Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γονιμοποίηση γο-νι-μο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ. ένωση αρσενικού με θηλυκό γαμέτη για την παραγωγή ζυγωτού: ~ του ωαρίου (από ένα σπερματοζωάριο). Τεχνητή (: εξωσωματική ή ενδοσωματική)/φυσική ~. Πβ. σύλληψη. Βλ. αναπαραγωγή, αυτο~, μικρο~, σταυρο~. 2. (μτφ.) διεργασία που οδηγεί σε μια νέα δημιουργία, μια καινούργια κατάσταση: ~ ιδεών/της σκέψης/της τέχνης. Βλ. κυοφορία, -ποίηση. ● ΣΥΜΠΛ.: εξωσωματική γονιμοποίηση βλ. εξωσωματικός [< γαλλ. fécondation]

αναπαραγωγή

αναπαραγωγή[ἀναπαραγωγή] α-να-πα-ρα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ. λειτουργία μέσω της οποίας οι ζωντανοί οργανισμοί πολλαπλασιάζονται· κατ' επέκτ. η ίδια η δημιουργία νέων οργανισμών: ~ του (ανθρώπινου) είδους. Όργανα ~ής (= αναπαραγωγικά). Ιατρικώς υποβοηθούμενη/τεχνητή ~. Περίοδος ~ής. Μονάδες ~ής πουλερικών. Βλ. εξωσωματική γονιμοποίηση, διασταύρωση, κλωνοποίηση, παρθενογένεση. ΣΥΝ. πολλαπλασιασμός (2) 2. ΤΕΧΝΟΛ. παραγωγή αντιγράφων με τεχνικά μέσα· ειδικότ. μετατροπή εγγεγραμμένων αναλογικών ή ψηφιακών σημάτων σε εικόνα ή/και ήχο: έγχρωμη/ηλεκτρονική/μαζική/πιστή/φωτογραφική/φωτοτυπική/ψηφιακή ~. ~ εγγράφων.|| (συνεκδ.) ~ές έργων τέχνης (= αντίγραφα). 3. (μτφ.) επανάληψη, συντήρηση, διαιώνιση: ~ απόψεων/ειδήσεων.|| ~ προτύπων. ~ της κυρίαρχης ιδεολογίας. ● ΣΥΜΠΛ.: αγενής/μονογονική αναπαραγωγή: ΒΙΟΛ. δημιουργία απογόνων χωρίς τη συνένωση γαμετών. ΣΥΝ. μονογονία [< γαλλ. multiplication asexuée] , αμφιγονική/εγγενής αναπαραγωγή: ΒΙΟΛ. που γίνεται με γονιμοποίηση· αμφιγονία., επιλεκτική αναπαραγωγή & ελεγχόμενη αναπαραγωγή: αυστηρή επιλογή ζώων-γεννητόρων με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Βλ. διασταύρωση, ευγονική. [< αγγλ. selective breeding, 1931] [< γαλλ. reproduction, γαλλ. procréation]

εξωσωματικός

εξωσωματικός, ή, ό [ἐξωσωματικός] ε-ξω-σω-μα-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που γίνεται εκτός του σώματος: ~ή: θεραπεία. ΑΝΤ. ενδοσωματικός ● επίρρ.: εξωσωματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εξωσωματική γονιμοποίηση & (προφ.) εξωσωματική: (σε περίπτωση προβλημάτων στειρότητας ή υπογονιμότητας) μέθοδος ιατρικά υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που συντελείται στο εργαστήριο με ωάρια τα οποία λαμβάνονται από τη γυναίκα, γονιμοποιούνται με τα σπερματοζωάρια σε ειδικό δοχείο και εμφυτεύονται στη μήτρα μέσω καθετήρα: Υποβλήθηκε σε ~ ~. Βλ. παιδί του σωλήνα, σπερματέγχυση. [< γαλλ. fécondation in vitro, 1983] , εξωσωματική κυκλοφορία: κυκλοφορία του αίματος εκτός σώματος, μέσω ειδικού μηχανισμού, κατά τη διάρκεια εγχείρησης ανοιχτής καρδιάς. [< αγγλ. extra-corporeal, γαλλ. extracorporel, περ. 1950]

κυοφορία

κυοφορίακυ-ο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. εγκυμοσύνη, κύηση: ~ εμβρύου. Σύλληψη, ~, τοκετός. Περίοδος ~ας.|| (ΝΟΜ.) Άδεια/επίδομα ~ας (: στην εργασία).|| (για ζώο:) Το θηλυκό γεννάει μετά από ~ ... μηνών. Βλ. -φορία. 2. (μτφ.) διεργασία που προετοιμάζει τη γέννηση ενός πνευματικού δημιουργήματος, την εμφάνιση μιας καινούργιας κατάστασης: ~ νέου κόμματος/πολιτικού σκηνικού. Πολύμηνη ~ του νομοσχεδίου. Πβ. ζύμωση. Βλ. γονιμοποίηση. [< 1: μτγν. κυοφορία 2: γαλλ. gestation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.