Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • γλυκός , ιά, ό γλυ-κός επίθ. {γλυκύτ-ερος, -ατος} 1. που έχει τη γεύση της ζάχαρης ή του μελιού και γενικότ. που είναι νόστιμος: ~ός: καφές (βλ. βαρύγλυκος, ANT. πικρός)/τραχανάς (βλ. ξινός). ~ιά: κρέπα (βλ. αλμυρός)/πιπεριά (βλ. καυτερός)/πίτα/σάλτσα. ~ό: κρασί (ΑΝΤ. ξηρός)/πορτοκάλι. ~ά: κουλουράκια (ΑΝΤ. άγλυκος). ~ πειρασμός (: για γλυκίσματα). Θέλω να φάω κάτι ~ό. Βλ. γλυκόξινος, ημί-, ολό-, υπό-γλυκος. 2. (μτφ.) που δημιουργεί ευχάριστη αίσθηση: ~ός: ήχος/καιρός (πβ. μαλακός)/πόνος/ύπνος (= ήρεμος). ~ιά: αγκαλιά/αμαρτία/ανάμνηση (= όμορφη)/βραδιά/ζωή (πβ. ντόλτσε βίτα)/μελαγχολία (του φθινοπώρου)/μελωδία/νοσταλγία/προσμονή/φωνή (= απαλή). ~ό: αεράκι (= ελαφρύ)/άρωμα (βλ. γλυκερό)/βλέμμα (= στοργικό, τρυφερό)/καλωσόρισμα/κλίμα (= ήπιο)/φιλί/φως (ΑΝΤ. σκληρό)/χάδι/χαμόγελο (= ζεστό). ~ιές: ευχές/κουβέντες. ~ά: λόγια (= γλυκόλογα).|| ~ό: προσωπάκι ~ιά: φυσιογνωμία. Πβ. συμπαθητικός, χαριτωμένος.|| (για πρόσ.) ~ός: άνθρωπος. ~ό: παιδί/πλάσμα. Πβ. γλυκομίλητος, καλοσυνάτος, μειλίχιος, πράος.|| (ως προσφών.) ~έ μου! Aγάπη μου ~ιά! ● Υποκ.: γλυκούλης , α, -ικο/-ι: για δήλωση τρυφερότητας: Τι ~ι που είναι!, γλυκούλικος , η, ο, γλυκούτσικος , η/ια, ο ● επίρρ.: γλυκά: Γελώ/μιλώ/τραγουδώ ~. Σε φιλώ ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γλυκό νερό & (σπάν.-λόγ.) γλυκό ύδωρ {συνήθ. στον πληθ.}: το νερό ποταμών, λιμνών και πηγών που δεν είναι αλμυρό: επιφανειακά/στάσιμα/υπόγεια ~ά ~ά. Θαλασσινό και ~ ~. Υγρότοποι ~ού ~ού. Ψάρεμα στα ~ά ~ά. Ιχθυοπονία γλυκέων υδάτων. [< γαλλ. eau douce] ● ΦΡ.: του γλυκού νερού 1. για οργανισμό που ζει και αναπτύσσεται σε λίμνες, ποτάμια και όχι στη θάλασσα: γαρίδες/φυτά/χελώνες/ψάρια (βλ. ιχθυοπανίδα) ~ ~. 2. (μτφ.-μειωτ.) για πρόσωπο άπειρο, δειλό και γενικώς ανάξιο για την ιδιότητα που του αποδίδεται: επαναστάτης/μάγκας (πβ. ψευτόμαγκας) ~ ~., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον) βλ. μάτι, κάνω τα πικρά γλυκά βλ. πικρός, όνειρα γλυκά! βλ. όνειρο, τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι βλ. τζάμπα, το γλυκό/πικρό ψωμί βλ. ψωμί [< μεσν. γλυκός, γαλλ. doux]
  • γλυκοσαμίνη βλ. γλυκοζαμίνη
  • γλυκοσίδες γλυ-κο-σί-δες ουσ. (θηλ.) (οι) {σπάν. στον εν. γλυκοσίδη} & γλυκοσίδια (τα): ΦΑΡΜΑΚ. φυτικές ουσίες που περιέχουν σάκχαρο και εμφανίζουν καρδιοτονωτική δράση. [< γαλλ.-αγγλ. glycosides]

βαρύγλυκος

βαρύγλυκος βα-ρύ-γλυ-κος επίθ./ουσ. & βαρύ γλυκός (λαϊκό, για τον ελλην. καφέ): που περιέχει μεγάλη ποσότητα καφέ και ζάχαρης και καϊμάκι. Βλ. καϊμακλής.

