχ. γαῖα]

γαιο- & γαι-

γαιο- & γαι-: α' συνθετικό λέξεων με αναφορά στο υπέδαφος, στη γη, συνήθ. ως εδαφική έκταση, ή στον πλανήτη Γη: γαι-άνθρακας.|| Γαιο-κτήμονας.|| Γαι-όραμα. Βλ. γεω-, γη-.

γενέθλιος

γενέθλιος, α/ος, ο γε-νέ-θλι-ος επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με τη γέννηση ενός προσώπου: ~ος: τόπος. ~α/ος: ημέρα (= τα γενέθλια)/χώρα. ~ο: έτος/πάρτι. ~α: δώρα.|| (ΑΣΤΡΟΛ.) ~ος: χάρτης. ~ο: ωροσκόπιο. ● Ουσ.: γενέθλιο (το): ΕΚΚΛΗΣ. εορτή της γέννησης: το ~ της Θεοτόκου. Βλ. κοίμηση. ● ΣΥΜΠΛ.: γενέθλια γη: γενέτειρα: επιστροφή στη ~ ~. [< αρχ. γενέθλιος]

-γενής

-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.

γερο- & γερό-1

γερο- & γερό-1: α' συνθετικό λέξεων που αναφέρεται σε ηλικιωμένο άτομο ή στα χαρακτηριστικά του, συνήθ. αρνητικά: γερό-λυκος.|| (μειωτ.) Γερο-μπαμπαλής/~μπισμπίκης/~ξεκούτης/~παράξενος.|| (πριν από κύρια ονόματα με ενωτικό:) γερο-Δήμος/~-Νικόλας. Βλ. προτακτικός. ● βλ. γεροντο-, γηρο- & γηρ- [< μεσν. γερο-]

γεροντολογία

γεροντολογία γε-ρο-ντο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ): διεπιστημονική μελέτη των βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνιολογικών φαινομένων που σχετίζονται με τη γήρανση και τη γεροντική ηλικία. Βλ. γηριατρική, -λογία. [< αγγλ. gerontology, 1903, γαλλ. gérontologie, 1950]

γεροντολογικός

γεροντολογικός, ή, ό γε-ρο-ντο-λο-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη γεροντολογία: ~ή: εταιρεία/νοσηλευτική/φροντίδα. Βλ. γηριατρικός. [< αγγλ. gerontological, γαλλ. gérontologique]

γυρεύω

γυρεύω γυ-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {γύρ-εψα, -έψει, γυρεύ-οντας} (προφ.) 1. αναζητώ, ψάχνω: ~ δουλειά/τα κλειδιά μου. Σε ~ει παντού. Πού ήσουν και σε ~α; Σε ~εψαν από το γραφείο. Τον έστειλαν να με ~έψει. 2. ζητώ, επιδιώκω: Του ~εψε δανεικά. ~ει το δίκιο/τα λεφτά του. (για έκφραση ενόχλησης:) Τι ~εις εδώ (: τι θέλεις, τι δουλειά έχεις); ● ΦΡ.: γύρευε ποιος/τι ...: για έκφραση άγνοιας, απορίας ή/και δυσφορίας: ~ ποιος είναι τώρα ... ~ τι θέλει πάλι (: για πρόσωπο ενοχλητικό)!, πάει/πηγαίνει γυρεύοντας: με τη συμπεριφορά του προκαλεί, συνήθ. στον εαυτό του, μια δυσάρεστη εξέλιξη: ~ ~ για καβγά/φασαρία! Πας ~ ν' ακούσεις καμιά κουβέντα! ΣΥΝ. γυρεύει/θέλει τον μπελά του, φιρί φιρί (το) πάει, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα (μτφ.): για κάποιον ή κάτι που βρίσκουμε απρόσμενα μπροστά μας, ενώ το(ν) αναζητούσαμε στα πιο απίθανα μέρη., τρέχα γύρευε: για κάτι άσκοπο ή που δύσκολα βρίσκεται ή επιτυγχάνεται: ~ ~ τώρα ποιος έκανε τη ζημιά! Πβ. τι ψάχνεις τώρα., (γυρεύει/ψάχνει/ζητά) ψύλλους (/ψύλλο)/βελόνα (/βελόνες) στ' άχυρα βλ. άχυρο, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, πες αλεύρι, ο ... σε γυρεύει βλ. αλεύρι, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! βλ. θέλω, ψάχνω/γυρεύω με το κερί/με το φανάρι βλ. κερί [< μτγν. γυρεύω]

δείκτης

δείκτης δεί-κτης ουσ. (αρσ.) {δεικτών} & (προφ.) δείχτης 1. (επιστ.) αριθμός που εκφράζει την ποσοστιαία σύγκριση δύο μεγεθών και χρησιμοποιείται κυρ. για να διευκολύνει τη μελέτη της διαχρονικής μεταβολής ενός φαινομένου: υψηλός/χαμηλός ~. Ο ~ αυξάνεται/μειώνεται. ~ ακροαματικότητας/αξιολόγησης/απόκλισης/αποτελεσματικότητας/ασφαλείας (των πτήσεων)/διαφθοράς. ~ες ποιότητας (= ποιοτικοί ~ες). Βλ. αριθμο~.|| (ΟΙΚΟΝ.) Οικονομικός/χρηματοοικονομικός ~. ~ αγοραστικής δύναμης/αναφοράς/ανεργίας/ανταγωνιστικότητας/απόδοσης (ενεργητικού)/αποδοτικότητας (ιδίων κεφαλαίων)/βιομηχανικής παραγωγής/δαπανών/εκροών/εμπιστοσύνης (επιχειρήσεων/καταναλωτή)/κερδοφορίας/κόστους/παραγωγικότητας. Ο ~ ανεβαίνει/πέφτει.|| (ΙΑΤΡ.) Αιματολογικοί/βιολογικοί (= βιοδείκτες)/βιοχημικοί ~ες.|| Οι διακοπές (ως) ~ (= στοιχείο) ευημερίας.|| ~ βιβλιογραφικών αναφορών [< αγγλ. citation index, } 2. ΤΕΧΝΟΛ. κινητή βελόνα σε βαθμονομημένη κλίμακα οργάνου μετρήσεως· κατ' επέκτ. οτιδήποτε παρέχει ένδειξη μεταβολής φυσικού μεγέθους: οι ~ες του ρολογιού (βλ. λεπτο~, ωρο~). Ο ~ του βαρόμετρου/της ζυγαριάς/της πυξίδας.|| ~ βενζίνης/θερμοκρασίας/πίεσης/ροής. Χιλιομετρικός ~ (: μικρή πινακίδα στην οποία αναγράφεται η απόσταση από δεδομένο σημείο σε χιλιόμετρα, βλ. οδο~). Βλ. ανεμο~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ποντικιού (= κέρσορας). 3. κάθε αριθμητικό ή γραμματικό σύμβολο που γράφεται κάτω και δεξιά από άλλο, για να το χαρακτηρίσει: (ΜΑΘ.) a1+ a2 = 10 (: για να υποδηλώσει εξάρτηση της μεταβλητής από συγκεκριμένο υποσύνολο τιμών). Βλ. εκθέτης.|| (ΧΗΜ.) H2O (: για την υπόδειξη του αριθμού των ατόμων ενός στοιχείου που περιέχονται στο μόριο της χημικής ένωσης). 4. ΑΝΑΤ. το δάχτυλο δίπλα στον αντίχειρα. ΣΥΝ. λιχανός 5. ΜΑΘ. αριθμός που γράφεται στα αριστερά του ριζικού και εκφράζει την τάξη της ζητούμενης ρίζας (τετραγωνική, κυβική). 6. ΧΗΜ. ουσία της οποίας το χρώμα μεταβάλλεται όταν προστίθεται σε διάλυμα, υποδεικνύοντας την επιτέλεση συγκεκριμένης χημικής αντίδρασης (με οξύ ή με βάση). 7. ΓΛΩΣΣ. λέξη δηλωτική κυρ. γλωσσικής λειτουργίας (ας, θα, να, σαν, ως): κειμενικοί/συνομιλιακοί ~ες ή ~ες λόγου (: παραπέμπουν σε πληροφορίες που προηγούνται ή έπονται π.χ. άλλωστε, γι΄ αυτό, δηλαδή, ιδίως, όμως, συνεπώς). Πβ. μόριο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. μεταβλητή, της οποίας η τιμή δείχνει τη θέση μιας άλλης μεταβλητής στη μνήμη του υπολογιστή. 9. βέργα ή συσκευή φωτεινής δέσμης ως μέσο υπόδειξης σε επιφάνεια (χάρτη, πίνακα, γραφική παράσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: (Γενικός) Δείκτης Τιμών: ΟΙΚΟΝ. αριθμοδείκτης που εκφράζει την ποσοστιαία μεταβολή στο γενικό επίπεδο τιμών ενός συνόλου αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια οικονομία: Γενικός ~ ~ Καταναλωτή (ακρ. ΓΔΤΚ)/λιανικής. ~ ~ στο ΧΑΑ. ~ ~ Dow-Jones/Nikkei (= οι χρηματιστηριακοί δείκτες σε Νέα Υόρκη/Τόκιο αντίστοιχα). Τάσεις σταθεροποίησης παρουσίασε ο ~ ~. Πβ. χρηματιστήριο. [< αγγλ. general price index] , Δείκτης Τιμών Καταναλωτή: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπεύει τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα νοικοκυριών. Βλ. εναρμονισμένος, καλάθι της νοικοκυράς. [< αγγλ. consumer price index, 1945] , γενετικός δείκτης βλ. γενετικός, δείκτης απήχησης βλ. απήχηση, δείκτης γεννητικότητας βλ. γεννητικότητα, δείκτης γήρανσης βλ. γήρανση, δείκτης διάθλασης βλ. διάθλαση, δείκτης δυσφορίας βλ. δυσφορία, δείκτης εγκληματικότητας βλ. εγκληματικότητα, Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) βλ. μάζα, δείκτης νοημοσύνης βλ. νοημοσύνη, δείκτης πορείας βλ. πορεία, δείκτης προστασίας βλ. προστασία, δείκτης στάθμης βλ. στάθμη, καρκινικοί δείκτες βλ. καρκινικός [< μτγν. δείκτης, γαλλ. indice, indicateur, αγγλ. index, indicator, pointer, γερμ. Index]

διαστημικός

διαστημικός, ή, ό δι-α-στη-μι-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στο Διάστημα, στον διαπλανητικό ή διαστρικό χώρο: ~ός: ανιχνευτής/δορυφόρος. ~ή: αποστολή/βάση/έρευνα/πτήση/στολή/τεχνολογία. ~ό: αεροδρόμιο (= διαστημοδρόμιο)/όχημα/πρόγραμμα/σκάφος/ταξίδι. Βλ. αερο~. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική βλ. ιατρική, αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, διαστημική βολίδα βλ. βολίδα, διαστημικό λεωφορείο βλ. λεωφορείο, διαστημικό τηλεσκόπιο/παρατηρητήριο βλ. τηλεσκόπιο, διαστημικός θαλαμίσκος βλ. θαλαμίσκος, διαστημικός περίπατος βλ. περίπατος, διαστημικός σταθμός βλ. σταθμός, διαστημικός τουρισμός βλ. τουρισμός, τουρίστας του Διαστήματος βλ. τουρίστας, τουρίστρια [< αγγλ. spatial]

