Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γκροτέσκος , α, ο γκρο-τέ-σκος επίθ. & γκροτέσκ {άκλ.}: αλλόκοτος, παράξενος, με αποτέλεσμα να προκαλεί γέλιο: ~α: εικόνα/μορφή/σάτιρα/φάρσα/φιγούρα. ~ο: θέαμα/σκηνικό. Πβ. γελοίος, κωμικός. ● Ουσ.: γκροτέσκο (το): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. είδος τέχνης που συνδυάζει το κωμικό, την καρικατούρα και το εξωπραγματικό. Βλ. μπουρλέσκ. [< ιταλ. grottesco, γαλλ. grotesque]

μπουρλέσκ

μπουρλέσκ μπουρ-λέσκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & μπουρλέσκο 1. ΘΕΑΤΡ. είδος βοντβίλ με χορό, τραγούδι, μιμήσεις, χιουμοριστικές σκηνές, σεξουαλικά υπονοούμενα και συχνά στριπτίζ. 2. ΛΟΓΟΤ. λογοτεχνικό ή δραματικό είδος που χαρακτηρίζεται από γελοιοποίηση σοβαρών και ηρωικών θεμάτων ή προσώπων με τρόπο παράλογο και υπερβολικό: (κ. ως επίθ.) ~ κωμωδία. Βλ. γκροτέσκο, παρωδία, φάρσα. [< γαλλ. burlesque]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.