γλυκοζαμίνη

γλυκοζαμίνη γλυ-κο-ζα-μί-νη ουσ. (θηλ.) & γλυκοσαμίνη: ΒΙΟΧ. αμινοξύ παράγωγο της γλυκόζης (σύμβ. C6H13NO5)που απαντά κυρ. σε ζωντανούς συνδετικούς ιστούς και σε ορισμένα φυτικά κυτταρικά τοιχώματα: υδροχλωρική ~. Βλ. -ίνη. [< γαλλ.-αγγλ. glucosamine]

γλυκόξινος

γλυκόξινος, η, ο γλυ-κό-ξι-νος επίθ.: που η γεύση του είναι γλυκιά και ξινή: (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ο: κοτόπουλο/χοιρινό (: με ~η σάλτσα). ΣΥΝ. ξινόγλυκος. Βλ. υπόξινος.|| (μτφ.) ~ες: εντυπώσεις. Πβ. γλυκόπικρος. [< μεσν. γλυκόξινος]

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

όνειρο

όνειρο [ὄνειρο] ό-νει-ρο ουσ. (ουδ.) {ονείρ-ου | -ων· (λαϊκό-λογοτ.) πληθ. ονείρατα} 1. βίωση σειράς εικόνων, παραστάσεων, ιδεών, (συν)αισθημάτων που εμφανίζονται στο μυαλό, συνήθ. έχοντας αναδυθεί από το ασυνείδητο, κατά τη διάρκεια των διαφόρων σταδίων του ύπνου: άσχημο/ερωτικό/ζωντανό/κακό/καλό/όμορφο/περίεργο/προφητικό/σημαδιακό/φρικτό (πβ. εφιάλτης) ~. Βλέπει το ίδιο ~ κάθε βράδυ. ~ ήταν, πέρασε. Το ~ βγήκε αληθινό. Δεν πιστεύει στα ~α. Ερμηνεία και εξήγηση των ~ων (βλ. ονειροκρίτης).|| Διαυγές ή συνειδητό ~ (: κατά το οποίο κάποιος έχει συνείδηση ότι ονειρεύεται, ενώ το ~ είναι σε εξέλιξη).|| Εμφανίστηκε σαν (σε) ~ μπροστά της. ΣΥΝ. ενύπνιο 2. (μτφ.) φιλοδοξία, στόχος, ευσεβής ή ανεκπλήρωτος πόθος· ισχυρή επιθυμία, λαχτάρα για κάτι ή κάποιον: ανέφικτο/απατηλό/άπιαστο/κρυφό/νεανικό/παιδικό/τρελό ~. Το ~ της ζωής της είναι να γίνει χορεύτρια. Έκανε το ~ό του πραγματικότητα. Κυνηγάει το ~ό της. Πάλεψε σκληρά, για να κατακτήσει το ~ό του. Όλοι έχουν δικαίωμα στο ~ (: να ονειρεύονται). Πλάθει ~α στον ξύπνιο του (: ονειροπολεί). Αγόρασε το σπίτι των ~ων του. (προφ.) Έχω κάνει ~α για σένα. Πώς τολμάς να σκοτώνεις τα ~α και τις ελπίδες μου; Πβ. ονειροπόληση, όραμα, ουτοπία, φαντασιοκόπημα, φαντασίωση, χίμαιρα. 3. {χωρ. πληθ.} (επιτατ.) για καθετί θαυμάσιο, έξοχο: Αγόρασε ένα φόρεμα (σκέτο) ~! Μαγείρεψε μια μακαρονάδα ~! Πβ. μαγεία, μούρλια, ποίημα.|| (ως επίρρ.) Περάσαμε ~ (= ονειρεμένα, ονειρικά) στις διακοπές! ΣΥΝ. αριστούργημα (3), θαύμα (2) ● Υποκ.: ονειράκι (το) 1. όνειρο. 2. τρυφερή προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο: Καληνύχτα ~ μου! ● ΣΥΜΠΛ.: αμερικανικό όνειρο βλ. αμερικανικός, μακρινό όνειρο βλ. μακρινός ● ΦΡ.: έλα να/θα σου ξηγήσω τ' όνειρο (αργκό): για δήλωση επιθετικής ή ερωτικής διάθεσης: Έλα, αν έχεις τα κότσια, να ~ ~ (πβ. θα σου δείξω (εγώ)!, όνειρα γλυκά!: ευχή σε κάποιον που πηγαίνει να κοιμηθεί: Τρεχάτε τώρα στα κρεβάτια σας κι ~ ~.|| (χιουμορ.) ~ ~ και ... απονήρευτα. Βλ. καληνύχτα, καλόν ύπνο(!)., όνειρο θερινής νυκτός: για καθετί που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί, ουτοπικό: ~ ~ φαντάζει η πρόκριση για την ομάδα. [< αγγλ. A Midsummer Night's Dream (Σαίξπηρ)] , ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα: για κάτι εντελώς ανέλπιστο: ~ ~ δεν περίμενα τέτοια επιτυχία., σαν όνειρο μου φαίνεται & μου φαίνεται σαν όνειρο: για κάτι που κάποιος θεωρεί εξωπραγματικό, απίθανο να συμβεί, αλλά συμβαίνει: ~ ~ ότι πήρα προαγωγή., αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα βλ. αλλού, βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου βλ. βλέπω [< 1: αρχ. ὄνειρον, αγγλ. dream, γαλλ. rêve]

πικρός

πικρός, ή, ό πι-κρός επίθ. 1. που έχει έντονη και συνήθ. δυσάρεστη γεύση: ~ός: καφές (ΑΝΤ. γλυκός). ~ή: σοκολάτα. ~ό: ποτό/χάπι. ~ά: συστατικά/χόρτα. Είναι ~ό σαν φαρμάκι. Βλ. αλμυρός, γλυκό-, κατά-πικρος, ξινός. 2. (μτφ.) που προκαλεί ή εκφράζει πόνο, θλίψη: ~ός: απολογισμός. ~ή: ζωή/ήττα/ιστορία/ξενιτιά. ~ό: αντίο/μήνυμα/τέλος/φιλί. ~ές: εμπειρίες/μνήμες. Άκουσε/είπε ~ές αλήθειες.|| ~ό: παράπονο/χαμόγελο. ~ά: δάκρυα. Πβ. θλιβερός, λυπηρός. 3. (μτφ.) δηκτικός, οξύς: ~ή: ειρωνεία. ~ό: χιούμορ. ~ές: κουβέντες. ~ά: λόγια/σχόλια. Πβ. πικρόχολος, φαρμακερός. ● Υποκ.: πικρούτσικος , η, ο: ΣΥΝ. υπόπικρος ● επίρρ.: πικρά ● ΦΡ.: κάνω τα πικρά γλυκά (μτφ.-κυρ. προφ.): συμβιβάζομαι με μια δυσάρεστη κατάσταση, υποβαθμίζω τη σημασία της για να νιώσω καλύτερα ή να αμβλύνω τις εντυπώσεις: Έκανε ~ ~ και ήρθε μόνο γιατί έπρεπε.|| (αρνητ. συνυποδ.) Βλέπουν το αδιέξοδο, αλλά κάνουν ~ ~ χάριν σκοπιμοτήτων (βλ. βαφτίζει το κρέας ψάρι). Πβ. χρυσώνω το χάπι., έχω πικρή πείρα από κάποιον/κάτι βλ. πείρα, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, κλαίω πικρά βλ. κλαίω, πίνω το πικρό ποτήρι βλ. ποτήρι, το γλυκό/πικρό ψωμί βλ. ψωμί [< αρχ. πικρός]

