γλωσσίδι γλωσ-σί-δι ουσ. (ουδ.) 1. μεταλλικό, συνήθ. μικρό, τμήμα αντικειμένου ή μηχανισμού σε σχήμα γλώσσας: το ~ της καμπάνας/του κουδουνιού (: που χτυπάει στα τοιχώματα και παράγει ήχο). ~ της κλειδαριάς (: κινητό μεταλλικό στέλεχος). Βλ. -ίδι.2. ΜΟΥΣ. μικρή λεπτή πλάκα στο επιστόμιο πνευστών οργάνων (κλαρινέτο, σαξόφωνο, όμποε) και σε πληκτροφόρα που λειτουργούν με αέρα (ακορντεόν, αρμόνιο), η οποία, όταν πάλλεται, παράγει ήχο: διπλό/μονό ~. ΣΥΝ. γλωττίδα & γλωσσίδα (2) [< μτγν. γλωσσ(ττ)ίδιον]
-ίδι
-ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο.2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα).3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.