Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γλωσσίδι γλωσ-σί-δι ουσ. (ουδ.) 1. μεταλλικό, συνήθ. μικρό, τμήμα αντικειμένου ή μηχανισμού σε σχήμα γλώσσας: το ~ της καμπάνας/του κουδουνιού (: που χτυπάει στα τοιχώματα και παράγει ήχο). ~ της κλειδαριάς (: κινητό μεταλλικό στέλεχος). Βλ. -ίδι. 2. ΜΟΥΣ. μικρή λεπτή πλάκα στο επιστόμιο πνευστών οργάνων (κλαρινέτο, σαξόφωνο, όμποε) και σε πληκτροφόρα που λειτουργούν με αέρα (ακορντεόν, αρμόνιο), η οποία, όταν πάλλεται, παράγει ήχο: διπλό/μονό ~. ΣΥΝ. γλωττίδα & γλωσσίδα (2) [< μτγν. γλωσσ(ττ)ίδιον]

-ίδι

-ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.