α- & αν- & ά- & άν- & ανή-: πρόθημα λέξεων που δηλώνει έλλειψη, στέρηση (στερητικό άλφα): ά-οπλος/~υπνος. Α-όρατος/~κατανόητος. Αν-εκτίμητος/~εξάρτητος/~υπόφορος. Ανή-μπορος. Βλ. ανε- & ανέ-.
άηχος, η, ο [ἄηχος] ά-η-χος επίθ.: που δεν έχει ή δεν παράγει ήχο: ~η: φωνή. ~ο: κλάμα (ΣΥΝ. βουβό). ~α: βήματα. Πβ. αθόρυβος, σιωπηλός. ΑΝΤ. ηχηρός (2) ● επίρρ.: άηχα ● ΣΥΜΠΛ.: άηχα σύμφωνα & (σπάν.) άηχοι φθόγγοι: ΓΡΑΜΜ. που αρθρώνονται χωρίς να τίθενται σε παλμική κίνηση οι φωνητικές χορδές: Στα ~ ~ ανήκουν τα κλειστά [p], [t], [k] και τα εξακολουθητικά [f], [θ], [x], [s]. ΑΝΤ. ηχηρά σύμφωνα [< γαλλ. consonnes sourdes] [< μτγν. ἄηχος]
άλαλος, η, ο [ἄλαλος] ά-λα-λος επίθ.: που δεν μπορεί να μιλήσει και κατ' επέκτ. που δεν μπορεί ή δεν θέλει να εκφραστεί ή χάνει τη μιλιά του λόγω έντονου συναισθήματος: Το παιδί του είναι ~ο (= βουβό, μουγγό) εκ γενετής. Βλ. κωφάλαλος.|| (λογοτ.) ~η: πένα/σκέψη.|| Στεκόταν συγκλονισμένος και ~ θαυμάζοντας τη θέα. Τι μου λες; έχω μείνει ~η! Πβ. άναυδος, άφωνος, εμβρόντητος, ενεός. ● ΦΡ.: άλαλα τα χείλη των ασεβών βλ. χείλος [< αρχ. ἄλαλος]
γαλακτομπούρεκο γα-λα-κτο-μπού-ρε-κο ουσ. (ουδ.) & (προφ.) γαλατομπούρεκο: ΖΑΧΑΡ. σιροπιαστό γλυκό ταψιού με στρώσεις φύλλου κρούστας και γέμιση κρέμας (από γάλα, σιμιγδάλι, ζάχαρη και αβγά). Βλ. γαλατόπιτα, μπακλαβάς.
έρχομαι [ἔρχομαι] έρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {ερχόμουν, ήρθα (επίσ.) ήλθα, έρθω (επίσ.) έλθω κ. προφ. 'ρθω κ. 'ρθώ, προστ. έλα, ελάτε, (μτχ.) ερχ-όμενος} 1. πηγαίνω, φτάνω σε έναν τόπο, χώρο ή σημείο· πλησιάζω κάπου ή κάποιον, επιστρέφω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, συχνάζω: ~ από μακριά. ~εται από στιγμή σε στιγμή. Ήρθαν αεροπορικώς. Θα έρθουν πριν από/μετά το καλοκαίρι. Τα αποδημητικά πουλιά ~ονται από τις βόρειες χώρες. Το τρένο ~εται τα ξημερώματα. Έλα εδώ/μέσα (πβ. κόπιασε, πέρασε)! Έλα κοντά μου/μαζί μου (πβ. συνοδεύω). ~ σε ένα λεπτό. Τον είδα να ~εται τρέχοντας (ΑΝΤ. φεύγω). ~όμενοι/καθώς έρχεστε από το λιμάνι, στρίψτε δεξιά. Έρχεσαι (: είσαι καθ' οδόν); ~όταν προς το μέρος μου. Έλα να φάμε μαζί αύριο (= σε προσκαλώ). Να μας έρχεσαι (= επισκέπτεσαι)! Ήρθε να με δει. Ήρθε στον ύπνο μου (= τον ονειρεύτηκα). Δεν ήρθε για καλό. Όταν έρθει, τα ξαναλέμε. Βλ. εισ~, εξ~, ξανα~, προ~, προσ~.|| Μου ήρθε (= έλαβα) ένα γράμμα/μήνυμα. Ήρθαν τα χρήματα. 2. (+ σε + ουσ., η σύναψη ισοδυναμεί με ρήμα ομόρριζο με το ουσ., ως απολεξικοποιημένο ρήμα) περιέρχομαι, καταλήγω σε μια κατάσταση: ~ σε αντίθεση (= αντιτίθεμαι)/αντιπαράθεση (= αντιπαρατίθεμαι)/διαπραγματεύσεις (= διαπραγματεύομαι)/διάσταση/επικοινωνία (= επικοινωνώ)/σύγκρουση (= συγκρούομαι)/συμβιβασμό (= συμβιβάζομαι)/συμφωνία (= συμφωνώ)/συνεννόηση (= συνεννοούμαι) με κάποιον. ~ σε κέφι. Ήρθε σε (ανοιχτή) ρήξη με το κατεστημένο της εποχής. Ήλθαν σε βοήθεια όσων τους είχαν ανάγκη (= βοήθησαν).