έδαφος

έδαφος [ἔδαφος] έ-δα-φος ουσ. (ουδ.) {εδάφ-ους | -η, -ών} 1. το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού, θεωρούμενο κυρ. ως προς τη μορφολογία, την κατάσταση, τις παραγωγικές του ιδιότητες· γη, χώμα: ανώμαλο/γόνιμο/γυμνό (: χωρίς βλάστηση)/ηφαιστειογενές/ομαλό/σαθρό/σκληρό/στερεό/τραχύ ~. Άγονα/αμμώδη/αργιλώδη (βλ. ασπρόχωμα)/εύφορα/πετρώδη/υγρά ~η. ~ κατάλληλο για καλλιέργειες και κτηνοτροφία. ~η πλούσια σε θρεπτικά συστατικά/οργανικές ύλες. Φυτά για (φτωχά και) ξηρά ~η. Ανάγλυφο/διάβρωση/θερμοκρασία/καλλιέργεια/ρύπανση/υγρασία (του) ~ους. Περιεκτικότητα του ~ους σε ασβέστιο/σίδηρο. Κάτω (πβ. υπόγειος)/πάνω (πβ. υπέργειος) από το ~. Απορρύπανση/ερημοποίηση/καθιζήσεις ~ών. Γλίστρησε κι έπεσε/κάθισε/ξάπλωσε στο ~ (πβ. καταγής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Αναγνώριση ~ους. Επιχειρήσεις στον αέρα και το ~ (= ξηρά).|| (ΓΕΩΛ.-ΕΔΑΦ.) Ιδιότητες/χαρτογράφηση ~ών. Το πορώδες του ~ους.|| (κατ' επέκτ.) Το ~ της Σελήνης. 2. (ειδικότ.) επικράτεια, έκταση, περιοχή, χώρος: εχθρικό/ουδέτερο ~. Ελεύθερα/κατεχόμενα ~η. Επιστροφή στα πάτρια ~η (= πατρίδα). Ηλιακή έκλειψη ορατή από ελληνικό ~. Επιστροφή/κατάληψη/προσάρτηση ~ών. 3. (μτφ.) βάση, θεμέλιο, ευνοϊκό κυρ. κλίμα ή περιβάλλον: κατάλληλο ~ για την επίτευξη λύσης. Πβ. συνθήκες. ● ΣΥΜΠΛ.: παντός εδάφους: σχεδιασμένος για χρήση σε ποικίλα εδάφη: οχήματα ~ ~. Βλ. παντός καιρού. , παρθένο έδαφος (μτφ.): για καινούργιο, ανεξερεύνητο πεδίο δράσης: Τομέας που αποτελεί ~ ~ για ανάπτυξη., πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο (μτφ.): κατάλληλες, ευμενείς, θετικές συνθήκες: ~ ~ για επενδύσεις/έρευνα/συνεργασία. Ιδέες που βρήκαν ~ έδαφος και ρίζωσαν., προσωπικό εδάφους: που είναι υπεύθυνο για αεροπλάνα και πτήσεις και δεν εργάζεται μέσα σε αεροσκάφος. Βλ. ιπτάμενος. [< γαλλ. personnel au sol] , στέρεο έδαφος (μτφ.): σταθερή βάση, γερό θεμέλιο: ~ ~ εμπιστοσύνης, φιλίας και συνεργασίας (μεταξύ δύο χωρών)., ανταλλαγή εδαφών βλ. ανταλλαγή, απώλεια εδάφους βλ. απώλεια, ασκήσεις εδάφους βλ. άσκηση, προλείανση του εδάφους βλ. προλείανση, συνοδός εδάφους βλ. συνοδός ● ΦΡ.: η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου (μτφ.): νιώθω έντονη ανασφάλεια, πανικοβάλλομαι: Όταν πέθανε ο πατέρας της, αισθάνθηκε τη γη να χάνεται ~ ~ της.|| Το έδαφος τρίζει ~ ~ του και φοβάται για την πολιτική του επιβίωση., καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος (μτφ.): ξαναπαίρνω το προβάδισμα: Δεν έχουμε πολύ χρόνο για να καλύψουμε ~ ~. [< γαλλ. regagner le terrain perdu] , κερδίζει έδαφος (μτφ.): αποκτά συγκριτικό πλεονέκτημα, αρχίζει να προηγείται, να υπερέχει: ~ ~ η βιολογική γεωργία. Πβ. κερδίζει/παίρνει πόντους. [< γαλλ. gagner du terrain] , χάνει έδαφος (μτφ.): υποχωρεί. [< γαλλ. perdre du terrain] , (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, προλειαίνω/προετοιμάζω το έδαφος βλ. προλειαίνω [< 1,2: αρχ. ἔδαφος 3: γαλλ. terrain]

έκτος

έκτος, η, ο [ἕκτος] έ-κτος αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 6ος, ΣΤ' ή στ' ή ς', λατ. VI): που αντιπροσωπεύει τον αριθμό έξι (6) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: γύρος/τόμος. ~η: επέτειος. ~ο: κεφάλαιο. (σε φωτογραφία) ~ από δεξιά. Τον ~ο αιώνα π.Χ. Για ~η συνεχόμενη μέρα/φορά. Δέκατη ~η. Το ~ο έτος της ηλικίας. Βγήκε/τερμάτισε ~.|| (ως ουσ.) Ο αγώνας ήταν ο ~ της χρονιάς. ● επίρρ.: έκτον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην έκτη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: πρώτον, ...· (...)· πέμπτον, ...· ~, ...· έβδομον, ... Βλ. -ον2. ● Ουσ.: έκτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. Ε) ενν. τάξη δημοτικού σχολείου (σύμβ. ΣΤ'). 2. ενν. μέρα του μήνα: την ~η (: 6η) Απριλίου. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού. 4. ΜΟΥΣ. διάστημα έξι φθόγγων., έκτο (το): καθένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ (: 1/6)., έκτος (ο) 1. ενν. όροφος: Μένω στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Ιούνιος: στις 5/6 (: πέντε ~ου). ● ΣΥΜΠΛ.: έκτη αίσθηση βλ. αίσθηση [< αρχ. ἕκτος]

ήπειρος

ήπειρος [ἤπειρος] ή-πει-ρος ουσ. (θηλ.) {ηπείρ-ου | -ων}: ΓΕΩΓΡ. καθεμία από τις μεγάλες εκτάσεις ξηράς στην επιφάνεια της Γης που περιβάλλεται πλήρως ή μερικώς από ωκεανό: οι έξι ~οι: Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Αμερική, Ωκεανία, Ανταρκτική. ● ΣΥΜΠΛ.: η γηραιά ήπειρος (επίσ.): η Ευρώπη., η μαύρη ήπειρος: η Αφρική. [< αρχ. ἤπειρος, αγγλ.-γαλλ. continent]

θερμότητα

θερμότητα θερ-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. μορφή ενέργειας η οποία οφείλεται στην αύξηση της κινητικότητας των σωματιδίων της ύλης και μεταδίδεται από το θερμότερο στο ψυχρότερο σώμα ως αποτέλεσμα της διαφοράς θερμοκρασίας: αισθητή/απορριπτόμενη/ειδική/χρήσιμη ~. ~ αντίδρασης/καύσης/τήξης. Αγωγή/απελευθέρωση/αποβολή/αποθήκευση/απορρόφηση/απώλεια/διάδοση/έκλυση/μείωση/μετάδοση/μεταφορά/μονάδα/παραγωγή/πηγή/ποσό/ροή ~ας. Υλικό ανθεκτικό/ευαίσθητο στη ~ (= θερμο-ανθεκτικό, -ευαίσθητο). Γάντια προστασίας από τη ~. Η λάμπα ακτινοβολεί/εκπέμπει ~. Το αλουμίνιο είναι καλός/το πλαστικό είναι κακός αγωγός της ~ας. 2. ποσότητα θερμικής ενέργειας που περιέχεται σε ένα σώμα, θερμοκρασία: η ~ του κλίματος/του νερού. Η ~ της Γης/του Ήλιου. Πβ. ζέστη. ΑΝΤ. κρύο (1), ψύχος, ψυχρότητα (2) 3. (μτφ.-λόγ.) φιλικότητα, στοργικότητα ή μεγάλος ενθουσιασμός: η ~ των λόγων του/της πίστης/της υποδοχής. Πβ. εγκαρδιότητα, θέρμη. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ψυχρότητα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: γηγενής θερμότητα: ΓΕΩΦ. η θερμική ενέργεια του εσωτερικού της Γης. Πβ. γεωθερμική ενέργεια., λανθάνουσα θερμότητα: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. αυτή που χρειάζεται να απορροφηθεί ή να απελευθερωθεί σε μια διαδικασία μεταβολής της φυσικής κατάστασης ενός σώματος χωρίς αλλαγή της θερμοκρασίας του. Βλ. εξάτμιση, σύντηξη. [< αγγλ. latent heat] , ανάκτηση θερμότητας βλ. ανάκτηση, αντλία θερμότητας βλ. αντλία, εναλλάκτης θερμότητας βλ. εναλλάκτης [< αρχ. θερμότης ‘ζέστη’, μτγν.~ ‘θέρμη, πάθος’]

θηραϊκός

θηραϊκός, ή, ό θη-ρα-ϊ-κός επίθ. (λόγ.): σαντορινιός. ● ΣΥΜΠΛ.: θηραϊκή γη: ΟΡΥΚΤ. ηφαιστειακό πέτρωμα με υψηλή περιεκτικότητα σε πυρίτιο, το οποίο σχηματίζει γόνιμο έδαφος και χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό. Πβ. ποζολάνη. [< γαλλ. terre de Santorin] [< μτγν. θηραϊκός]

-ίατρος

-ίατρος {-ίατρου (συνηθέστ.) -ιάτρου} β' συνθετικό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. γιατρό, η ειδικότητα του οποίου ορίζεται από το α' συνθετικό: αθλητ~/αστ~/νομ~/οδοντ~/οφθαλμ~/παιδ~/σχολ~/φυσ~/ψυχ~. 2. βαθμό στρατιωτικού γιατρού: (με προθήματα:) ανθυπ~/αρχ~/υπ~.

καίω

καίω καί-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {καις, -ει, -με, -τε, -ν(ε) | έκα-ψα, κά-ψω, καί-γεται, κά-ηκε, -εί, (λόγ.) καιόμενος, κα-μένος, καίγοντας} & (λαϊκό) καίγω 1. καταστρέφω με φωτιά: ~ψε το γράμμα/τα ξερά κλαδιά/τα σκουπίδια. Οι φλόγες ~ψαν ... στρέμματα δασικής έκτασης. Τα απόβλητα, όταν ~γονται, εκπέμπουν διοξίνες. Η πόλη λεηλατήθηκε και ~ηκε ολοσχερώς (βλ. πυρπολώ). Ο ναός ~ηκε συθέμελα. ~μένοι: κορμοί. Βλ. καρβουνιάζω, καψαλίζω.|| Εγκλωβίστηκαν στο φλεγόμενο κτίριο και ~ηκαν ζωντανοί. Πβ. απανθρακώνω, αποτεφρώνω.|| (μτφ.) ~γεται η καρδιά μου (= στενοχωριέμαι πολύ, υποφέρω). Βλ. κατα~. 2. προκαλώ αλλοίωση, φθορά σε κάτι, εκθέτοντάς το σε υψηλή θερμοκρασία, ακτινοβολία ή καυστικές χημικές ουσίες: ~ψα το φόρεμα (: με το σίδερο). Το 'καψες το φαγητό! Μου μυρίζει ~μένο!|| (για υπερθέρμανση συσκευών, μηχανών:) ~ηκε η λάμπα/μηχανή (του αυτοκινήτου)/οθόνη (του υπολογιστή). ~μένος: μετασχηματιστής. ~μένη: ασφάλεια.|| (λόγω πολύ χαμηλής θερμοκρασίας:) Ο παγετός/η παγωνιά/το χιόνι ~ψε τα δέντρα. 3. (μτφ.) βλάπτω, ζημιώνω: Αλήθειες που ~νε! Το σκάνδαλο θα ~ψει πολλούς. Μ' ~ψες (= εξέθεσες) μ' αυτά που είπες! Αν μαθευτεί, ~ηκα (= πάω χαμένος, την έβαψα, την έχω άσχημα)! Απ' αυτή την ιστορία βγήκα ~μένος! Βλ. χαροκαμένος.|| (απειλητ.) ~ηκες αν σε πιάσω, κακομοίρη μου! 4. θερμαίνω κάτι, ώστε να λιώσει· ζεματώ: ~ βούτυρο στο τηγάνι. Πβ. ζεσταίνω.|| (προφ.-εμφατ.) Καλέ, εσύ καις ολόκληρος (= έχεις πυρετό)! 5. προκαλώ έγκαυμα: ~ψα το χέρι μου στο μάτι της κουζίνας. Μ' ~ψε με το τσιγάρο. Ο ασβέστης/η χλωρίνη του ~ψε τα μάτια. ~ηκε η γλώσσα μου (: από καυτό ρόφημα). Πρόσεξε μην ~είς! Μην πατάς ξυπόλυτος στην άμμο και ~ούν τα πόδια σου! ~ηκε η πλάτη μου (: από τον ήλιο)! Βλ. καυτηριάζω, συγκαίομαι. 6. (προφ.) καταναλώνω καύσιμο ή ενέργεια: (για αυτοκίνητο:) ~ει πολλή βενζίνη. Συσκευές που ~νε πολύ ρεύμα.|| (για νοικοκυριά:) ~με φυσικό αέριο. Πόσο πετρέλαιο ~τε κάθε χρόνο;|| Ο οργανισμός ~ει θερμίδες/λίπος (βλ. καύσεις). 7. ΠΛΗΡΟΦ. (προφ.) εγγράφω δεδομένα σε ψηφιακό δίσκο: ~ σιντί.καίει 1. είναι αναμμένο(ς): ~ το καντήλι/το κερί/η φωτιά.|| (προφ.) Τα καλοριφέρ ~νε στο φουλ! Μην αφήσεις την τηλεόραση να ~/τα φώτα να ~νε όλη μέρα! Βλ. σιγο~. 2. έχει, εκπέμπει υψηλή θερμοκρασία· είναι καυτό(ς): Δεν έχει ~ψει ακόμη το σίδερο/ο φούρνος. Μόλις ~ψει το λάδι (: στο τηγάνι), ρίχνεις τις πατάτες!|| Η άσφαλτος/ο ήλιος/το νερό ~ (= ζεματά)! ~ ο τόπος (= βράζει, έχει καύσωνα)! Η σούπα ~, άσ' τη να κρυώσει!|| ~ το μέτωπό του (: έχει πολύ πυρετό)!|| Ένιωθα τα μάγουλά μου να ~νε (: από ντροπή). 3. προκαλεί αίσθημα καψίματος: Με ~ ο λαιμός (πβ. τσούζει)/το στομάχι (βλ. καύσος) μου. ~νε τα μάτια μου (: από τον καπνό).|| (για καυτερό φαγητό:) Πρόσεχε, οι πιπεριές ~νε. 4. (μτφ.) απασχολεί έντονα τη σκέψη κάποιου· βασανίζει, ταλανίζει: Είναι ένα ερώτημα/θέμα που με ~. ● Παθ.: καίγομαι (μτφ.-προφ.) 1. βιάζομαι, επείγομαι· με ενδιαφέρει πολύ: Μπορεί να γίνει κι αργότερα, δεν ~!|| ~ (= φλέγομαι) να μάθω τις εξελίξεις! 2. (εμφατ.) διακατέχομαι: ~ από περιέργεια! Η καρδιά της ~εται από αγάπη/πόθο. ΣΥΝ. φλέγομαι (1) 3. (σε παιχνίδια) αποκλείομαι, χάνω: Μετά την τρίτη αποτυχημένη προσπάθεια, ~γεστε! Μην τραβήξεις άλλο χαρτί, μπορεί να καείς. ● ΣΥΜΠΛ.: καμένη γη 1. (μτφ.) για κατάσταση πλήρους αποδιάρθρωσης που έχουν αφήσει προκάτοχοι στους διαδόχους τους: Παρέλαβαν ~ ~ στην εταιρεία. 2. ΣΤΡΑΤ. συστηματική καταστροφή όλων των δυνατών μέσων συντήρησης και επιβίωσης (π.χ. των καλλιεργειών) από στρατό που υποχωρεί, ώστε ο αντίπαλος να μην μπορεί να βρει τα απαραίτητα για τον ανεφοδιασμό του: η τακτική της ~ης γης., φλεγόμενη/καιόμενη βάτος βλ. βάτος ● ΦΡ.: (ένα) και να καίει! (προφ.): για κάτι μικρό σε αριθμό, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό (ή οδυνηρό): Μακάρι να έβαζαν ένα γκολ! ~ ~!, θα το κάψουμε/το κάψαμε (προφ.): για ξέφρενο γλέντι: Απόψε θα ~ ~! Το κάψαμε στον γάμο του! ΣΥΝ. θα/να καεί το πελεκούδι, καίει καρδιές (μτφ.-προφ.): έχει πολλές ερωτικές επιτυχίες: Έκαψε πολλές καρδιές στα νιάτα της. Βλ. καρδιοκατακτητής., καμένο χαρτί: για κάποιον ή κάτι αποτυχημένο, άχρηστο: Άστον αυτόν· είναι πλέον ~ ~. Το ζήτημα θεωρείται ~ ~. Πβ. χαμένος/καμένος από χέρι. ΣΥΝ. χαμένη υπόθεση., να/θα καείς στην κόλαση!: ως κατάρα ή απειλή., φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει: ως όρκος: Αν τυχόν λέω ψέματα, ~ ~! , φωτιά να σε κάψει! & ο Θεός να σε κάψει!: ως κατάρα, απειλή ή προειδοποίηση για επερχόμενη συμφορά, τιμωρία: ~ ~ γι' αυτό που έκανες!, από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί βλ. πίτα, δεν μου καίγεται καρφί βλ. καρφί, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, ζήτω που καήκαμε! βλ. ζήτω, θα/να καεί το πελεκούδι βλ. πελεκούδι, κάηκε στο ζέσταμα βλ. ζέσταμα, καίγεται ο κώλος του βλ. κώλος, καίει κάρβουνο/μαζούτ βλ. κάρβουνο, καίω τη γούνα (κάποιου) βλ. γούνα, καίω φλάντζα βλ. φλάντζα, καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου βλ. καρδιά, καίω/σκίζω το πτυχίο/τα πτυχία μου βλ. πτυχίο, μαζί με τα/κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά βλ. ξερός, μάρκα μ' έκαψες βλ. μάρκα, μου καίει/τρώει τα σωθικά βλ. σωθικά, να καούν τα κάρβουνα! βλ. κάρβουνο, όποιος καεί/κάηκε στον/με τον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι βλ. χυλός, πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε/πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε βλ. πέρυσι, χαμένος/καμένος από χέρι βλ. χέρι [< αρχ. καίω, μεσν. καίγω, γαλλ. brûler 7: αγγλ. burn, 1976]

καταπίνω

καταπίνω κα-τα-πί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κατάπια, καταπιώ, καταπίν-οντας} 1. κάνω να κατέβει συνήθ. στερεή ή υγρή τροφή από τη στοματική κοιλότητα στο στομάχι μέσω του οισοφάγου: ~ τις μπουκιές (= τρώω)/μια γουλιά κρασί (= πίνω). ~ει τα πάντα (= καταβροχθίζει). ~ το σάλιο μου (πβ. ξερο~). Κατάπια ένα κουκούτσι! Κατάπιε νερό κολυμπώντας. Δισκία/χάπια που ~ονται αμάσητα/ολόκληρα.|| ~ με βουλιμία/με δυσκολία/με μια χαψιά. Με πονάει ο λαιμός μου και δεν μπορώ να καταπιώ.|| (μτφ.) Κατάπια όλη τη σκόνη (πβ. εισπνέω). Το χώμα κατάπιε (= απορρόφησε) το νερό της βροχής. Το πλοίο το κατάπιε η θάλασσα (= βυθίστηκε). Τους κατάπιαν τα κύματα (= πνίγηκαν). Βλ. κατεβάζω, ρουφώ, στραβο~. 2. (μτφ.) πιστεύω ή δέχομαι κάτι, συνήθ. αρνητικό, εύκολα, αναντίρρητα, αδιαμαρτύρητα: Μην ~εις τα παραμύθια/ψέματα που σου λέει (πβ. μασώ, χάφτω).|| ~ει ένα-ένα τα φαρμάκια/τον εξευτελισμό/τις πίκρες/τις προσβολές (= υπομένει). Το κατάπια (= ανέχτηκα) κι αυτό! Πβ. το κάνω γαργάρα. 3. (μτφ.) δεν αφήνω να εκδηλωθεί, συγκρατώ: Κατάπιε τα δάκρυά/τον θυμό/τα λόγια του. Πβ. καταπνίγω, χαλιναγωγώ. ● ΦΡ.: άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη (προφ.): για κάποιον ή κάτι που χάθηκε ξαφνικά, απροσδόκητα: Μα πού εξαφανίστηκε; ~ ~! Δεν το βρίσκω πουθενά! ~ ~! Βλ. άφαντος., κατάπιε τη γλώσσα του (μτφ.): σε περιπτώσεις που παραμένει κάποιος σιωπηλός: Γιατί δε μιλάς; Κατάπιες ~ σου; Πβ. μένω άναυδος., διυλίζει τον κώνωπα (και καταπίνει την κάμηλον) βλ. διυλίζω, ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί βλ. ανοίγω, σαν να έχει καταπιεί μπαστούνι βλ. μπαστούνι, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα [< αρχ. καταπίνω]

κινώ

κινώ [κινῶ] κι-νώ ρ. (μτβ.) {κιν-είς ..., -ώντας, (λόγ. μτχ. ενεστ. -ών, -ούσα, -ούν) | κίν-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε (λόγ. εκιν-ήθη, -ήθησαν, μτχ. κιν-ηθείς, -ηθείσα), -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} 1. θέτω κάτι (που αδρανεί ή είναι στάσιμο) σε κίνηση ή λειτουργία· (μεσοπαθ., για άψυχα) βρίσκομαι ή τίθεμαι σε κίνηση, λειτουργώ: Ισχύς που ~εί την αντλία/το αυτοκίνητο/το μηχάνημα. Ο άνεμος ~ούσε τις γεννήτριες. Δυσκολευόταν να ~ήσει (= κουνήσει) τα άκρα του.|| (μτφ.) Η καινοτομία/το χρήμα ~εί την αγορά/επιχειρηματικότητα. ~ούν (= καθορίζουν) τις εξελίξεις. ~ούσα: αρχή/δύναμη (του Σύμπαντος).|| Η Γη ~είται (= περιστρέφεται). Το αίμα ~είται μέσα στις φλέβες. Οχήματα που ~ούνται με ηλεκτρική ενέργεια/πετρέλαιο (= ηλεκτρο-/πετρελαιο-κίνητα). Οι συρμοί του προαστιακού θα ~ηθούν (= εκτελέσουν τα δρομολόγια) κανονικά.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~είται ο λογαριασμός (: γίνονται αναλήψεις και καταθέσεις).|| (μτφ.) Δεν ~είται τίποτα (: για απόλυτη ησυχία ή αδράνεια). Βλ. ανα~, δια~, εκ~, ξανα~, συγ~, κινούμενος. 2. μετατοπίζω κάτι· (μεσοπαθ.) αλλάζω θέση, μετακινούμαι, κατευθύνομαι, πηγαίνω κάπου: ~ το πιόνι/ποντίκι (του υπολογιστή).|| ~είται από τα δυτικά προς τα ανατολικά/αργά προς τα πίσω/δεξιά/εναντίον του εχθρού. Μην ~είσαι!|| (ΦΥΣ.) Σωματίδιο που ~είται (: τρέχει) με την ταχύτητα του φωτός.|| (μτφ.) Οι έρευνες ~ούνται (= στρέφονται) προς κάθε κατεύθυνση/στο σκοτάδι. ~είται ανάμεσα σε διαφορετικά στιλ γραφής.|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ησε για ... (= αναχώρησε, ξεκίνησε). 3. (μτφ.) προκαλώ, προξενώ, διεγείρω: ~ το ενδιαφέρον/τον θαυμασμό/τον οίκτο/την προσοχή/τις υποψίες κάποιου. ~ησε τον φθόνο των αντιπάλων του. Μου έχει ~ήσει την περιέργεια. Πβ. εξάπτω. 4. (μτφ.) ωθώ, παροτρύνω κάποιον: Τον ~εί η δύναμη της ψυχής του/ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Τι τον ~ησε να πει τέτοιο ψέμα; Πβ. παρα~, προτρέπω.|| ~είται από ζήλια/ιδιοτέλεια/συμφέρον. ~ούνται από αγάπη/ένστικτο. Πβ. ορμώμαι. Βλ. παρασύρω, υπο~. 5. (επίσ.) ξεκινώ, προωθώ κάτι, προβαίνοντας στις απαιτούμενες ενέργειες: ~ αγωγή/δίκη/πόλεμο εναντίον κάποιου. (ΝΟΜ.) ~θείσα διαδικασία (π.χ. επιδίκασης διατροφής). Βλ. παγώνω. ● Παθ.: κινούμαι 1. ενεργώ, δρω για την επίτευξη στόχου· ειδικότ. αναπτύσσω δράση σε συγκεκριμένο τομέα, χώρο: ~είται γρήγορα και αποτελεσματικά/εκτός των ορίων της νομιμότητας/εκ του ασφαλούς/έξυπνα/μεθοδικά/με άκρα μυστικότητα/νομικά/παρασκηνιακά/υπογείως/ύπουλα. ~ήθηκαν υπέρ της ειρήνης. Δεν ξέρει πώς να ~ηθεί (= φερθεί). Αν δεν ~ηθούμε αμέσως, ...|| ~είται με άνεση στην υψηλή κοινωνία/μεταξύ αριστεράς και κέντρου. Εταιρεία που ~είται στον χώρο της πληροφορικής. Ζουν και ~ούνται στην περιφέρεια. Πβ. δραστηριοποιούμαι. 2. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) (για μέγεθος) κυμαίνεται· (για δραστηριότητα, κατάσταση) αφορά: Ο γενικός δείκτης τιμών ~είται ανοδικά/πτωτικά. Η συμμετοχή του κόσμου ~ήθηκε σε υψηλά επίπεδα. Σε υψηλούς τόνους ~ήθηκε η ομιλία του.|| Η εκδήλωση/συζήτηση θα ~ηθεί γύρω από τρεις βασικούς άξονες. ● ΣΥΜΠΛ.: κινούν αίτιο(ν) βλ. αίτιο ● ΦΡ.: κινώ γη και ουρανό & (σπάν.) θεούς και δαίμονες {συνηθέστ. σε αόρ. και μέλλ.} (μτφ.): μεταχειρίζομαι κάθε μέσο: ~ησε ~, για να δικαιωθεί/τη βρει. Πβ. βάζω λυτούς και δεμένους, κάνω τα αδύνατα δυνατά., κινώ ένα θέμα/ζήτημα: το φέρνω στο προσκήνιο: ~ησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ..., κινεί τα νήματα/τα γρανάζια βλ. νήμα, κίνησε ο Εβραίος για το παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο βλ. Σάββατο, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά βλ. βουνό, συν Αθηνά και χείρα κίνει βλ. χειρ [< αρχ. κινῶ]

-κομείο

-κομείο επίθημα ουδετέρων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κέντρο ειδικής φροντίδας: βρεφο~/γηρο~/νοσο~/πτωχο~. 2. μονάδα παραγωγής ή εκτροφής: γαλακτο~/τυρο~.|| Κυνο~/μελισσο~ (πβ. -τροφείο).

