Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γράψιμο γρά-ψι-μο ουσ. (ουδ.) {γραψίμ-ατος | σπανιότ. -ατα} 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γράφω, η παραγωγή γραπτών κειμένων· κατ΄επέκτ. ο τρόπος γραφής ή σπανιότ. ο γραφικός χαρακτήρας: ~ των ασκήσεων. ~ ενός άρθρου (= σύνταξη). Έχει ταλέντο στο ~ (: στη συγγραφή). Πβ. γραφή.|| ~ατα (: μουτζούρες, σχέδια) στους τοίχους.|| Δημιουργικό/ποιοτικό ~. Το ~ό του (: το ύφος του) είναι στρωτό και γλαφυρό. 2. (μτφ.-προφ.) επιδεικτική αδιαφορία, περιφρόνηση: Τέτοιο ~ δεν το περίμενα. Πβ. κλάσιμο. Βλ. γράφω (κάποιον/κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια. [< μεσν. γράψιμον]

γράφω

γράφωγρά-φω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έγρα-ψα, γρά-φ(τ)ηκα (λόγ. εγράφ-η, -ησαν, μτχ. πληθ. ουδ. γραφ-έντα), γρα-φ(τ)εί, -μμένος, γράφ-οντας, -όμενος} 1. σχηματίζω σύμβολα γραφής (γράμματα, αριθμούς, νότες): ~ αργά/γρήγορα/ευανάγνωστα/καθαρά (βλ. καθαρο~)/καλλιγραφικά/ορθογραφημένα (ΑΝΤ. ανορθόγραφα). ~ στον (ηλεκτρονικό) υπολογιστή/στον πίνακα/στο τετράδιο/σε χαρτί. ~ με κιμωλία/μολύβι/σπρέι (βλ. γκράφιτι). ~ με το χέρι. ~ ολογράφως και αριθμητικά. ~ καθ' υπαγόρευση. ~ τη διεύθυνσή μου/το όνομά μου/το τηλέφωνό μου/μια φράση (= σημειώνω). ~ καμπύλη/κύκλο (= σχεδιάζω). Να ~φτεί αλγόριθμος/συνάρτηση. Μαθαίνει να ~ει. Δεν ξέρει να ~ει και να διαβάζει (βλ. αγράμματος, αναλφάβητος). Διαγράφω/σβήνω αυτό που ~ψα. Γράψε ό,τι σου πω. Το στιλό δεν ~ει (= τελείωσε το μελάνι). Το κείμενο έχει ~φτεί με κεφαλαία/μεγάλα/μικρά/πλάγια γράμματα. Πώς ~εται αυτή η λέξη; (βλ. ορθογραφώ). Στους κωδικούς ... θα ~φεί το σύνολο των εξόδων (= καταχωρηθεί). Ο μετρητής ~ει τη ροή του πετρελαίου (πβ. κατα~). Βλ. αντι~, ξανα~, προ~.|| Δεν μπορώ να διαβάσω τι ~ει (= αναγράφεται) στον πίνακα. 2. συντάσσω κείμενο, παράγω συγγραφικό ή μουσικό έργο και ειδικότ. διατυπώνω γραπτώς την άποψή μου: ~ αναφορά/γράμμα/δοκίμιο/επιφυλλίδα/θεατρικό έργο/κριτική/λίβελο (= λιβελογραφώ)/μελέτη/μήνυμα/ποίημα/στίχους. ~ει άσχημα/γλαφυρά/εύκολα/καλά/κατανοητά/όμορφα/παραστατικά. ~ει τη βιογραφία του. ~ σενάριο για την τηλεόραση. ~ για ποικίλα θέματα/το πλατύ κοινό. Είναι γνωστό ότι ~ει (= συγγράφει). ~ει σε έντυπα/εφημερίδες/περιοδικά (= αρθρογραφεί, δημοσιογραφεί). Της ~ψε να μην έρθει. Το ~ψε για πρώτη φορά (= το πρωτόγραψε). Του ~ψα πολλές φορές (βλ. αλληλογραφώ). Το βιβλίο ~φτηκε βιαστικά και πρόχειρα. (σε επιστολή) Σου ~ δυο γραμμές/λόγια. Εγχειρίδιο ~μμένο για ειδικούς/μαθητές. Κείμενο ~μμένο στα Αγγλικά. Μη ~εις υπερβολές (: μην υπερβάλλεις). Τι συμπεραίνετε από τα ~έντα/~όμενα;|| Τι ~ει ο ξένος Τύπος; (= αναφέρει, σχολιάζει). Οι εφημερίδες ~ψαν αρνητικά σχόλια (= δημοσίευσαν).|| Πώς ~ψες στις εξετάσεις; (: πώς τα πήγες;). Τον ~ψε ο τροχονόμος (: του έδωσε κλήση). Ο γιατρός του ~ψε αντιβίωση (πβ. συνταγογραφώ).