γόνατο γό-να-το ουσ. (ουδ.) {-ου (επίσ.) -ος (συχνότ. λόγ.) -άτου | -ων} & (αρχαιοπρ.) γόνυ & (λαϊκό) γόνα 1. ΑΝΑΤ. η άρθρωση του ποδιού μεταξύ μηρού και κνήμης· η αντίστοιχη περιοχή στα τετράποδα: βλαισό/ραιβό/σπασμένο ~. Ήρθε σπίτι με ματωμένα/χτυπημένα ~α (: για παιδιά). Λυγίζω/τεντώνω τα ~α. Στηρίζομαι στα ~α. Παίρνω (κάποιον) στα ~ά μου. Καθόταν στα ~α του παππού. Ενοχλήσεις/επέμβαση/κάκωση/τραυματισμός/φλεγμονή στο ~. Παθήσεις των ~άτων. Βλ. επιγονατίδα, μηνίσκος, τετρακέφαλος.|| Φούστα κάτω/πάνω από το ~. Το νερό (μου) έφτανε μέχρι/ως τα ~α.|| (συνεκδ.) Το παντελόνι έχει κάνει ~α (: έχει πάρει το σχήμα των γονάτων στο αντίστοιχο μέρος)/έχει τριφτεί στα ~α.2. ΒΟΤ. σημείο έκφυσης φύλλων ή κλαδιών στον βλαστό. ● Υποκ.: γονατάκι (το): στη σημ. 1. ● ΦΡ.: κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου (μτφ.-προφ.): από κούραση ή συναισθηματική φόρτιση: Νιώθω να ~ ~. ~ ~ από το δέος/την έκπληξη/τον πόθο/τον φόβο. Με το που τον είδε, του κόπηκαν τα γόνατα. Πβ. παραλύω., μεγαλώνω κάποιον στα γόνατά μου: τον ανατρέφω από πολύ μικρή ηλικία., πέφτω στα γόνατα & σέρνομαι στα γόνατα: γονατίζω, ιδ. για ικεσία: Έπεσε ~ ~ και φίλησε το χώμα.|| (μτφ.) ~ ~ κλαίγοντας/ταπεινωμένος. ~ ~ και ζητώ συγχώρεση. Λυπήσου με, ~ ~ά σου! Πβ. εκλιπαρώ, ικετεύω, παρακαλώ, πέφτω στα τέσσερα, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου). [< γαλλ. tomber à genoux] , στο γόνατο (μτφ.): πρόχειρα, χωρίς επιμέλεια: Η δουλειά/μελέτη έγινε ~ ~. Πβ. στο πόδι., θα τον/τη σφάξω στο γόνατο βλ. σφάζω [< μτγν. γόνατον]
επιγονατίδα
επιγονατίδα [ἐπιγονατίδα] ε-πι-γο-να-τί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. μικρό πλατύ τριγωνικό οστό που βρίσκεται μπροστά από το μηριαίο, στην περιοχή του γόνατος, και προστατεύει την άρθρωση: εξάρθρημα/χονδροπάθεια (της) ~ας.2. προστατευτικό κάλυμμα του γόνατος που φορούν κυρ. αθλητές. Βλ. επιαγκωνίδα, επικαλαμίδα, επιστραγαλίδα. [< 1: αρχ. ἐπιγονατίς]
σφάζω
σφάζω σφά-ζω ρ. (μτβ.) {έσφα-ξα, σφά-ξει, -χτηκε (λόγ.) εσφάγη, -χτεί (λόγ.) -γεί, -γμένος, σφάζ-οντας} 1. θανατώνω (άνθρωπο ή ζώο) με αιχμηρό αντικείμενο, συνήθ. μαχαίρι· ειδικότ. φονεύω πλήθος ανθρώπων: ~ ένα αρνί/μια κότα.|| ~χτηκαν πάνω σε καβγά. Βρέθηκε ~γμένος. Πβ. κατακρεουργώ.|| ~χτηκαν πολλοί αιχμάλωτοι. Πβ. σφαγιάζω.|| (προφ.) Φωνάζει σαν να τον ~ουν! (απειλητ.) Αν μάθει τι έκανες, θα σε ~ξει! || (μτφ.) Ο καθηγητής μάς ~ξε στη βαθμολογία (: έβαλε πολύ χαμηλούς βαθμούς). (ΑΘΛ.) Ο διαιτητής ~ξε την ομάδα (: την αδίκησε κατάφωρα). