Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γιαούρτωμα για-ούρ-τω-μα ουσ. (ουδ.) {γιαουρτώμ-ατος | -ατα} (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γιαουρτώνω: γιουχαΐσματα και ~ατα. Δέχτηκε/έφαγε ~ (από διαδηλωτή). Βλ. μπουγέλωμα.Α

μπουγέλωμα

μπουγέλωμα μπου-γέ-λω-μα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): κατάβρεγμα κάποιου με νερό: Γλίτωσα το/έφαγα ~ (= μπουγέλο). Η σχολική χρονιά έκλεισε με το καθιερωμένο ~. Βλ. γιαούρτωμα, -ωμα1.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.