Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γλεντώ [γλεντῶ] γλε-ντώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γλεντ-άς ..., -ώντας | γλέντ-ησα} & γλεντάω (προφ.) 1. διασκεδάζω με πολύ κέφι, με φαγητό, ποτό, μουσική και συνήθ. τραγούδι και χορό: Πάμε έξω να ~ήσουμε. (Το) ~ησαν μέχρι τα ξημερώματα/το πρωί. ~ούν (= πανηγυρίζουν) τη νίκη της ομάδας τους. Πβ. γιορτάζω, ξεσκάω, ξεφαντώνω, το ρίχνω έξω.|| (συνήθ. από άνδρα σε γυναίκα) Θα σε ~ήσω στα καλύτερα μαγαζιά (: θα σε βγάλω έξω να το κάψουμε)! 2. (μτφ.) απολαμβάνω, χαίρομαι: Τη ~ησα τη ζωή μου, παράπονο δεν έχω. Τα ~άει (= τα σπαταλάει, τα ξοδεύει) τα λεφτά του. Το ~ησα το ταξίδι (= το ευχαριστήθηκα)!|| (παρωχ., συνήθ. για άνδρα) Τη ~ησε καλά καλά και στο τέλος την παράτησε (: την είχε μόνο για ερωμένη). [< τουρκ. eğlenmek]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.