γραμματεία γραμ-μα-τεί-α ουσ. (θηλ.) {γραμματειών} (κ. με κεφαλ. Γ) 1. τμήμα δημόσιας υπηρεσίας, οργανισμού ή επιχείρησης, υπεύθυνο για τη διεκπεραίωση γραφειοκρατικών υποθέσεων (παραλαβή, πληκτρολόγηση, πρωτοκόλληση, αρχειοθέτηση, αποστολή εγγράφων, χορήγηση πιστοποιητικών)· συνεκδ. ο χώρος στέγασης του αντίστοιχου τμήματος: η ~ της Σχολής. Βλ. τηλε~.2. ΦΙΛΟΛ. το σύνολο των ειδών του γραπτού λόγου ενός έθνους ή μιας περιόδου: Αρχαία Ελληνική/Κλασική/Λατινική/Νεοελληνική ~. Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής και Λατινικής ~ας (της Ακαδημίας Αθηνών). Πβ. λογοτεχνία, φιλολογία. Βλ. γραμματολογία. ● ΣΥΜΠΛ.: Γενική Γραμματεία (ακρ. ΓΓ): διοικητικό όργανο κυρ. δημόσιου φορέα, οργανισμού ή κόμματος: (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ ~ Αθλητισμού/Ισότητας/Πολιτικής Προστασίας.|| ~ ~ του ΟΗΕ. [< 1: μτγν. γραμματεία, γαλλ. secrétariat 2: γαλλ. littérature]
γραμματειακός , ή, ό γραμ-μα-τει-α-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη γραμματεία δημόσιας υπηρεσίας, οργανισμού ή επιχείρησης: ~ή: εξυπηρέτηση/(υπο)στήριξη. ~ό: προσωπικό.2. ΦΙΛΟΛ. που αναφέρεται στο σύνολο της γραπτής παραγωγής ενός λαού: ~ά: γένη/είδη. Πβ. λογοτεχν-, φιλολογ-ικός.
γραμματολογία
γραμματολογία γραμ-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ): ΦΙΛΟΛ. κλάδος που μελετά τη γένεση και εξέλιξη των ειδών του γραπτού λόγου, κυρ. της λογοτεχνικής παραγωγής, ενός έθνους συνολικά ή σε μια ιστορική περίοδο· ιστορία της λογοτεχνίας και συνεκδ. το αντίστοιχο σύγγραμμα: Αρχαία/Νέα Ελληνική ~. ~ και θεωρία της λογοτεχνίας. Βλ. γραμματεία, -λογία. ● ΣΥΜΠΛ.: συγκριτική γραμματολογία: συγκριτική μελέτη της γραμματείας δύο ή περισσότερων γλωσσών, λαών ή πολιτισμών. [< γαλλ. littérature comparée] [< γερμ. Literatur(geschichte), γαλλ. littérature]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.