κόσμος

κόσμος κό-σμος ουσ. (αρσ.) 1. το Σύμπαν και γενικότ. κάθε πλανητικό σύστημα: η γέννηση/η γνώση/η δημιουργία/η καταστροφή/τα μυστήρια/η σύλληψη (= κοσμοθεωρία) του ~ου. Βασικές αρχές που διέπουν τον ~ο. Ο άνθρωπος/εμείς κι ο ~ (πβ. φύση). Φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο ~. Πβ. πλάση.|| Συμπαντικοί ~οι. ~οι και γαλαξίες. Αναζήτηση εξωγήινων ~ων. 2. (ειδικότ.) η Γη με τους κατοίκους της και καθετί πάνω σε αυτή, η υφήλιος: ο γύρος/τα διάφορα μέρη/η ιστορία/η πορεία/οι φυλές του ~ου. Ανακάλυψη/εξερεύνηση/κατάκτηση/χάρτης του ~ου. Ο ~ μέσα από τα μάτια των παιδιών. Του ~ου τα παράξενα/περίεργα! Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του ~ου. Νέα από την Ελλάδα και όλο τον ~ο. Εκατομμύρια άνθρωποι στον ~ο ... Ταξίδια ανά τον ~ο. Γνωστός/μοναδικός σε όλο τον ~ο. Ο ~ του αύριο. Αγώνας/ελπίδες/όνειρα για έναν καλύτερο ~ο. Άλλαξε τη ροή του ~ου. Σε έναν ~ο που συνεχώς αλλάζει/προοδεύει. Ζήτημα που αφορά όλο τον ~ο (= παγκόσμιο). Σε τι ~ο ζούμε; Πού πάει ο ~ (: τι εξέλιξη θα έχει); Πβ. ανθρωπότητα, οικουμένη, υδρόγειος. 3. τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: Ο ~ λέει/νομίζει ότι ... Όλος ο ~ ξεσηκώθηκε/σας είδε/το ξέρει. Έχει βουίξει ο ~ (= ο τόπος). Πάει, τρελάθηκε ο ~! Αναστάτωσε/σήκωσε στο πόδι όλον τον ~ο. Η γνώμη του ~ου (πβ. κοινή γνώμη). Η νοοτροπία του ~ου. (ειρων.) Προβλήματα που έχει ο ~! Ο ~ του σχολείου. Πβ. γειτονιά, κοινωνία, περιβάλλον, περίγυρος.|| (πλήθος ατόμων:) Έχει έρθει/μαζευτεί/συγκεντρωθεί πολύς ~ έξω από ... (πβ. πολυκοσμία). Καλωσόρισε/χαιρέτησε τον ~ο (= τους παρευρισκόμενους). Βγήκε ο ~ στους δρόμους. Κοροϊδεύει τον ~ο. Ευχαρίστησε τον ~ο που ... Κανείς στον ~ο δεν θα με εμποδίσει. Δεν είχαν ~ο τα καταστήματα (: πολλούς πελάτες, μεγάλη κίνηση). Έχω ~ο στο σπίτι (= επισκέπτες/καλεσμένους). Διαλέγει τον ~ο (= τις παρέες) που συναναστρέφεται. Απηύθυνε πρόσκληση στον ~ο (= στους πολίτες) να ... 4. (αφηρ.) κοινωνική ζωή, οργάνωση: Δεν έχει βγει στον ~ο (: είναι άβγαλτος). Δεν έχει πείρα του ~ου. Ζει έξω/μακριά από τον ~ο (= αποκομμένος, απομονωμένος). Είναι μόνος του στον ~ο (: δεν έχει οικογένεια). Σ' έναν ζοφερό ~ο. Γκρεμίστηκε ο ~ της (: αναστατώθηκε η ζωή της). Άφησε τον ~ο (= τα επίγεια, τα εγκόσμια) και πήγε να μονάσει. Βλ. καθημερινότητα. 5. σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, ως προς την ιστορική περίοδο που έζησαν, τη γεωγραφική περιοχή, το θρήσκευμα, την ιδεολογία, την επαγγελματική ιδιότητα, τα ενδιαφέροντα: ο αρχαίος (ελληνικός)/βυζαντινός/μεσαιωνικός/νεότερος/σύγχρονος ~. Η ακμή και παρακμή του ρωμαϊκού ~ου. Βλ. εποχή.|| Ο ~ της Ανατολής/Δύσης.|| Ο μουσουλμανικός/χριστιανικός ~ (= οι μουσουλμάνοι/χριστιανοί).|| Ο καπιταλιστικός/κομμουνιστικός/σοσιαλιστικός ~.|| Ο αγροτικός/εμπορικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός/πολιτικός/φίλαθλος ~. Ο ~ του αθλητισμού/των γραμμάτων και των τεχνών/της επιστήμης/του θεάματος/της μόδας/της μουσικής/της οικονομίας/της πολιτικής. Οι αγώνες/διεκδικήσεις του εργατικού ~ου. 6. σύνολο οργανωμένων στοιχείων, εννοιών, οντοτήτων: ορατός/πραγματικός ~. Ο φυσικός ~ (πβ. φυσικό περιβάλλον). Ο θαυμαστός ~ του βυθού/της θάλασσας (= υδάτινος, υποβρύχιος). Μικροσκοπικός ~ (πβ. μικρόκοσμος· βλ. μακρόκοσμος). Βλ. βιόκοσμος.|| Αόρατος/μαγικός/σκοτεινός ~. Ο ~ των ιδεών/των ονείρων/του παραμυθιού/των πνευμάτων/του υπερφυσικού (πβ. σφαίρα). Ο πνευματικός/συναισθηματικός/ψυχικός ~ του εφήβου/παιδιού. Βιβλία που ανοίγουν παράθυρα/πύλες στον ~ο της γνώσης. Διακριτοί/δυνητικοί/εξωτικοί/μυθικοί/παράλληλοι/πιθανοί/φανταστικοί ~οι. Ένας άλλος/καινούργιος ~ αποκαλύφθηκε/ξεδιπλώθηκε/ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους. Γεφύρωση δύο διαφορετικών ~ων. Ταξίδια σε άγνωστους ~ους. Πλάθω νέους ~ους με τον νου/τη φαντασία.|| Ο εικονικός/τρισδιάστατος/ψηφιακός ~. Ο ~ του διαδικτύου/των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Βλ. κυβερνο~. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος του κόσμου: που είναι πολύ κοινωνικός και έχει πείρα της ζωής. Πβ. κοσμικός, περπατημένος., εσωτερικός κόσμος: το σύνολο των πνευματικών και ηθικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου: μοναδικός/πλούσιος/φτωχός ~ ~. Ο ~ ~ του παιδιού/του συγγραφέα. Το διάβασμα/οι τέχνες καλλιεργούν τον ~ό ~ο., ο καλός κόσμος: τα υψηλά κοινωνικά στρώματα· η καλή κοινωνία: Οι κυρίες του ~ού ~ου. Κατάφερε να μπει στα σαλόνια του ~ού ~ου. Πβ. αριστοκρατία.|| (ειρων.) Μαζεύτηκε όλος ~ ~! Πβ. η σάρα και η μάρα., Παλαιός Κόσμος: η Ασία, η Αφρική και κυρ. η Ευρώπη., αναπτυσσόμενες χώρες βλ. αναπτύσσω, Νέος Κόσμος βλ. νέος, ο μάταιος κόσμος βλ. μάταιος, πολίτης του κόσμου βλ. πολίτης, Τέταρτος Κόσμος βλ. τέταρτος, Τρίτος Κόσμος βλ. τρίτος, ψυχή του κόσμου βλ. ψυχή ● ΦΡ.: δεν ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο/δεν είναι του κόσμου τούτου/είναι από άλλο κόσμο: για κάποιον που είναι ξεχωριστός, μοναδικός ή για κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις τρέχουσες αντιλήψεις., είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του & στον κόσμο του/στην κοσμάρα του (ειρων.): για πρόσωπο που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας: Εγώ του μιλάω, κι αυτός στον κόσμο του! Πβ. τον χαβά του., έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! (προφ.): ως έκφραση συγκατάβασης, αποδοχής μιας δυσάρεστης συνήθ. κατάστασης: Τι να κάνουμε; ~ ~! Σήμερα σου μιλούν, αύριο δεν θέλουν να σε ξέρουν! ~ ~! Πβ. αυτά έχει/έχουν..., και τι στον κόσμο! (προφ.): για να δηλωθεί επιθυμία να συμβεί κάτι που θεωρείται αδύνατο, απίθανο: Αυτό να δω ~ ~!, κατά κόσμον: προς δήλωση του βαφτιστικού ονόματος και του επιθέτου, συνήθ. ιερέα ή μοναχού: (όταν προηγείται το ιερατικό όνομα:) Αρχιμανδρίτης/ιερομόναχος/μητροπολίτης/πατριάρχης ..., ~ ~ ...|| (κατ' επέκτ., όταν προηγείται το ψευδώνυμο:) Οδυσσέας Ελύτης, ~ ~ Οδυσσέας Αλεπουδέλης.|| (χιουμορ.) Μπίλι ή ~ ~ Βασίλης., κόσμε!: ως κλητική προσφώνηση: Εμπρός/ξύπνα ~! Α, ρε, ~ άκαρδε/ψεύτη! Βοήθεια, ~ (/χριστιανοί)!|| (από μικροπωλητή) Πάρε/περάστε/τρέξε, ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Πέρασε, ~ να δεις τα χαΐρια τους! Τρέμε, ~! Έρχεται ο ..., κόσμος και ντουνιάς (προφ.-εμφατ.): πολύς και κάθε λογής κόσμος: ~ ~ περνάει από εκεί. Ήρθε/μαζεύτηκε ~ ~ Πβ. κόσμος και κοσμάκης., με/για τίποτα στον κόσμο: (με άρνηση-εμφατ.) σε καμία περίπτωση, για κανένα λόγο: Δεν φεύγω/δεν το χάνω ~ ~! ~ ~ μη σταματήσεις/μην τα παρατήσεις! ΣΥΝ. για όλο το χρυσάφι του κόσμου, επ' ουδενί (λόγω), με κανέναν τρόπο, με τίποτα (1), μπροστά σε/στον κόσμο: για πράξεις που γίνονται παρουσία και άλλων ατόμων, δημοσίως: Μη μαλώνετε ~ ~! Δεν αισθάνομαι άνετα, όταν βρίσκομαι/τραγουδάω ~ ~. Πβ. σε κοινή/σε δημόσια θέα., ο έξω κόσμος: το εξωτερικό περιβάλλον: Δεν έχει καμία επαφή με τον ~ ~ο (: ζει απομονωμένος). Είχα ξεχάσει πώς είναι ~ ~ (: είχα καιρό να βγω έξω)., ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω & (σπάν.) αναποδογύρισε ο κόσμος: προκλήθηκαν συνταρακτικές αλλαγές, έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι (παροιμ.): για κάτι που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αποκρύπτουν, ενώ στην ουσία το γνωρίζουν όλοι., ο πολύς (ο) κόσμος: οι περισσότεροι άνθρωποι: ~ ~ νομίζει/πιστεύει ότι ... Βιβλίο άγνωστο στον ~ύ ~ο. Στη συνείδηση του ~ύ ~ου ... Τον περισσότερο ~ο δεν τον απασχολούν τέτοια θέματα. Πβ. ευρύ κοινό, μάζα, όχλος. ΣΥΝ. πολλοί (1), όμορφος κόσμος (ηθικός), αγγελικά πλασμένος (συνήθ. ειρων.): για να δηλωθεί ότι μία άσχημη κατάσταση παρουσιάζεται ως ωραία., στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης (μτφ.): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Έφτασε ~ ~., στον άλλο κόσμο: στον κάτω κόσμο· γενικότ. για αναφορά στη μεταθανάτια ζωή: Πήγε ~ ~ (= πέθανε). Τον έστειλε ~ ~ (= τον σκότωσε)., τι σου είναι ο κόσμος!: προς δήλωση αποδοκιμασίας, δυσαρέσκειας ή έκπληξης, θαυμασμού. Βλ. τι σου είναι ο άνθρωπος!, το κέντρο του κόσμου: το επίκεντρο: Πόλη που έγινε ~ ~. Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). Πβ. ο ομφαλός της Γης., του κόσμου (εμφατ.) 1. για μεγάλη ποσότητα: Ξόδεψε ~ ~ τα λεφτά! Μας είπε ~ ~ τις αηδίες/τα ψέματα! Έχει ~ ~ τα καλά και παραπονιέται κι από πάνω. 2. της καλής κοινωνίας: Κυρία ~ ~ με εκλεπτυσμένους τρόπους., (τι) μικρός που είναι ο κόσμος/πόσο μικρός είναι ο κόσμος! βλ. μικρός, απαρνούμαι τα εγκόσμια/τον κόσμο βλ. εγκόσμιος, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, έφαγα τον κόσμο βλ. τρώω, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, κάνω το(ν) γύρο του κόσμου βλ. γύρος, κόσμος και κοσμάκης βλ. κοσμάκης, ο κάτω κόσμος βλ. κάτω, ο κόσμος να χαλάσει βλ. χαλώ, ο κόσμος της νύχτας βλ. νύχτα, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, συντέλεια του κόσμου βλ. συντέλεια, τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα, τα ύστερα του κόσμου βλ. ύστερος, τρελαίνει κόσμο βλ. τρελαίνω, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω, χαλάει κόσμο βλ. χαλώ, χαλάει ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλάει τον κόσμο βλ. χαλώ, χάλασε ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλασμός Κυρίου/κόσμου βλ. χαλασμός [< 1,2,3,4: αρχ., μτγν. κόσμος, αγγλ.-γαλλ. cosmos 5,6: γαλλ. monde]

Μαδιάμ

Μαδιάμ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: μόνο στη ● ΦΡ.: γης Μαδιάμ (ΠΔ): (προφ.) για μεγάλες καταστροφές: ~ ~ έγινε το γήπεδο μετά από συμπλοκές οπαδών. Ομάδες κουκουλοφόρων έκαναν ~ ~ την περιοχή. Πβ. άνω-κάτω, τα κάνω λίμπα/γυαλιά καρφιά. [< μτγν. Μαδιάμ]

μαύρος

μαύρος, η, ο [μαῦρος] μαύ-ρος επίθ. 1. που έχει το χρώμα με την ελάχιστη φωτεινότητα ή τη μέγιστη σκοτεινότητα, η επιφάνεια του οποίου απορροφά, αλλά δεν αντανακλά καμία ορατή ακτινοβολία: ~ος: πίνακας (= μαυροπίνακας). ~η: απόχρωση/κουκκίδα/σημαία. ~ο: άλογο/βελούδο/κοράκι/στιλό/φόντο/φόρεμα. ~ο δερμάτινο/πέτσινο μπουφάν. ~ες: γόβες. ~α: εσώρουχα. Βάζω ~ο μολύβι στα μάτια. Μελάνι ~ου χρώματος.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) ~α γράμματα σε λευκό φόντο. Εκτύπωση με (έντονα) ~α (= μπολντ) στοιχεία. Βλ. ημίμαυρος.|| (εμφατ.) ~, κατάμαυρος. ~ σαν κάρβουνο/πίσσα (πβ. κατράμι). Πβ. ασπρό-, ολό-μαυρος. ΑΝΤ. άσπρος (1), λευκός (1) 2. που έχει πολύ σκούρο χρώμα, σχεδόν μαύρο: ~ος: ουρανός (πβ. συννεφιασμένος). ~η: πεύκη. ~α: γυαλιά.|| ~ος: καφές (: χωρίς γάλα). ~η: ζάχαρη (βλ. άσπρη)/μπίρα (βλ. ξανθιά)/σοκολάτα (ή υγείας)/σταφίδα (βλ. ξανθή). ~ο: κρασί (: σκούρο κόκκινο, βλ. μαυροδάφνη)/πιπέρι/ρύζι (βλ. λευκό)/ψωμί (πβ. ολικής αλέσεως). ~ες: ελιές (βλ. πράσινες). ~α: σταφύλια (βλ. λευκά).|| ~α: δόντια/μαλλιά/στίγματα (πβ. μελανά). ~οι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Έγινε ~ από τον ήλιο (πβ. μαυρίζω). Το μάτι του είναι ~ο από τη(ν) μπουνιά που έφαγε.|| Μες στη ~η νύχτα (: χωρίς φεγγάρι ή αστέρια, πολύ σκοτεινή).|| ~α: νύχια/χέρια (: βρόμικα, λερωμένα. ΑΝΤ. καθαρά). Έγινα ~ από τον καπνό.|| (για πρόσ.) ~η: φυλή (: με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, νέγρικη. Βλ. κίτρινη, λευκή). 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για να δηλωθεί κάτι αρνητικό, δυσάρεστο, θλιβερό: ~ος: μήνας. ~η: ζωή (πβ. άθλιος, βασανισμένος, δυστυχισμένος). ~ες: ειδήσεις/σκέψεις (πβ. απαισιόδοξος). ~α: μηνύματα. ~η ψυχή (: κακιά, μοχθηρή). ~ο (= δυσοίωνο) το μέλλον της οικονομίας. ~α σύννεφα στον τουρισμό. ~ες γιορτές/~ο Σαββατοκύριακο θα περάσουμε! Είναι σε ~α χάλια/έχει τα ~α του τα χάλια (: σε πολύ άσχημη κατάσταση)!|| (συνδεδεμένος με καταστροφικό, τραγικό γεγονός) ~ος: Σεπτέμβρης. ~η: επέτειος/μέρα (πβ. αποφράδα)/σελίδα της ιστορίας.|| (εμφατ.) ~η: απελπισία/πείνα/φτώχεια. Η ~η (= πικρή) αλήθεια είναι ότι ...|| ~η: μαγεία. 4. (προφ.) που δεν δηλώνεται στην εφορία και αποφέρει παράνομα κέρδη: ~η: οικονομία. Πβ. λαθραίος. ● Ουσ.: μαύρα (τα) 1. μαύρα ρούχα, συχνά ως ένδειξη πένθους: ντύνομαι στα/φοράω ~. Έβγαλε τα ~ (: σταμάτησε να πενθεί). Βλ. λευκά. 2. τα μαύρα πιόνια στο σκάκι: Παίζουν τα ~. Βλ. λευκά., μαύρο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: Προτιμώ το μοβ από το ~.|| Το ~ σου πάει πολύ! ΑΝΤ. άσπρο (1) 2. (& σπάν. μαύρη ψήφος) (αργκό) αρνητική ψήφος· γενικότ. καταψήφιση, αποδοκιμασία ενός προσώπου ή μιας κατάστασης: Οι ψηφοφόροι θα ρίξουν ~ στο κόμμα. Θα φάει ~ δαγκωτό στις εκλογές. ΣΥΝ. φούμο (2) 3. & μαύρη (η): (αργκό) χασίς. Πβ. φούντα, χόρτο. ● Υποκ.: μαυρούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρη (αγορά) 1. παράνομη αγοραπωλησία σε δύσκολες κυρ. περιόδους (όπως πολεμικές) όπου υπάρχει έλλειψη εμπορευμάτων, κυρ. τροφίμων, τα οποία πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. 2. παράνομη αγοραπωλησία προϊόντων που δεν είναι νόμιμα, δεν βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο ή πωλούνται σε χαμηλότερη από την κανονική τιμή, συνήθ. επειδή είναι κλεμμένα. [< αγγλ. black market, 1931, γαλλ. marché noir, 1945] , μαύρη γη (μτφ.) 1. καμένη έκταση. 2. (λογοτ., συχνά σε δημοτικά τραγούδια) ο Άδης., μαύρη ζώνη: ΑΘΛ. που αποκτούν οι αθλούμενοι στις πολεμικές τέχνες και προσδιορίζει το ανώτερο επίπεδο τεχνικής και εμπειρίας τους στο άθλημα. Βλ. λευκή ζώνη., μαύρη μουσική: ΜΟΥΣ. το σύνολο των μουσικών ειδών αφροαμερικανικής προέλευσης. Βλ. αρ εν μπι, μπλουζ, ραπ, σόουλ, τζαζ, χιπ χοπ., μαύρο μυθιστόρημα ΛΟΓΟΤ. 1. αυτό που συνδυάζει συνήθ. την αστυνομική πλοκή με την αρνητική, σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας. Βλ. φιλμ νουάρ. 2. το γοτθικό, με βασικά χαρακτηριστικά τα υπερφυσικά και τρομακτικά στοιχεία. [< γαλλ. roman noir] , αρνητική/μαύρη διαφήμιση βλ. διαφήμιση, άσπρο-μαύρο & μαύρο-άσπρο βλ. άσπρος, η μαύρη ήπειρος βλ. ήπειρος, μαύρα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, μαύρα ταμεία βλ. ταμείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, μαύρες συσκευές βλ. συσκευή, Μαύρη Βίβλος βλ. βίβλος, μαύρη εργασία βλ. εργασία, μαύρη κωμωδία βλ. κωμωδία, μαύρη λίστα βλ. λίστα, μαύρη προπαγάνδα βλ. προπαγάνδα, μαύρη τρύπα βλ. τρύπα, μαύρη χήρα βλ. χήρα, μαύρο θέατρο βλ. θέατρο, μαύρο κουτί βλ. κουτί, μαύρο πρόβατο βλ. πρόβατο, μαύρο τσάι βλ. τσάι, μαύρο/μπλακ χιούμορ βλ. χιούμορ, μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα, μαύρος θάνατος βλ. θάνατος, μαύρος καβαλάρης βλ. καβαλάρης, μαύρος νάνος βλ. νάνος, μαύρος πάγος βλ. πάγος, μαύρος χρυσός βλ. χρυσός ● ΦΡ.: μαύρος και άραχνος (μτφ.-εμφατ.): για καθετί δύσκολο, δυσάρεστο, δυσοίωνο: Τα βλέπει/τα βρήκε/είναι όλα ~α και ~α., τα βάφω μαύρα (μτφ.-προφ.): στενοχωριέμαι υπερβολικά, απογοητεύομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό, απελπίζομαι: Τα έβαψε ~ μετά τον χωρισμό.|| (ειρων.) Σιγά μην τα βάψω ~ που δεν ήρθε! ΣΥΝ. είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά, με παίρνει από κάτω/αποκάτω, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια βλ. αλήθεια, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά βλ. πανί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) βλ. Μάης, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα βλ. μαυρίλα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, μαύρη η ώρα βλ. ώρα, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα βλ. χρώμα, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα βλ. βλέπω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< μτγν. μαῦρος, γαλλ. noir, αγγλ. black]

