Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • γούνα γού-να ουσ. (θηλ.) 1. το πυκνό και μαλακό τρίχωμα ορισμένων θηλαστικών ή/και το δέρμα που καλύπτεται από αυτό: ~ αλεπούς/αρκούδας/βιζόν. Ζώο με απαλή/ωραία ~. Η γάτα γλείφει/καθαρίζει τη ~ της. 2. (κυρ. συνεκδ.) κατεργασμένη γούνα και το ένδυμα, ιδ. παλτό, που κατασκευάζεται από αυτή ή αποτελεί απομίμησή της: γιακάς/καπέλο/μανσόν από ~. Βλ. αστρακάν, ρενάρ.|| Αληθινή (= φυσική)/οικολογική/συνθετική (= τεχνητή, ψεύτικη) ~. Βάζω/φορώ τη ~ μου. Τυλιγμένη με τη ~ της. Κατάστημα με ~ες και δερμάτινα είδη. ● Υποκ.: γουνάκι (το), γουνίτσα (η) ● ΦΡ.: έχω ράμματα για τη γούνα (κάποιου) (προφ.): (συνήθ. ως απειλή) έχω επιβαρυντικά στοιχεία εναντίον του: Μη μου αντιμιλάς, γιατί ~ ~ σου!, καίω τη γούνα (κάποιου) (μτφ.-προφ.): βλάπτω, ζημιώνω: Οι αποκαλύψεις τού έκαψαν τη γούνα.|| Έχει καεί η γούνα μου πολλές φορές (: την έχω πάθει, πατήσει). Πβ. τσουρουφλίζω. [< μεσν. γούνα < λατ. gunna]
  • γουναράδικο γου-να-ρά-δι-κο ουσ. (ουδ.) (προφ.): βιοτεχνία ή κατάστημα πώλησης γουναρικών. Βλ. -άδικο.
  • γουναράς γου-να-ράς ουσ. (αρσ.) (προφ.): επαγγελματίας που ασχολείται με την κατεργασία ή/και την πώληση γουναρικών. Βλ. -άς. [< μεσν. γουναράς]
  • γουναρικά γου-να-ρι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. γουναρικό}: γούνινα ενδύματα, ιδ. παλτό ή ζακέτες: δερμάτινα και ~.
  • γουναρική γου-να-ρι-κή ουσ. (θηλ.): η τέχνη και η τεχνική επεξεργασίας της γούνας. Πβ. γουνοποιία.

-άδικο

-άδικο (προφ.): επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα ή γενικότ. τόπο: βενζιν~/δισκ~/κλειδαρ~/μπουγατσ~/ξενυχτ~/ποτ~/ρακ~/ραφτ~/ρολογ~/τσαγκαρ~/τσιπουρ~/τυροπιτ~/φαγ~/φαστφουντ~. Πβ. -ικο1.|| (μειωτ.) Tρελ~.|| (σπανιότ.) Γκαζ~ (= πετρελαιοφόρο).

-ας

-ας 1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.

αστρακάν & αστραχάν

αστρακάν & αστραχάν [ἀστρακάν] α-στρα-κάν επίθ./ουσ. {άκλ.}: γούνα με κατσαρές τρίχες που παράγεται από το δέρμα πολύ νεαρών προβάτων στην πόλη Αστραχάν της Ρωσίας: καπέλο/τσαντάκι από ~.|| (ως επίθ.) Παλτό ~. [< γαλλ. astrakan]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.