Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γκλίτερ γκλί-τερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: μικροσκοπικοί, σαν σκόνη, κόκκοι ιριδίζοντος υλικού που χρησιμοποιούνται για να δώσουν λάμψη, συνήθ. στο μακιγιάζ ή στη διακόσμηση αντικειμένων: ασημί/χρυσαφί ~. ~ σε στερεή/υγρή μορφή. Βερνίκι νυχιών με ~. Βάζω ~ στα μάτια. Βλ. ασημό-, χρυσό-σκονη, στρας.|| (μτφ.-συνήθ. ειρων.). Ρεβεγιόν βουτηγμένα στο ~ (: για κάτι λαμπερό αλλά επιφανειακό). [< αγγλ. glitter]

ασημο- & ασημό-

ασημο- & ασημό-: α' συνθετικό λέξεων με αναφορά στο ασημένιο χρώμα ή σπανιότ. στο ασήμι: ασημο-τυπία. Ασημό-σκονη/~χρωμος. Βλ. χρυσο-.|| Ασημ-ικά.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.