Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]


  • γκολ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο και σε ομαδικά αθλήματα, όπως το χάντμπολ, το πόλο, το χόκεϊ) επιτυχές αποτέλεσμα που σημειώνεται όταν η μπάλα περνά τη γραμμή της αντίπαλης εστίας: γρήγορο (: στην αρχή του ματς)/εντυπωσιακό/έτοιμο (πβ. πάρε-βάλε)/καθαρό/παλικαρίσιο (: που επιτεύχθηκε με προσωπική ενέργεια του ποδοσφαιριστή)/κινηματογραφικό (= θεαματικό)/νικητήριο/σούπερ ~. ~ με κεφαλιά/πέναλτι. Το ~ της ισοφάρισης. Ισοπαλία χωρίς ~ (= λευκή ισοπαλία). Βάλαμε/δεχτήκαμε/φάγαμε ~. Μπήκε/σημειώθηκε ~. Μας έριξαν τέσσερα ~. Το ~ δεν μέτρησε (: ακυρώθηκε). (ως επιφών.) Γκοοολ! Πβ. σκοράρισμα, τέρμα. Βλ. αυτογκόλ, καλάθι. ● Υποκ.: γκολάκι (το) ● Μεγεθ.: γκολάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γκολ φάουλ ΑΘΛ. 1. (στο ποδόσφαιρο) τέρμα με απευθείας εκτέλεση φάουλ: αριστοτεχνικό/εκπληκτικό/υπέροχο ~ ~ από τον ... 2. (στο μπάσκετ) καλάθι και μια ελεύθερη βολή από τον παίκτη που το πέτυχε. Βλ. τετράποντο. ● ΦΡ.: γκολ από τα αποδυτήρια (μτφ.): που σημειώνεται στα πρώτα λεπτά του πρώτου ή του δεύτερου ημιχρόνου., γκολ της τιμής: που επιτυγχάνεται συνήθ. προς το τέλος του αγώνα από ομάδα η οποία χάνει με μεγάλη διαφορά και με το οποίο θεωρείται ότι διασώζεται κάπως το γόητρό της., είμαι/έγινα/βγήκα γκολ (αργκό): νιώθω εξάντληση κυρ. από μεθύσι: Μετά από το τρίτο ουίσκι έγινα ~ (= λιώμα, πίτα, σκνίπα, στουπί, τύφλα, φέσι). [< αγγλ. goal]
  • γκολκίπερ γκολ-κί-περ ουσ. (αρσ.) {άκλ.} & (προφ.) κίπερ: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) τερματοφύλακας. [< αγγλ. goalkeeper]
  • γκόλμπολ γκόλ-μπολ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. παραολυμπιακό άθλημα μεταξύ δύο ομάδων που αποτελούνται από τρεις αθλητές με διαταραχές στην όραση, οι οποίοι προσπαθούν να σημειώσουν γκολ, ρίχνοντας με το χέρι ειδική μπάλα που βγάζει ήχο, όταν κινείται. Βλ. μπότσια. [< αγγλ. goalball, 1946]
  • γκόλντεν μπόις γκόλ-ντεν μπό-ις ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.| σπανιότ. στον εν. γκόλντεν μπόι} (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): υψηλόμισθα διευθυντικά στελέχη ιδιωτικών και δημόσιων επιχειρήσεων ή οργανισμών: τα ~ των τραπεζών/του χρηματιστηρίου. Στο στόχαστρο τα μπόνους των ~. [< αγγλ. golden boys]
  • γκολπόστ γκολ-πόστ ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.}: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) τα δοκάρια του τέρματος· συνεκδ. το τέρμα: Ο τερματοφύλακας υπερασπίστηκε τα ~. Βρίσκεται/επιστρέφει κάτω από τα ~ (: στη θέση του γκολκίπερ). [< αγγλ. goalpost]
  • γκολτζής γκολ-τζής ουσ. (αρσ.) (προφ.): (κυρ. στο ποδόσφαιρο) παίκτης που πετυχαίνει συχνά γκολ. Πβ. μπόμπερ, πιστολέρο, σκόρερ. Βλ. στράικερ.
  • γκολφ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. υπαίθριο άθλημα στο οποίο ο παίκτης επιχειρεί με τη χρήση ειδικών μπαστουνιών και με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα να κατευθύνει μια μικρή μπάλα σε συνήθ. δεκαοκτώ διαδοχικές τρύπες στο έδαφος και συνεκδ. το γήπεδο στο οποίο παίζεται το άθλημα: μπαλάκι/οχήματα/τουρνουά ~. Παντελόνι του ~ (: που φτάνει περ. μέχρι τη μέση της κνήμης). (ως επίθ.) ~ κλαμπ. Μίνι ~ (: που διεξάγεται σε μικρές πίστες με ειδική διαμόρφωση). Βλ. κρίκετ, κροκέ, χόκεϊ. [< αγγλ. golf]
  • γκόλφερ γκόλ-φερ ουσ. (αρσ. + θηλ.) {άκλ.} & γκολφέρ: ΑΘΛ. παίκτης του γκολφ. [< αγγλ. golfer], γαλλ. golfeur, 1901]
  • γκόλφι γκόλ-φι ουσ. (ουδ.) (διαλεκτ.): φυλαχτό, εγκόλπιο. [< μεσν. γκόλφι]

αυτογκόλ

αυτογκόλ [αὐτογκόλ] αυ-το-γκόλ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΑΘΛ. γκολ που σημειώνει κατά λάθος ένας ποδοσφαιριστής σε βάρος της ομάδας του. Βλ. αυτοκαλάθι. 2. (μτφ.) λάθος που αποβαίνει σε βάρος αυτού που το διαπράττει: πολιτικό ~. Βλ. γκάφα, μπούμερανγκ, φάουλ. [< ιταλ. autogo(a)l, 1908,  γαλλ. autogoal, 1963]

κρίκετ

κρίκετ κρί-κετ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. ομαδικό άθλημα που παίζεται από δύο ομάδες έντεκα παικτών, με ξύλινα ρόπαλα και δερμάτινες μπάλες. Βλ. γκολφ, κροκέ, χόκεϊ. [< αγγλ. cricket, 1575, γαλλ. ~, 1728]

μπότσια

μπότσια μπό-τσι-α ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. παραολυμπιακό άθλημα μεταξύ δύο ή περισσότερων αθλητών με εγκεφαλική παράλυση ή άλλη κινητική αναπηρία, που χρησιμοποιούν αναπηρικό αμαξίδιο, με στόχο να προωθήσουν τις δερμάτινες κόκκινες ή μπλε μπάλες όσο το δυνατόν πιο κοντά σε μια άσπρη μπάλα, που καλείται "jack": γήπεδο/τουρνουά ~. Παγκόσμιο Κύπελλο/πανελλήνιο πρωτάθλημα ~. Βλ. γκόλμπολ. [< ιταλ. boccia, γαλλ. ~, 1990]

στράικερ

στράικερ στρά-ι-κερ ουσ. (αρσ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) επιθετικός παίκτης με ευχέρεια στο σκοράρισμα. Πβ. σέντερ φορ. Βλ. γκολτζής, εξτρέμ. [< αγγλ. striker]

τετράποντο

τετράποντο τε-τρά-πο-ντο ουσ. (ουδ.) ΑΘΛ. (προφ.) 1. (στο μπάσκετ) καλάθι τριών πόντων που ακολουθείται από βολή, καθώς ο παίκτης που το πέτυχε κέρδισε φάουλ πάνω στο σουτ. Βλ. γκολ φάουλ. 2. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) για ομάδα που δεν κερδίζει μόνο τους τρεις βαθμούς της νίκης σε έναν αγώνα, αλλά έχει προβάδισμα σε περίπτωση ισοβαθμίας με τον συγκεκριμένο αντίπαλο στον τελικό βαθμολογικό πίνακα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.