μήκος

μήκος [μῆκος] μή-κος ουσ. (ουδ.) {μήκ-ους | -η} 1. το φυσικό μέγεθος που σχετίζεται με τη μέτρηση της απόστασης από ένα άκρο σε άλλο: ελάχιστο/μέγιστο/μεταβλητό ~. Μονάδες ~ους. ~ σε εκατοστά/ίντσες. Σήραγγα συνολικού ~ους ... μέτρων. Σε διάφορα/διαφορετικά ~η. ~ μαλλιών (πβ. μάκρος). 2. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (εκτός από το πλάτος και το ύψος) ή η συνήθ. μεγαλύτερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ γραμμής/κύκλου/τόξου. Υπολογισμός του ~ους.|| Το ~ του τραπεζιού. ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) μήκος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής, αφού πάρει φόρα σε έναν διάδρομο, εκτελεί άλμα σε ειδικό σκάμμα: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) τριπλούν., μήκος λέξης: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των μπιτ από τα οποία αποτελείται η λέξη ενός υπολογιστή: σταθερό ~ ~. Το μέγιστο ~ ~ είναι 4 μπάιτ (= 32 μπιτ). [< αγγλ. word length, 1951] , γεωγραφικό μήκος βλ. γεωγραφικός, εστιακό μήκος βλ. εστιακός, μήκος κύματος βλ. κύμα, ταινία μικρού/μεγάλου/μεσαίου μήκους βλ. ταινία ● ΦΡ.: κατά μήκος: παράλληλα με κάτι: ~ ~ της ακτής/διαδρομής/του οδικού άξονα., σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) & (σπάν.) στα μήκη και (στα) πλάτη (της Γης): παντού, σε όλο τον κόσμο: Έχει ταξιδέψει ~ ~. Έχει δώσει συναυλίες ~ ~. Πβ. απανταχού της Γης/της οικουμένης, όπου Γης., σε όλο το μήκος και (το) πλάτος & κατά μήκος και (κατά) πλάτος: σε όλη την έκταση, παντού: ~ ~ του οδοστρώματος. Εκκλησάκια διάσπαρτα ~ ~ του νησιού. Κατά μήκος και (κατά) πλάτος της αίθουσας., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα [< αρχ. μῆκος, γαλλ. longueur, αγγλ. length]

ξένος

ξένος, η, ο ξέ-νος επίθ. 1. που ανήκει σε ή σχετίζεται με άλλον, που δεν είναι δικός μου: ~ο: αυτοκίνητο/οικόπεδο/πράγμα/ρούχο/σπίτι. ~α: χρήματα. Πήρα κατά λάθος μία ~η βαλίτσα. Πβ. αλλότριος. ΑΝΤ. ίδιος1 (1) 2. που έχει καταγωγή ή προέλευση από άλλη χώρα σε σχέση με αυτή στην οποία βρίσκεται: ~ος: ανταποκριτής/επενδυτής/εργάτης/καλλιτέχνης/συγγραφέας/τραγουδιστής/φοιτητής. ~η: αποστολή.|| ~ος: πολιτισμός. ~η: βιβλιογραφία/γλώσσα/εφημερίδα/κουζίνα/λογοτεχνία (πβ. ξενόγλωσσος)/μουσική/παρέμβαση/προφορά/(τηλεοπτική) σειρά/τράπεζα/υπηκοότητα/χώρα. ~ο: διαβατήριο/έδαφος/κεφάλαιο/κράτος/νόμισμα/πανεπιστήμιο/συγκρότημα/συνάλλαγμα/σχολείο/χρηματιστήριο. ~ες: δυνάμεις (: τα ~α ισχυρά κράτη)/συνήθειες (πβ. ξενικός, ξενόφερτος). ~α: έθιμα/ήθη/χώματα (= η ξενιτιά). Τι γράφει για το θέμα ο ~ Τύπος; Ψηφίστηκε (ως) η καλύτερη ~η ταινία της χρονιάς. ΑΝΤ. αυτόχθων (1), εγχώριος, ημεδαπός, ντόπιος (1) 3. που δεν έχει συγγένεια, φιλία ή άλλη προσωπική, κοινωνική ή συναισθηματική σχέση με κάποιον· που δεν είναι οικείος, γνώριμος ή είναι άσχετος, ασύνδετος: Αισθάνομαι/νιώθω (σαν) ~. Μη φωνάζεις μπροστά σε ~ο κόσμο.|| ~η: υπόθεση. ~ο: πρόβλημα/πρόσωπο. ~ες: έγνοιες. Είμαι ~ με/προς κάτι. Αυτό που λες μου είναι τελείως ~ο (: μου είναι άγνωστο ή αδιάφορο). ● Ουσ.: ξένος, ξένη (ο/η): πρόσωπο που κατάγεται από διαφορετικό μέρος από αυτό στο οποίο βρίσκεται: εξυπηρέτηση/υποδοχή (των) ~ων (: επισκεπτών, καλεσμένων). Η χώρα μας το καλοκαίρι γεμίζει ~ους (: τουρίστες). Πβ. αλλο-δαπός, -εθνής.|| Μπήκε ένας ~ (= τρίτος) ανάμεσά μας. Είναι ντροπαλή μπροστά σε ~ους (= αγνώστους). ΑΝΤ. γνώριμος, γνώριμη ● ΣΥΜΠΛ.: ξένη γη: ξενιτιά: Ζει/πέθανε σε ~ ~. Πβ. ξένα (τα)., ξένο σώμα 1. (μτφ.) για πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται σε ένα σύνολο χωρίς να ανήκει, να έχει ενταχθεί σε αυτό ή αφομοιωθεί από αυτό: Είναι ~ ~ στο κόμμα/στην ομάδα. 2. οτιδήποτε έχει μπει ή σχηματιστεί σε έναν ζωντανό οργανισμό μέσω φυσικής οδού ή τραύματος: ~ ~ στον λαιμό/στο μάτι/στο στόμα. Aπόφραξη αεραγωγού από ~ ~. Ο οργανισμός απέρριψε το μόσχευμα ως ~ ~., ξένος δάκτυλος βλ. δάκτυλος, ο ξένος παράγοντας βλ. παράγοντας, φθορά ξένης περιουσίας/ιδιοκτησίας βλ. φθορά ● ΦΡ.: ξένος πόνος, ξένα δάκρυα: όταν η στενοχώρια του άλλου δεν μας αγγίζει., δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα βλ. αχυρώνας, μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια βλ. χωράφι, σε ξένα χέρια βλ. χέρι ● βλ. ξένα [< αρχ. ξένος, γαλλ. étranger, αγγλ. foreigner]

ομφαλός

ομφαλός [ὀμφαλός] ομ-φα-λός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. οπή στην κοιλιά του εμβρύου για τη δίοδο των ομφαλικών αγγείων και (συχνότ.-συνεκδ.) η ουλή που σχηματίζεται από την αποκοπή του ομφάλιου λώρου μετά τη γέννηση: η περιοχή του ~ού. ΣΥΝ. αφαλός (1) 2. (μτφ.) κεντρικό σημείο, κόμβος: ~ (ΑΡΧΑΙΟΛ.) δίσκου/έλικα (βλ. πλήμνη)/κλειδαριάς/πόρτας/τιμονιού.|| (κατ' επέκτ.) ~ (πβ. καρδιά) της πόλης. 3. ΠΛΗΡΟΦ. κεντρική συσκευή που συνδέει υπολογιστές ή δίκτυα. ● ΦΡ.: ο ομφαλός της Γης & ο ομφαλός του κόσμου: το κέντρο του κόσμου· (στην αρχαιότητα) οι Δελφοί: (ειρων.) Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). [< αρχ. ὀμφαλός, αγγλ. omphalos, navel, hub]

ορυκτός

ορυκτός, ή, ό [ὀρυκτός] ο-ρυ-κτός επίθ.: ΟΡΥΚΤ. που σχετίζεται με τα ορυκτά ή προέρχεται από αυτά: ~ός: άνθρακας (= γαιάνθρακας). ~ή: μάζα/πίσσα/σύνθεση/ψηφίδα. ~ό: αλάτι/γυαλί/κρύσταλλο. ~οί: πόροι. ~ές: ίνες/ουσίες/πέτρες/πηγές (ενέργειας)/πρώτες ύλες/σκόνες. ~ά: άλατα/καύσιμα (π.χ. λιθάνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο)/λάδια/υλικά. ● ΣΥΜΠΛ.: ορυκτός πλούτος: τα αξιοποιήσιμα ορυκτά μιας περιοχής ή χώρας: (υπο)θαλάσσιος ~ ~. Αποθέματα ~ού ~ου., αργό πετρέλαιο βλ. πετρέλαιο [< αρχ. ὀρυκτός ‘σκαμμένος’]

ου

ου [οὐ] μόρ. (αρν.) (αρχαιοπρ.): στις ● ΦΡ.: (το γήρας) ου γαρ έρχεται μόνον: για να δηλωθούν τα αρνητικά συνεπακόλουθα των γηρατειών: Αν ξεχνάω και κανέναν, συγγνώμη· ~ ~., ναι ή ου;: ναι ή όχι: Συμφωνείς, ~ ~;|| Τελικά θα έρθεις, ~ ~;, οι καιροί ου μενετοί βλ. μενετός, ου μπλέξεις! βλ. μπλέκω [< αρχ. οὐ]

-ούχος1

-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.

πατρίδα

πατρίδα πα-τρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. & (λόγ.) πατρίς {πατρίδος}: η χώρα καταγωγής κάποιου· το έθνος, το κράτος ως ιδέα και αξία: τα ήθη και έθιμα/οι παραδόσεις/ο πολιτισμός/ο φυσικός πλούτος της ~ας μας. Αγάπη για την ~ (= φιλοπατρία). Λαός χωρίς ~ (βλ. άπατρις). Υπερασπίστηκαν την ~ τους. Αγωνίστηκαν/έπεσαν/θυσιάστηκαν για την ~. Υπηρετεί την ~ (: είναι στρατιώτης). (ευχετ.) Καλή ~ (: ενν. επιστροφή στην ~· βλ. επαναπατρισμός, ξένα). 2. (μτφ.) ο τόπος στον οποίο πρωτοεμφανίστηκε και ήκμασε κάτι: η ~ της δημοκρατίας/των Ολυμπιακών Αγώνων. H επιστήμη/τέχνη δεν έχει ~ (: αποτελεί καθολικό, πανανθρώπινο αγαθό). Πβ. λίκνο. ΣΥΝ. κοιτίδα 3. (οικ. προσφών.) συμπατριώτης, συντοπίτης: Γεια σου, ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη πατρίδα: χώρα ή τόπος όπου έχει μείνει κάποιος για μεγάλο χρονικό διάστημα ή/και με τον οποίο είναι συναισθηματικά δεμένος: Η ... είναι για μένα πια ~ ~. Έχει την ... (ως) ~ ~ του., η ιδιαίτερη πατρίδα (κάποιου): ο τόπος καταγωγής του: Κατεβαίνει βουλευτής στην ~ ~ του. Πβ. γενέτειρα., η μαμά/η μητέρα πατρίδα βλ. μαμά ● ΦΡ.: (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) βλ. πίστη, εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης βλ. οιωνός, όπου γης (και) πατρίς βλ. γη [< 1: αρχ. πατρίς]

