Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γόβα γό-βα ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: κλειστό γυναικείο παπούτσι με ψηλό τακούνι: κόκκινες/(κλασικές) μαύρες/μυτερές/ψηλοτάκουνες ~ες. Βλ. μοκασίνι, μπαλαρίνα, μποτάκι, πέδιλο. ● Υποκ.: γοβάκι (το) & (σπάν.) γοβίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γόβα στιλέτο βλ. στιλέτο [< μεσν. γόβα]

μοκασίνι

μοκασίνι μο-κα-σί-νι ουσ. (ουδ.) {μοκασίνια}: ίσιο ή χαμηλό παπούτσι από μαλακό δέρμα χωρίς κορδόνια. Βλ. γόβα. [< ιταλ. mocassino]

στιλέτο

στιλέτο στι-λέ-το ουσ. (ουδ.): μικρό μαχαίρι με αιχμηρή λάμα: Τον κάρφωσαν/μαχαίρωσαν/χτύπησαν με ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γόβα στιλέτο: με πολύ ψηλό και μυτερό τακούνι. [< αγγλ. stiletto heel, 1953, γαλλ. stiletto, 1997] [< ιταλ. stiletto]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.