|| ~ (= περνώ) στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Ας έλθουμε στο θέμα/ζήτημα που μας αφορά (= ας ασχοληθούμε με). 3. (συνήθ. + τακτ. αριθμητ.) καταλαμβάνω ορισμένη θέση, κατατάσσομαι αξιολογικά, αναδεικνύομαι: Ήρθαν (= βγήκαν) δεύτεροι/έκτοι στον διαγωνισμό/στο πρωτάθλημα. Οι δύο ομάδες ήρθαν ισόπαλες. Βλ. αν~.|| Πιο σημαντική είναι η θεραπεία και μετά ~ονται η φροντίδα και η υποστήριξη. ● έρχεται (προφ.) 1. (για γεγονός, φαινόμενο, κατάσταση) πλησιάζει, επίκειται ή συμβαίνει, γίνεται: ~ βροχή/(κυριολ. κ. μτφ.) θύελλα/καταιγίδα/κρίση/μπόρα. Στο τέλος ~ ο θάνατος (= επέρχεται). Μετά την ακμή ~ (= ακολουθεί, έπεται) η παρακμή. ~ονται αυξήσεις/γιορτές/εκλογές/εκπτώσεις. ~ονται δύσκολοι καιροί. Θα έρθουν καλύτερες/χειρότερες μέρες για όλους. Ήρθε (= έφτασε) ο καιρός/η στιγμή να αντιδράσουμε. Ήρθε η σειρά μας. Η απόφασή μας ήρθε φυσικά κι αβίαστα. 2. (+ από) (για πράγμα, φυσικό φαινόμενο ή κατάσταση) προέρχεται, έχει την αφετηρία του, προκύπτει: Ο θόρυβος/η σκόνη ~ από το διπλανό διαμέρισμα. Οι πρώτες πληροφορίες για την πόλη ~ονται (= πηγάζουν) από τη ρωμαϊκή εποχή. Ιδεολογικά κινήματα που ήρθαν από τη δύση. Πβ. απορρέω. 3. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) αισθάνομαι, σκέφτομαι ή μου συμβαίνει κάτι: Μου ~ονται όλα ανάποδα/βολικά/δεξιά. Με το που τους είδε, της ήρθαν δάκρυα στα μάτια (= δάκρυσε). Του ήρθε βήχας/εμετός (= έκανε εμετό)/ζαλάδα (= ζαλίστηκε)/λιποθυμία (= λιποθύμησε). Της ήρθε όρεξη για σοκολάτα. Κάνει/λέει ό,τι του ~ (= του κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό), του καπνίζει). Μου ήρθε μια ιδέα.|| (οικ.-ειρων.) Θέλατε και πρωτάθλημα τρομάρα να σας έρθει! 4. (για ρούχο ή οτιδήποτε συμπληρώνει την εμφάνιση ενός ατόμου) εφαρμόζει, ταιριάζει: Το παντελόνι/φόρεμα του/της ~ (= πέφτει) κοντό/μακρύ/στενό. Βλ. πηγαίνει. 5. για δήλωση ιδιότητας, συνήθ. κόστους: Δεν θα το αγοράσω, μου ~ κάπως ακριβό. Πβ. κοστίζει. 6. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) για δήλωση του ορίου, επιπέδου στο οποίο φτάνει κάτι: Το νερό της ~όταν ως/ίσαμε το γόνατο/τη μέση. ● Μτχ.: ερχόμενος , η, ο 1. ο αμέσως επόμενος: Οι ~ες γενιές (= επερχόμενες, μελλοντικές, μεταγενέστερες. ΑΝΤ. προγενέστερες). Η δίκη θα αρχίσει την ~η Δευτέρα (= προσεχή. ΑΝΤ. περασμένη, προηγούμενη). Βλ. εξ~. 2. που κινείται προς το μέρος κάποιου: τα ~α αυτοκίνητα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (σπανιότ.-λόγ., με κεφαλ. το αρχικό Ε) που προσδοκάται ο ερχομός του: Ευλογημένος ο ~. ● ΦΡ.: (κάτι) πάει κι έρχεται (μτφ.