πρόσωπο

πρόσωπο πρό-σω-πο ουσ. (ουδ.) {προσώπ-ου} 1. το μπροστινό μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού με κύρια χαρακτηριστικά τα μάτια, τη μύτη και το στόμα· συνεκδ. το δέρμα και η έκφραση, το ύφος, τα συναισθήματα που αποτυπώνονται σε αυτό: λεπτό/μακρύ/οβάλ ή ωοειδές/στρογγυλό/τετράγωνο ~. ~ με γωνίες (= γωνιώδες). Αγγελικό/ανέκφραστο/άσχημο/αυστηρό/γλυκό/εκφραστικό/ήρεμο/κουρασμένο/λαμπερό/μελαγχολικό/νεανικό/ξεκούραστο/όμορφο/ρυτιδιασμένο/συμπαθητικό/υγιές/φωτεινό/χαρούμενο/χλομό/ωραίο/ωχρό ~ (πβ. μορφή). Αισθητική/ανανέωση/ανάπλαση (βλ. λίφτινγκ)/αντηλιακά/γραμμές/κρέμα/μακιγιάζ/μάσκα/μεταμόσχευση/περίγραμμα/περιποίηση/πλαστική χειρουργική/σχήμα/τριχοφυΐα/φροντίδα (του) ~ου. Ανάλυση των χαρακτηριστικών του ~ου (βλ. φυσιογνωμία, φυσιογνωμική). Γύρισε/έστρεψε το ~ό του από την άλλη/προς το μέρος μου. Με ακάλυπτο/καλυμμένο ~. Τον χτύπησε στο ~ (βλ. χαστουκίζω). Ένα πλατύ χαμόγελο έλαμπε/ζωγραφίστηκε στο ~ό της. Η θλίψη ήταν χαραγμένη στα ~ά τους. Το ~ό του έγινε κόκκινο από θυμό/ντροπή. Πβ. μούρη, μούτρο, φάτσα. 2. το άτομο, ο άνθρωπος ως ξεχωριστή προσωπικότητα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, η ταυτότητα και ο χαρακτήρας του· ειδικότ. η υπόληψη, το καλό όνομα: αγαπημένο/άγνωστο/αινιγματικό/αντιπαθητικό/αξιοσέβαστο/γνωστό/δημοφιλές (βλ. βεντέτα, διασημότητα)/ιερό/ιστορικό/κύριο/οικείο/συγγενικό/τραγικό/ύποπτο/φαιδρό ~. Αίτηση ενδιαφερομένου/δήλωση/στοιχεία ~ου. Διακεκριμένα/διάσημα/εξέχοντα/επίσημα/ισχυρά/πλούσια/πολιτικά/προσφιλή/σημαίνοντα/σημαντικά (βλ. βιπ) ~α. Θεωρείται σοβαρό ~. Αποκαλύφθηκε/έδειξε/φάνηκε το αληθινό/πραγματικό του ~. Βιαιοπραγία/επίθεση κατά του ~ου του ... Εξέφρασαν την εμπιστοσύνη/τον σεβασμό τους στο ~ό της. Άνθρωπος με δύο ~α (= δι-, διπλο-πρόσωπος). Υψηλά (ιστάμενα) ~α. Σχέσεις μεταξύ ~ων. ~ της εταιρείας καλλυντικών το γνωστό μοντέλο ...|| (ΘΕΟΛ.) Τα τρία ~α της Αγίας Τριάδος.|| (οικ.) Βγήκε με το ~ (= εραστής ή ερωμένη). Το τρίτο ~ σε μια σχέση (βλ. απιστία).|| (ειρων.-λαϊκό) Σπουδαία προσώπατα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) ~-κλειδί στην υπόθεση. 3. ήρωας λογοτεχνικού, θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου και ειδικότ. ο αντίστοιχος ρόλος: βασικό/βιβλικό ~. Αλληγορικά/αντρικά/γυναικεία/δευτερεύοντα/δραματικά/κεντρικά/κύρια (βλ. πρωταγωνιστής) ~α. Το ~ του αφηγητή. Τα ~α του δράματος/της ιστορίας/του μυθιστορήματος/της ταινίας. 4. (μτφ.) τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα θεσμού, φαινομένου, τόπου: το άγριο/σκληρό ~ της βίας/της ζωής/της κοινωνίας/του πολέμου. Μια πόλη με πολλά ~α. Αναδεικνύεται/προβάλλεται το σύγχρονο ~ της Ελλάδας. Ο ρατσισμός μπορεί να εμφανίζεται με διαφορετικά ~α. 5. ΓΡΑΜΜ. {χωρ. πληθ.} τύπος ρήματος ή αντωνυμίας που δηλώνει τον ομιλητή, τον συνομιλητή και αυτόν ή αυτό για το οποίο μιλά: πρώτο, δεύτερο, τρίτο ~ ενικού/πληθυντικού. Αφήγηση σε τρίτο ~ (βλ. τριτοπρόσωπος). Βιβλίο γραμμένο σε πρώτο ~ εν είδει ημερολογίου. 6. (προφ.) το μπροστινό, εξωτερικό τμήμα, η πρόσοψη έκτασης ή κτιρίου: Το ακίνητο/γήπεδο έχει ~ στην εθνική οδό. ● Υποκ.: προσωπάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιο πρόσωπο: που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή., ανεπιθύμητο πρόσωπο βλ. ανεπιθύμητος, βουβό πρόσωπο βλ. βουβός, έλεγχος προσώπων βλ. έλεγχος, καθαρισμός προσώπου βλ. καθαρισμός, νομικό πρόσωπο βλ. νομικός, παρένθετο πρόσωπο βλ. παρένθετος, φυσικό πρόσωπο βλ. φυσικός ● ΦΡ.: (το) πρόσωπο της ημέρας/της χρονιάς: άνθρωπος που βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, της επικαιρότητας: Είναι ~ της ημέρας. Βραβεύτηκε/επιλέχθηκε/τιμήθηκε ως ~ της χρονιάς., από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης (ΠΔ): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι είναι άφαντο(ς), δεν υπάρχει πουθενά, δεν έχει αφήσει ίχνη: Έχουν εξαφανιστεί/χαθεί ~ ~., βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο (μτφ.): για να δηλωθεί βελτίωση των συνθηκών ζωής: Δεν έχει δει ~ ~ από τότε που απολύθηκε. Πότε, επιτέλους, θα δούμε κι εμείς ~ ~; Πβ. άσπρη μέρα, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή., κατά πρόσωπο: απευθείας, άμεσα, κατάμουτρα: Του τα είπα ~ ~. Αντιμετωπίζει ~ ~ την πραγματικότητα. Είχε το θάρρος να λέει την αλήθεια ~ ~.|| (ως επίθ.) ~ ~ συνάντηση. ΣΥΝ. καταπρόσωπο (2), με ανθρώπινο πρόσωπο: με δικαιοσύνη και ανθρωπιά, με σεβασμό στα δικαιώματα του ανθρώπου· ειδικότ. με ευγένεια και ευαισθησία: κοινωνία/κράτος/πολιτική ~ ~. Βλ. ανάλγητος. [< γαλλ. à visage humain] , με τι/ποιο πρόσωπο θα .../(δεν) έχω πρόσωπο να ...: για να δηλωθεί έντονη ντροπή ή ενοχή: ~ ~ θα βγω στον κόσμο; Δεν έχω ~ να αντικρίσω την κοινωνία. ΣΥΝ. με τι/ποια μούτρα/(δεν) έχω μούτρα ..., με τον ιδρώτα του προσώπου μου (ΠΔ): με κόπο και μόχθο: Δουλεύει σκληρά, ζώντας ~ ~ του., πρόσωπα και πράγματα: άνθρωποι και καταστάσεις, συνθήκες: ~ ~ της πολιτικής/τέχνης. Γνωρίζει/ξέρει ~ ~., πρόσωπο με πρόσωπο: αντικριστά, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο· κατ' επέκτ. για άμεση, προσωπική επικοινωνία ή αντιπαράθεση: Βρέθηκαν/κάθισαν ~ ~ (= βιζαβί, τετ α τετ. Πβ. μύτη με μύτη). Ήρθε ~ ~ με μια σοβαρή ασθένεια/με τους κακοποιούς (πβ. ενώπιος ενωπίω).|| Επαφές/συνάντηση/συνομιλίες ~ ~. ~ ~ διδασκαλία (πβ. διά ζώσης). Μάχη ~ ~ (βλ. στήθος με στήθος). ΣΥΝ. φάτσα με φάτσα, φέις του φέις, στο πρόσωπο κάποιου βλέπω/βρίσκω ...: αποδίδω σε κάποιον μια ιδιότητα ή αναγνωρίζω ότι τη διαθέτει: Η κοινή γνώμη βλέπει στο ~ό του έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη. Στο ~ό του βρήκε αυτό που έψαχνε., το άλλο πρόσωπο του/της (μτφ.): η κρυφή, άγνωστη πλευρά, όψη ανθρώπου, τόπου, φαινομένου: ~ ~ της εξουσίας/ενός ηγέτη., αλλάζει πρόσωπο βλ. αλλάζω, παρουσίασε δύο πρόσωπα βλ. παρουσιάζω, τιμώμενο πρόσωπο βλ. τιμώμενος, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, χαστούκι στο πρόσωπο/στα μούτρα βλ. χαστούκι [< 1: αρχ. πρόσωπον 2,3,4,5,6: μτγν. ~, γαλλ. personne, personnage, face]

υπέργηρος

υπέργηρος, η, ο [ὑπέργηρος] υ-πέρ-γη-ρος επίθ. (λόγ.): πολύ ηλικιωμένος· κατ' επέκτ. πολύ παλιός: ~η: γιαγιά. ~ο: ζευγάρι. (ως ουσ.) Διανέμεται φαγητό σε ~ους. Πβ. μαθουσάλας, υπερήλικος.|| (μτφ.) ~ο: πλοίο. [< αρχ. ὑπέργηρως, μτγν. ὑπέργηρος]

υπογεννητικότητα

υπογεννητικότητα [ὑπογεννητικότητα] υ-πο-γεν-νη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΓΡ. πτώση του δείκτη των γεννήσεων μιας χώρας κάτω από τα φυσιολογικά ή επιθυμητά όρια. Βλ. γήρανση πληθυσμού, -ότητα. ΑΝΤ. υπεργεννητικότητα [< γαλλ. dénatalité, 1918]

χάρτα

χάρτα χάρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. (συνήθ. με κεφαλ. Χ) κείμενο στο οποίο διατυπώνονται επίσημα δικαιώματα, νομικοί κανόνες ή αρχές: η ~ των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (του ΟΗΕ). Βλ. καταστατικός χάρτης. 2. (παρωχ.) χάρτης: Η ~ του Ρήγα Φεραίου. ● ΣΥΜΠΛ.: Χάρτα της Γης & Διακήρυξη του Ρίο: κείμενο που συντάχθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη και ορίζει τις θεμελιώδεις αρχές για την προστασία του περιβάλλοντος και την αειφόρο ανάπτυξη. [< αγγλ. Earth Charter, Rio Declaration, 1992] [< 1: αγγλ. charter, γαλλ. charte 2: ιταλ. carta]

χρυσάφι

χρυσάφι χρυ-σά-φι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. χρυσός· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) χρυσά νομίσματα, κοσμήματα ή γενικότ. αντικείμενα: αληθινό/ατόφιο/καθαρό ~. ~ ... καρατίων. Πβ. χρυσό. Βλ. ασήμι.|| (μτφ.) Έχει (μια) καρδιά από ~ (= μάλαμα).|| Σεντούκι γεμάτο ~. ~ια (= χρυσαφικά) και διαμάντια/ρουμπίνια. 2. (μτφ.) πολλά χρήματα: Μας κόστισε/το πληρώσαμε ~ (= πολύ ακριβά). Του τάζουν ~ για να ... ● ΦΡ.: για όλο το χρυσάφι του κόσμου (προφ.-εμφατ.): σε καμιά περίπτωση, με τίποτα: Δεν θα το έκανα ~ ~. ΣΥΝ. με/για τίποτα στον κόσμο, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός/χρυσάφι βλ. χρυσός [< μεσν. χρυσάφι(ν)]