τζάμπα

τζάμπα τζά-μπα επίρρ. & τσάμπα (προφ.) 1. δωρεάν ή πολύ φτηνά: Το ηχείο το πήρα ~ από ένα φίλο (: μου το χάρισε). (ως επίθ.) ~ φαγητό. Βρήκα ~ εισιτήρια/προσκλήσεις.|| Το αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας, σχεδόν ~. Πβ. πάμφθηνα.|| ~ δουλεύει (: για πολύ λίγα χρήματα).|| (ως ουσ.) Έχει μάθει/συνηθίσει στο ~. Πβ. τζαμπέ. 2. (μτφ.) μάταια: ~ ο ενθουσιασμός/ο κόπος (= κρίμα, χαράμι· ΑΝΤ. χαλάλι)/η κούραση/η φασαρία. ~ ανησυχείς/ταλαιπωρείσαι/χάνεις την ώρα σου. ~ ήρθαμε, δεν είναι κανείς εδώ. 3. (ως επίθ.) (μτφ.-ειρων.) που δεν έχει βαρύτητα ή συνέπειες, χωρίς αιτία ή κόστος: ~ αντίσταση/κριτική/λόγια/μαγκιά/υποσχέσεις (πβ. ανέξοδος, εύκολος). ~ επαναστάτες.|| Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, ~ είναι! ● ΣΥΜΠΛ.: πεταμένα/τζάμπα/κοροϊδίστικα λεφτά βλ. λεφτά ● ΦΡ.: στο τζάμπα (προφ.-ειρων.): χωρίς καθόλου χρήματα ή με πολύ λίγα: Δεν πλήρωσαν είσοδο, μπήκαν ~ ~. Τη βγάζουν ~ ~, πάντα τους κερνάνε., τζάμπα και βερεσέ (προφ.): άδικα, άσκοπα: Τόση δουλειά πήγε ~ ~ (= στράφι)!, τζάμπα κι άδικα (προφ.): χωρίς λόγο, μάταια: ~ ~ στενοχωριέσαι., τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αυτό που προσφέρεται χωρίς αντάλλαγμα είναι πάντα ευχάριστο και καλοδεχούμενο., τζάμπα πράμα & πράγμα (προφ.): κυρ. για προϊόν σε πολύ καλή τιμή: Παρ' το, ~ ~ είναι. Βλ. κελεπούρι., τζάμπα μάγκας βλ. μάγκας, τι/τζάμπα τα έχουμε/πήραμε/φοράμε τα γαλόνια; βλ. γαλόνι2 [< τουρκ. caba]