|| ~ μουσική/μια συμφωνία/τραγούδια. Έργο ~μμένο για βιολί και τσέλο/φωνή και ορχήστρα.|| Ο συγγραφέας ~ει ότι ... (= υποστηρίζει). 3. μεταφέρω, αποθηκεύω πληροφορίες, δεδομένα σε ηλεκτρονική συσκευή (με σκοπό την αναπαραγωγή τους), κάνω εγγραφή: ~ εφαρμογές για το ίντερνετ/σε αρχείο. ~ την ταινία στο βίντεο/ντιβιντί. ~ψα το τραγούδι στο μαγνητόφωνο/σε σιντί. Πρόγραμμα ~μμένο σε συμβολική γλώσσα. 4. καταχωρώ τα στοιχεία κάποιου σε μητρώο, κατάλογο, λίστα, εγγράφω: ~ το παιδί στο σχολείο/φροντιστήριο/ωδείο. Έχω ~φτεί σε φόρουμ. Είναι ~μμένος στο δημοτολόγιο/στον εκλογικό κατάλογο/στο κόμμα/στα μητρώα αρρένων/στη σχολή/στο σωματείο. Βλ. ανα~, απο~, μετα~, παρα~, προσ~. ΑΝΤ. διαγράφω (2), ξεγράφω (2) 5. παρέχω με διαθήκη περιουσιακό στοιχείο σε κάποιον: Της ~ψε το οικόπεδο/σπίτι (: της το άφησε/μεταβίβασε). ΣΥΝ. κληροδοτώ (1) ● Μτχ.: γραμμένος , η, ο (προφ.) 1. που έχει προκαθοριστεί, προδιαγεγραμμένος: Ήταν ~ο να ... (: ήταν γραφτό, μοιραίο). 2. που έχει όμορφο σχήμα, καλοσχηματισμένος: ~α: μάτια/φρύδια. ● ΦΡ.: (στο καλό) και να μας γράφεις! (ειρων.): δήλωση αδιαφορίας για την αποχώρηση κάποιου: Αρκετά σ' ανέχτηκα, άντε γεια, ~ ~., γράφω (κάποιον/κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια/(λόγ.) στα παλαιότερα των υποδημάτων μου & εκεί που δεν πιάνει μελάνι/(παρωχ.) στα παλιά μου τα τεφτέρια (προφ.): δείχνω χαρακτηριστική αδιαφορία, περιφρόνηση, υποτιμώ. , γράφω κάτι στο γόνατο/στο πόδι (μτφ.): συντάσσω κείμενο βιαστικά και πρόχειρα: Η εργασία σου είναι γραμμένη ~., έγραψε (κάτι) με το αίμα του (μτφ.): θυσιάστηκε για κάποιον ιερό, σημαντικό σκοπό: Έγραψαν με το αίμα τους μερικές από τις λαμπρότερες σελίδες της Ιστορίας του έθνους., έγραψε! (ως επιφών.-αργκό): για να δηλωθεί έντονη επιδοκιμασία, πολύ ευχάριστη έκπληξη, θαυμασμός: Τι ατάκα ήταν αυτή, ~!, ό,τι γράφει δεν ξεγράφει: για δήλωση του αναπότρεπτου της μοίρας (για το μέλλον) ή της αδυναμίας επανόρθωσης (για το παρελθόν): Αν είναι να σου τύχει, θα σου τύχει κι ~ ~. Δεν μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω: ~ ~., τον γράφω/τον έχω γραμμένο (προφ.): δεν του δίνω καμιά απολύτως σημασία: Με ~ει κανονικά. Ας λέει ό,τι θέλει, τον έχω γραμμένο!, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, (γράφω κάτι/κάτι γράφεται) με χρυσά γράμματα (στην ιστορία) βλ. γράμμα, αν/άμα ..., (εμένα) σφύρα μου/να μου σφυρίξεις (κλέφτικα)/γράψε μου/να μου γράψεις! βλ. σφυρίζω, γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία βλ. ιστορία, γράφεται στο χιόνι βλ. χιόνι, γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου βλ. αρχίδι, γράψε σβήσε/σβήσε γράψε βλ. σβήνω, γράψε/γράψτε λάθος βλ. λάθος, πού το βρήκες γραμμένο; βλ. βρίσκω ● βλ. γραμμένο [< 1,2,4: αρχ. γράφω 3: αγγλ. record, γαλλ. enregistrer 5: μεσν. σημ.]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.