-προφ.): που μπορεί κανείς να το ανεχθεί, δεχτεί: Αυτό ~ ~., αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αν είναι πεπρωμένο να συμβεί κάτι, θα συμβεί: Μην αγχώνεσαι να βρεις σύντροφο, ~ ~., έρχεται από το μέλλον (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι πρωτοπόρος ή κάτι καινοτόμο: Ιδέα/κίνημα/σχεδιασμός που ~ ~., έρχεται από το παρελθόν (μτφ.): ανήκει στο παρελθόν και επανέρχεται στο παρόν: Ανάμνηση/μόδα/μορφή/μυστικό που ~ ~., έρχεται στον κόσμο/στη ζωή (για πρόσ.): γεννιέται., έρχομαι στα λεφτά μου (προφ.): δεν έχω κέρδος ούτε απώλεια, συνήθ. από τυχερό παιχνίδι., έρχομαι στα λόγια (κάποιου) (προφ.): συμφωνώ μαζί του, αναφέρω τα λόγια του, με τα οποία μπορεί να διαφωνούσα παλιότερα: Να λοιπόν που τώρα ~εσαι ~ μου., ήρθε κι έδεσε (το γλυκό)/δένει το γλυκό & (σπάν.) δένει το σιρόπι (μτφ.-προφ.): για σύμπτωση, συνδυασμό, συνήθ. αρνητικών στοιχείων, παραγόντων, γεγονότων ή για ανθρώπους που ταιριάζουν: Κάτι οι ανούσιοι διάλογοι, κάτι το κακό σενάριο, ~ έδεσε το γλυκό! Η παρουσία του ~ έδεσε με όλο αυτό το κλίμα της γιορτής!|| Όχι ότι φταίει κανείς για τις σχέσεις μας, απλά δεν δένει ~!, καλώς ήρθες/ήρθατε & καλωσήρθες/καλωσήρθατε (προφ.): τυπικός χαιρετισμός για την υποδοχή επισκέπτη ή φιλοξενούμενου: -~ ~ατε! -Καλώς σας βρήκαμε! (βλ. καλώς τα δέχτηκες) ~ ~ες στην παρέα μας! ~ατε στον δικτυακό τόπο/στην ιστοσελίδα μας!|| (ως ουσ.) Ας πιούμε ένα κρασί για το ~ ~. Με το ~ ~ες άρχισε τη γκρίνια (= αμέσως· πβ. με το καλημέρα). ΣΥΝ. καλώς όρισες/ορίσατε, μου έρχεται/μου 'ρχεται να ...: νιώθω έντονα την ανάγκη ή την επιθυμία να κάνω κάτι: Όταν το σκέφτηκα, μου ήρθε να βάλω τα γέλια.|| (εμφατ.) Έτσι ~ ~ τα παρατήσω όλα., μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη {συνήθ. στον αόρ.}: σκέφτομαι ή θυμάμαι κάποιον ή κάτι: Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε ~ είναι ... Τι σας φέρνει στο νου η λέξη ...; Πβ. έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου.|| Ήρθαν ~ μας παλιές αναμνήσεις. Σε έφερα ~ μου, όπως ήσουν τότε (πβ. αναπολώ)., όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν (προφ.): δεν με νοιάζει τι πρόκειται να συμβεί: Κάνω τα στραβά μάτια, ~ ~. Πβ. δε βαριέσαι, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει., πάει κι έρχεται 1. πηγαινοέρχεται, υπάρχει κινητικότητα: Κόσμος ~ ~. Καράβια/τρένα πάνε κι έρχονται. 2. πηγαίνει πέρα-δώθε: Το εκκρεμές ~ ~. 3. για να δηλωθεί αποδοχή, ανοχή μιας κατάστασης, ενός γεγονότος: Αν το διαζύγιο είναι συναινετικό, ~ ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό: Οι εκπλήξεις/τα κεράσματα/οι συζητήσεις πάνε κι έρχονται (= δίνουν και παίρνουν)! [< μεσν. υπάγω και έρχομαι] , (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το γήρας) ου γαρ έρχεται μόνον βλ. ου, ανακατωμένος/ανακατεμένος ο ερχόμενος βλ. ανακατεμένος, από κει που ήρθε/'ρθε βλ. εκεί, από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα βλ. κανέλα, βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο βλ. προσκήνιο, βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, έγινε/γίνεται το έλα να δεις