γκλαμουράτος , η, ο [γκλαμουρᾶτος] γκλα-μου-ρά-τος επίθ. (αργκό-συνήθ. ειρων.): που χαρακτηρίζεται από γκλάμουρ: ~ος: γάμος. ~η: δεξίωση/ζωή. ~ο: κατάστημα. ~ες: κυρίες/σχολές (: περιζήτητες). ~α: κλαμπ/πάρτι/ρούχα/σόου. Πβ. ακριβός, κυριλέ, λαμπερός, χλιδάτος. Βλ. -άτος. ● Ουσ.: γκλαμουράτοι (οι): πρόσωπα με γκλάμουρ: οι ~ της τηλεόρασης. Πβ. αστέρες, επώνυμοι, κοσμικοί. [< αγγλ. glamorous, γαλλ. glamoureux, 1981]
-άτος
-άτος, η, ο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνει 1. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: αφρ~/λουλουδ~/χλιδ~.|| (συχνά σε επίθ. παράγωγα από ξένες λέξεις:) Κεφ~/ντελικ~/κιτσ~.2. (κυρ. σε φαγητό) υλικό, συστατικό: κρασ~/λεμον~/ξιδ~/σκορδ~.3. κατάσταση: γεμ~/χορτ~.4. τρόπο: ποδαρ~.5. (μόνο στο αρσ.) επώνυμο ή τοπωνύμιο: (κυρ. στα Ιόνια Νησιά:) Παπαδ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.