Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γνώστης γνώ-στης ουσ. (αρσ.) {θηλ. γνώστρια}: πρόσωπο που έχει γνώση ή εμπειρία σε κάτι: άριστος/βαθύς/εμβριθής/εξαιρετικός ~ του αντικειμένου/του θέματος. Πβ. κάτοχος.|| ~ της αγοράς εργασίας/των προβλημάτων. Πβ. αυθεντία, ειδήμων, ειδικός, επαΐων, εξπέρ, σπεσιαλίστας. ΑΝΤ. αδαής, ανίδεος (1), άσχετος (2) [< μτγν. γνώστης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.