ώρα

ώρα [ὥρα] ώ-ρα ουσ. (θηλ.) {ώρας | ώρες, ωρών} 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης του χρόνου που ισούται με εξήντα λεπτά και με το ένα εικοστό τέταρτο της μέρας, καθώς και το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε αυτή· κατ' επέκτ. χρονική περίοδος που χρειάζεται ή διατίθεται για κάτι ή κατά την οποία γίνεται κάτι: ηλιακή/μισή (βλ. μισάωρο) ~. Ένα τέταρτο της ώρας. Μια ~ απόσταση/δρόμος. Μιάμιση ~ με το αεροπλάνο/το αυτοκίνητο/τα πόδια. Ταχύτητα που ξεπερνά τα ογδόντα χιλιόμετρα την ~. Πληρώνεται/χρεώνει με την ~. Βγάζει/κερδίζει/παίρνει πολλά χρήματα την ~. Διορία εβδομήντα δύο ωρών. Πολλές ώρες αργότερα/μετά/νωρίτερα. Θα έρθω σε μία ~. Το ταξίδι είχε διάρκεια τρεις ώρες. Έμεινα στο νησί είκοσι τέσσερις ώρες (= μια μέρα). Είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο (= συνεχώς). Εργάζεται οκτώ ώρες την ημέρα (βλ. οκτάωρο). Επιπλέον ~ εργασίας (βλ. υπερωρία). Οι ώρες περνούσαν αργά. Ώρες ακρόασης (καθηγητών). Εν/σε ~ δράσης.|| ~ διδασκαλίας ή διδακτική ~ (: που διαρκεί περ. σαράντα πέντε λεπτά). Περίμενα αρκετή ~. Μπορείτε να μείνετε όση ~ θέλετε. Παρατηρούσα αρκετή ~ τα παιδιά. Περνάει τις ώρες (: τον χρόνο) της μελετώντας. Δεν έχω πολλή ~ στη διάθεσή μου. Δραματικές/κρίσιμες ώρες για την οικονομία της χώρας. Βλ. ανθρωπο~, εργατο~. 2. ορισμένη χρονική στιγμή ή τμήμα της ημέρας ή της νύχτας· ειδικότ. η στιγμή κατά την οποία συμβαίνει ένα γεγονός, που είναι αφιερωμένη σε κάτι ή ενδεδειγμένη για αυτό: ακριβής/προγραμματισμένη ~. Οι κενές/νεκρές ώρες του μεσημεριού (βλ. ώρα/ώρες αιχμής). Τι ~ είναι; Η ~ είναι πέντε και δέκα (ακριβώς). Οκτώ η ~ το πρωί (βλ. προ μεσημβρίας). Εννιά η ~ το βράδυ (αλλιώς: είκοσι μία, βλ. μετά μεσημβρία(ν)). Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά από τις εννιά ως τις τρεις η ~. Ρολόι που δείχνει τη σωστή ~. Είπε/κοίταξε/ρύθμισε/ρώτησε την ~. Παρά την προχωρημένη ~, το μαγαζί ήταν ανοικτό. Είναι περασμένη ~ και η υπηρεσία έχει κλείσει. Το δρομολόγιο εκτελείται απογευματινές/βραδινές/μεσημεριανές/νυχτερινές ώρες. Το γλέντι κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. ~ γέννησης/έναρξης/λήξης/προσέλευσης.|| Η ~ του απολογισμού/των αποφάσεων/της κλήρωσης/της συνάντησης. ~ για διάλειμμα/διασκέδαση/μελέτη/παιχνίδι/ύπνο/φαΐ. ~ ευθύνης για την κυβέρνηση. Άλλαξε η ~ του ημιτελικού. Μου τηλεφώνησε σε ακατάλληλη ~. Είναι η ~ του αγώνα/του λαού. || Όλα έγιναν/θα γίνουν στην ώρα τους. 3. (ειδικότ.) σύστημα υπολογισμού του χρόνου με βάση τον τόπο ή την εποχή: παγκόσμια/τοπική ~. Διαφορά ώρας της Ελλάδας με άλλες χώρες. Αλλαγή της ώρας τον Μάρτιο και τον Οκτώβριο (βλ. θερινή ~, χειμερινή ~). Οι δείκτες των ρολογιών θα μετακινηθούν μια ~ μπροστά/πίσω. 4. ΕΚΚΛΗΣ. {στον πληθ.} τέσσερις σύντομες ημερήσιες ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Διαβάζονται/ψάλλονται οι μεγάλες ή βασιλικές Ώρες (των Χριστουγέννων, των Θεοφανίων και της Μ. Παρασκευής). ● Υποκ.: ωρίτσα (η): στις σημ. 1,2: Το πολύ σε μισή ~ θα είμαι εκεί. ● ΣΥΜΠΛ.: επίσημη ώρα 1. που ορίζεται σε κάθε χώρα από τον νόμο ανάλογα με ένα σταθερό σημείο αναφοράς (τον μεσημβρινό του Γκρίνουιτς): ~ ~ Ελλάδας. 2. που καθορίζεται από το πρόγραμμα: ~ ~ άφιξης., η Ώρα της Γης: παγκόσμια εκδήλωση που διεξάγεται ετησίως το τελευταίο Σάββατο του Μαρτίου, κατά το οποίο τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καλούνται να σβήσουν τα φώτα και τις ηλεκτρικές συσκευές τους ως ένδειξη ευαισθητοποίησης και διαμαρτυρίας για την κλιματική αλλαγή. [< αγγλ. Earth Hour, 2007] , βάρβαρη ώρα βλ. βάρβαρος, ζώνη ώρας βλ. ζώνη, η ημέρα/η ώρα της κρίσεως/της κρίσης βλ. κρίση, η ώρα του παιδιού βλ. παιδί, η ώρα του πρωθυπουργού βλ. πρωθυπουργός, θερινή ώρα βλ. θερινός, μικρές ώρες βλ. μικρός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, χειμερινή ώρα βλ. χειμερινός, χρυσή ώρα βλ. χρυσός, ώρα Γκρίνουιτς βλ. Γκρίνουιτς, ώρα/ώρες αιχμής βλ. αιχμή, ώρες γραφείου βλ. γραφείο, ώρες/ωράριο λειτουργίας βλ. λειτουργία ● ΦΡ.: (ε)πάνω στην ώρα (προφ.): έγκαιρα, την πιο ενδεδειγμένη στιγμή: ~ ~ έφτασε., από την ώρα που: από τη στιγμή που, αφού, εφόσον: ~ ~ ενημερώθηκε, κινητοποιήθηκε άμεσα., από ώρα σε ώρα (προφ.) 1. σύντομα: Περιμένει, ~ ~, την απάντησή του. Αναμένεται ~ ~ να γεννήσει. Θα φύγω ~ ~. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. με την πάροδο του χρόνου: Οι τιμές αλλάζουν ~ ~. ΣΥΝ. ώρα με την ώρα, βρήκες την ώρα να ... (προφ.-εμφατ.): δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει κάτι: ~ ~ μου κάνεις αστεία! Άσε με ήσυχο, ώρα που τη βρήκες να γκρινιάξεις!, για την ώρα: μέχρι στιγμής, προσωρινά: ~ ~ δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε αλλαγές. ΣΥΝ. επί του παρόντος/προς το παρόν, προς στιγμή(ν), δύσκολες ώρες: για να τονιστεί η κρισιμότητα μιας κατάστασης: Περνάει ~ ~. Ήταν πάντα μαζί στις ~ ~., είναι με τις ώρες του (προφ.): (για πρόσ.) χωρίς σταθερή διάθεση και συμπεριφορά ή (για πράγμα) χωρίς σταθερή λειτουργία: ~ ~, πότε σου μιλάει και πότε όχι., είναι ώρα να/για: είναι κατάλληλη η περίσταση, ευνοϊκή η στιγμή: ~ ~ να αναλάβουμε πρωτοβουλίες. Δεν ~ ~ για κριτική., έχεις/έχετε ώρα; (προφ.): τι ώρα είναι;, η κακιά (η) ώρα (προφ.): ατυχής συγκυρία που οδηγεί σε κάτι δυσάρεστο: Δεν φταις εσύ, ήταν ~ ~., η μεγάλη ώρα: πολύ σημαντική στιγμή: ~ ~ πλησιάζει! Οι ~ες ώρες της ανθρωπότητας/ιστορίας., η ώρα η καλή! (προφ.): ως ευχή σε πρόσωπο που πρόκειται να παντρευτεί., ήρθε/σήμανε η ώρα & (λόγ.) ήγγικεν η ώρα (μτφ.): έφτασε η κατάλληλη, η σημαντική στιγμή (για κάτι): ~ ~ των διαρθρωτικών αλλαγών. ~ ~ για την έναρξη εθνικού διαλόγου.|| Όταν έρθει η ~, θα μιλήσω.|| Οι δείκτες του ρολογιού σήμαναν την ώρα της επιστροφής., θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες (προφ.): χρειάζεται χρόνος, για να γίνει κάτι: Θέλει (πολλή) ώρα, για να συνέλθει από το σοκ. Παίρνει (πολλές) ώρες να προσαρμοστείς. Τρώει ~ να φτιάξεις αυτό το γλυκό., κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του & καθετί/όλα τα πράγματα στην ώρα του(ς) (προφ.): για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος. ΣΥΝ. κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο), καλή του ώρα & ώρα του καλή: (ως ευχή για κάποιον που απουσιάζει τη στιγμή που γίνεται λόγος γι' αυτόν) να είναι καλά: ~ ~, όπου κι αν βρίσκεται!, καλή ώρα (προφ.): παρενθετικά, για να τονιστεί η ομοιότητα με κάποιον ή κάτι άλλο: Γνώρισα έναν νεαρό, ~ ~ σαν και σένα. Σκέφτονται τα ίδια, ~ ~ όπως κι εμείς., μαύρη η ώρα (προφ.): ως κατάρα ή ως έκφραση απελπισίας: ~ ~ που σε γνώρισα!, με την ώρα του (προφ.): τη στιγμή που πρέπει: το καθένα ~ ~!, με τις ώρες/επί ώρες/ώρες ολόκληρες/για ώρες (εμφατ.): περισσότερο από τον αναμενόμενο χρόνο, παρατεταμένα: Κάθεται με τις ώρες στον ήλιο. Περίμεναν υπομονετικά επί ώρες. Περνούσε ώρες ολόκληρες στη βιβλιοθήκη. Έμενε για ώρες στο γυμναστήριο., μέχρι την ώρα που: ως τη στιγμή που: Από την ώρα που πήγα, ~ ~ έφυγα, δεν τον είδα καθόλου., όλες τις ώρες: κάθε στιγμή της ημέρας, συνεχώς: ρούχα για ~ ~. Ενιαία χρέωση ~ ~. ~ ~ της μέρας και της νύχτας., όλη την ώρα: συνεχώς, διαρκώς: Είμαστε μαζί/μαλώνουμε ~ ~. Δεν γίνεται ν' ασχολούμαστε ~ ~ μαζί του. ΣΥΝ. κάθε ώρα και στιγμή, στην ώρα μου: στην προκαθορισμένη χρονική στιγμή: Έφτασα/ήρθα ~ ~. Ξύπνησα νωρίς, για να 'μαι ~ ~. Να είσαι έτοιμη ~ σου. Είναι πάντα ~ του., την τελευταία/ύστατη ώρα & την ενδεκάτη ώρα: λίγο πριν εξαντληθούν τα περιθώρια, οι προθεσμίες: Σώθηκε ~ ~. Προβλήματα θα υπάρχουν μέχρι την τελευταία ~. Έστω και την ύστατη ~ αποφεύχθηκε ο κίνδυνος. Οι ειδήσεις/τα ψώνια της τελευταίας ώρας. Πβ. την τελευταία στιγμή., της κακιάς ώρας (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν έχει ποιότητα: Το μαγαζί ήταν ~ ~. Πβ. ελεεινός και τρισάθλιος. ΣΥΝ. της συμφοράς, της ώρας: (για τρόφιμα) φρέσκος ή (για φαγητό, κυρ. κρέας) που ψήνεται λίγο πριν φαγωθεί: ψάρια ~ ~.|| Πιάτα ~ ~. Μαγειρευτά και ~ ~., τρώω την ώρα (προφ.) 1. χαραμίζω τον καιρό μου άσκοπα: Τρώει την ~ του, χαζεύοντας. ΣΥΝ. σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου 2. (σε κάποιον) τον καθυστερώ: Μου ~ει ώρα με πράγματα ασήμαντα. Με τη συζήτηση μου ~ει ώρα από το διάβασμα., ώρα καλή σου & ώρα σου καλή (λαϊκό-λογοτ.): ως ευχή ή χαιρετισμός: ~ ~ γέροντα!, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου (προφ.): ευχή για καλό ταξίδι ή γενικότ. καλοτυχία· (κυρ. ειρων.) σε περιπτώσεις χωρισμού., ώρα με την ώρα (προφ.): με το πέρασμα του χρόνου: Η κατάσταση επιδεινώνεται ~ ~. Βλ. από στιγμή σε στιγμή. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (2), ώρα/ώρες είναι να ... (προφ.-εμφατ.): λέγεται όταν δεν θέλουμε να συμβεί κάτι: ~ ~ μας κατηγορήσεις κιόλας, επειδή ενδιαφερθήκαμε!, ώρες ώρες (προφ.): μερικές φορές, κάπου κάπου: ~ ~ είναι πολύ ενοχλητικός. Δεν σε καταλαβαίνω ~ ~. ΣΥΝ. πότε πότε, (έρχεται/φτάνει) η ώρα του λογαριασμού βλ. λογαριασμός, ανά πάσα στιγμή βλ. στιγμή, ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, για να περάσει/περνάει η ώρα βλ. περνώ, δεν βλέπω την ώρα να ... βλ. βλέπω, δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας βλ. στιγμή, η δωδεκάτη (ώρα) βλ. δωδέκατος, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, κάθε ώρα και στιγμή βλ. στιγμή, κούφια η ώρα (που τ' ακούει) βλ. κούφιος, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ, μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες βλ. μετρώ, μέχρι στιγμής βλ. στιγμή, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα/ώρα/τρεις και τον τσακώσανε βλ. κλέφτης, μια(ν) ώρα αρχύτερα βλ. αρχύτερα, όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) βλ. χρόνος, πριν την ώρα/της ώρας του βλ. πριν, σε περίπτωση ανάγκης βλ. ανάγκη, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος, την ίδια στιγμή/ώρα βλ. στιγμή, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, ώρα μηδέν βλ. μηδέν, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. ὥρα, γαλλ. heure, αγγλ. time]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.