Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γράφος γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. ΠΛΗΡΟΦ. δομή αποτελούμενη από κορυφές (κόμβους ή σημεία) που συνδέονται μεταξύ τους με ακμές (γραμμές): (μη) κατευθυνόμενος ~. Θεωρία των ~ων. Βλ. δενδροδιάγραμμα. 2. ΜΑΘ. γράφημα. [< αρχ. γράφος (τό) 'γραπτός νόμος', αγγλ. graph, γαλλ. graphe, 1926]

δενδροδιάγραμμα

δενδροδιάγραμμα δεν-δρο-δι-ά-γραμ-μα ουσ. (ουδ.) & δεντροδιάγραμμα & (σπάν.) δέντρο-διάγραμμα (επιστ.): ιεραρχική αναπαράσταση δομής, η οποία αποτελείται από διακλαδιζόμενους κόμβους που ξεκινούν από έναν κύριο κόμβο-ρίζα. Βλ. γράφος. [< αγγλ. tree diagram, 1965]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.