Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γλωττίδα & γλωσσίδα γλωτ-τί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. το άνοιγμα μεταξύ των φωνητικών χορδών, το οποίο συντελεί στην παραγωγή της φωνής. Βλ. επιγλωττίδα. 2. ΜΟΥΣ. (λόγ.) γλωσσίδι. [< μτγν. γλωττίς 1: αγγλ. glottis, γερμ. Glottis, γαλλ. glotte]

επιγλωττίδα

επιγλωττίδα [ἐπιγλωττίδα] ε-πι-γλωτ-τί-δα ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. τριγωνική χόνδρινη δομή που φράζει το άνω στόμιο του λάρυγγα και τον προφυλάσσει κατά την κατάποση: Η ~ εμποδίζει τις τροφές να περάσουν στις αναπνευστικές οδούς. Βλ. σταφυλή. [< αρχ. ἐπιγλωττίς, γαλλ. épiglotte , αγγλ. epiglottis]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.