ψωμί

ψωμί ψω-μί ουσ. (ουδ.) {ψωμ-ιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. βασικό είδος διατροφής που φτιάχνεται από ζύμη αποτελούμενη από αλεύρι, νερό, αλάτι και μαγιά και ψήνεται στον φούρνο: άζυμο/άσπρο/αφράτο/βιολογικό/γαλλικό (βλ. μπαγκέτα)/ζεστό/ζυμωτό/ιταλικό (βλ. τσιαπάτα, φοκάτσια)/καλαμποκίσιο (πβ. μπομπότα)/καψαλισμένο (βλ. μπρουσκέτα)/κριθαρένιο/μαύρο/μπαγιάτικο/παραδοσιακό/πιτυρούχο/πολύσπορο/σκληρό/σπιτικό/σταρένιο/στρογγυλό/σύμμικτο/τραγανό/φρέσκο/φρυγανισμένο ~. ~ με προζύμι (βλ. ανεβατό)/σουσάμι. ~ διαίτης/ολικής αλέσεως/σικάλεως/φόρμας. ~ για/του τοστ. ~ με ελιές (= ελιόψωμο)/σταφίδες (= σταφιδόψωμο). ~ και (= ψωμοτύρι)/με τυρί (= τυρόψωμο). ~ στα κάρβουνα. Η κόρα/η ψίχα/τα ψίχουλα του ~ιού. Μαχαίρι/μηχανή (= αρτοπαρασκευαστής)/ξύλο κοπής ~ιού. Ένα κιλό/μια φραντζόλα ~. Μια φέτα ~. Πβ. άρτος. Βλ. αρτο-, αρτοσκευάσματα, εφτάζυμο, κουλούρα, κουτσούνα, λαγάνα, λαδό-, τηγανό-, χριστό-ψωμο, παξιμάδι, φρυγανιά. 2. (κατ' επέκτ.) τα προς το ζην: αγώνας για το ~. Με το κλείσιμο της επιχείρησης, πολλές οικογένειες έχασαν το ~ τους. 3. (ΚΔ) τα υλικά αγαθά: Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ~. ● Υποκ.: ψωμάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χωριάτικο ψωμί/ψωμί χωριάτικο βλ. χωριάτικος, ψωμί πολυτελείας βλ. πολυτέλεια ● ΦΡ.: (λέω) το ψωμί ψωμάκι (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζω μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, είμαι πολύ φτωχός: Με τέτοια κρίση, θα πούμε ~ ~!, για ένα κομμάτι/ένα καρβέλι/μια μπουκιά ψωμί (μτφ.-προφ.): για πολύ λίγα χρήματα: Δούλευε όλη μέρα ~ ~. Πούλησε το οικόπεδο ~ ~. ΣΥΝ. αντί/έναντι πινακίου φακής, δεν έχει ψωμί να φάει (μτφ.-προφ.): είναι πολύ φτωχός, λιμοκτονεί. Πβ. ψωμολυσσάω., έχει (πολύ) ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.): απαιτεί πολύ χρόνο, έχει ακόμη πολλή δουλειά μέχρι να ολοκληρωθεί: Η υπόθεση ~ ~., έχει ψωμί/φαΐ (μτφ.-προφ.): έχει κέρδος, όφελος, κυρ. οικονομικό, ή παρουσιάζει ενδιαφέρον: Η δουλειά ~ ~, μην την αφήσεις! Μυρίστηκε ότι έχει ψωμί (= ζουμί) η υπόθεση κι άρχισε να ψάχνει πληροφορίες., θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα & πολύ ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.) 1. χρειάζεται πολύς χρόνος, προσπάθεια ή/και υπομονή για να πετύχει κάτι: Έχει να φάει ~ ~, για να γίνει καλός στη δουλειά του. Θέλω πολλά ψωμιά ακόμα, για να σε φτάσω! 2. θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα: Είναι γερό σκαρί, έχει να φάει ~ ~., τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του & (σπάν.) τα καρβέλια του (μτφ.-προφ.) 1. (για πρόσ.) δεν θα ζήσει ή δεν θα παραμείνει στη θέση του για πολύ καιρό ακόμα: || Λίγα είναι τα ~ του στην εταιρεία, σύντομα θα τον απολύσουν. Μη στενοχωριέσαι κι είναι μετρημένα ~ ~! 2. (για πράγμα) έχει παλιώσει, δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο: Τα 'φαγε ~ ~ το αμάξι/κομπιούτερ., το γλυκό/πικρό ψωμί (μτφ.-προφ.): για ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία: το γλυκό ~ της εξουσίας/νίκης. Το πικρό ~ της προσφυγιάς., το καθημερινό ψωμί (μτφ.) 1. ο βιοπορισμός: Δούλευε σκληρά, για να βγάζει ~ ~. Πβ. άρτος ο επιούσιος. Βλ. μεροκάματο. 2. καθετί σύνηθες: Η αδικία έγινε ~ ~. [< γαλλ. le pain quotidien] , τρώω ψωμί (από κάποιον) (μτφ.-προφ.): μου προσφέρει δουλειά και μισθό: Χιλιάδες εργαζόμενοι τρώνε ~ από τις επιχειρήσεις/τα χέρια του., βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, βούτυρο στο ψωμί βλ. βούτυρο, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, ψωμί κι ελιά/ελιές βλ. ελιά [< μεσν. ψωμί < μτγν. ψωμίον < αρχ. ψωμός ‘κομμάτι ψωμιού ή άλλου πράγματος’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.