Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γυνή γυ-νή ουσ. (θηλ.) {γυναικ-ός (εσφαλμ. γυνής)} (λόγ.): γυναίκα. Στις ● ΦΡ.: η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα: ΕΚΚΛΗΣ. (από το μυστήριο του γάμου) προτροπή να σέβεται και να τιμά η γυναίκα τον σύζυγό της., πυρ, γυνή και θάλασσα (μειωτ.): διατύπωση που εμφανίζει τη γυναίκα ως μία από τις μεγαλύτερες συμφορές., συν γυναιξί και τέκνοις (ΚΔ): (για άνδρα) μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του· κατ' επέκτ. οικογενειακώς: Ήταν όλοι εκεί ~ ~. [< αρχ. γυνή]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.