βλ. γίνομαι, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είμαι/έρχομαι στα πράγματα βλ. πράγμα, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, έλα, παππού/παππούλη (μου), να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά/τ' αμπέλια σου βλ. παππούς, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έρχεται και παρέρχεται βλ. παρέρχομαι, έρχεται στα χέρια μου βλ. χέρι, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, έρχομαι στα σύγκαλά/στα λογικά μου βλ. σύγκαλα, έρχομαι/είμαι/βρίσκομαι σε επαφή (με κάποιον/κάτι) βλ. επαφή, έρχομαι/μπαίνω στη θέση του βλ. θέση, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έρχομαι/φέρνω (κάτι) πάτσι και πόστα βλ. πάτσι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, ήρθα για να μείνω βλ. μένω, ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα βλ. άγριος, ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια βλ. λόγια, ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια βλ. χέρι, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, ήρθε/σήμανε η ώρα βλ. ώρα, καλομελέτα κι έρχεται! βλ. καλομελετώ, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς βλ. κόλπος2, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πήγαινε-έλα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, τα καλύτερα έρχονται! βλ. καλύτερος, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω ● βλ. έλα [< αρχ. ἔρχομαι, γαλλ. venir, αγγλ. come, γερμ. kommen]
-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.
-ίτης2: επίθημα για την απόδοση ξένων όρων, ιδ. ορυκτών: βωξ~/γραν~/γραφ~/δολομ~/λιγν~.
καταβολισμός κα-τα-βο-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ΒΙΟΧ. φάση του μεταβολισμού, κατά την οποία οι σύνθετες ουσίες διασπώνται σε απλούστερες, απελευθερώνοντας ενέργεια: ~ γλυκόζης/λιπαρών οξέων/πρωτεϊνών/υδατανθράκων. Προϊόν ~ού (βλ. άζωτο). Αντιμετώπιση του μυϊκού ~ού. Βλ. αναβολισμός, -ισμός. [< γαλλ. catabolisme, αγγλ. catabolism]
νεραντζάκι νε-ρα-ντζά-κι ουσ. (ουδ.) & νερατζάκι 1. ΖΑΧΑΡ. γλυκό του κουταλιού από μικρά πράσινα νεράντζια. 2. μικρό νεράντζι. 3. ΒΟΤ. κοινή ονομασία του μανιταριού Cantharellus cibarius. Βλ. καλογεράκι.
-όλη: επίθημα σε ενώσεις με μία ή περισσότερες ομάδες αλκαλικού υδροξειδίου: αιθαν~ (= οινόπνευμα, βλ. αιθυλικός)/μεθαν~ (= ξυλόπνευμα, βλ. μεθυλικός). Βενζ~/προπαν~/φαιν~. Βλ. -άνιο.
υδατάνθρακες [ὑδατάνθρακες] υ-δα-τάν-θρα-κες ουσ. (αρσ.) (οι): ΒΙΟΧ. οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται στα φυτά κατά τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης από διοξείδιο του άνθρακα και νερό και αποτελούν βασική πηγή ενέργειας κάθε ζωντανού οργανισμού: απλοί (βλ. σάκχαρο)/σύνθετοι (βλ. άμυλο) ~. Βλ. μακροθρεπτικά συστατικά. ΣΥΝ. γλυκίδια [< γαλλ. hydrates de carbone]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