Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γνάθος γνά-θος ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ. καθένα από τα δύο οστά του προσώπου που φέρουν δόντια: άνω (: ο σκελετός στην οροφή του στόματος)/κάτω (: το κινητό οστό στο έδαφος του στόματος) ~. Η άρθρωση της ~ου. Βλ. προγναθισμός. ΣΥΝ. σιαγόνα (1) [< αρχ. γνάθος] ΓΝΑΘΟΣ

προγναθισμός

προγναθισμός προ-γνα-θι-σμός ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. ανώμαλη προβολή της μιας (συνήθ. της κάτω) ή και των δύο γνάθων. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. prognathisme, αγγλ. prognathism]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.