Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γλύκανση γλύ-καν-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. προσθήκη γλυκαντικών ουσιών (σε τρόφιμα, ποτά ή φάρμακα): ~ αναψυκτικών/οίνου. Παστίλιες με φυσική ~. Βλ. αρωματισμός. 2. ΧΗΜ. μέθοδος απομάκρυνσης του θείου ή θειούχων ενώσεων από πετρελαιοειδή: μονάδα ~ης βενζίνης/κηροζίνης. [< 1: μτγν. γλύκανσις 2: αγγλ. sweetening, 1924]

αρωματισμός

αρωματισμός [ἀρωματισμός] α-ρω-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) & (προφ.) αρωμάτισμα (το): η ενέργεια του αρωματίζω: προϊόντα ~ού αναπνοής. Συστήματα απόσμησης και ~ού χώρων. Πβ. παρφουμάρισμα.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) Οίνος που έχει υποστεί ~ό με φυσικές αρωματικές ουσίες. Βλ. -ισμός. [< μεσν. αρωμάτισμα, γαλλ. aromatisation, αγγλ. aromatization]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.