γκροτέσκος , α, ο γκρο-τέ-σκος επίθ. & γκροτέσκ {άκλ.}: αλλόκοτος, παράξενος, με αποτέλεσμα να προκαλεί γέλιο: ~α: εικόνα/μορφή/σάτιρα/φάρσα/φιγούρα. ~ο: θέαμα/σκηνικό. Πβ. γελοίος, κωμικός. ● Ουσ.: γκροτέσκο (το): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. είδος τέχνης που συνδυάζει το κωμικό, την καρικατούρα και το εξωπραγματικό. Βλ. μπουρλέσκ. [< ιταλ. grottesco, γαλλ. grotesque]
μπουρλέσκ
μπουρλέσκ μπουρ-λέσκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & μπουρλέσκο 1. ΘΕΑΤΡ. είδος βοντβίλ με χορό, τραγούδι, μιμήσεις, χιουμοριστικές σκηνές, σεξουαλικά υπονοούμενα και συχνά στριπτίζ. 2. ΛΟΓΟΤ. λογοτεχνικό ή δραματικό είδος που χαρακτηρίζεται από γελοιοποίηση σοβαρών και ηρωικών θεμάτων ή προσώπων με τρόπο παράλογο και υπερβολικό: (κ. ως επίθ.) ~ κωμωδία. Βλ. γκροτέσκο, παρωδία, φάρσα. [< γαλλ. burlesque]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.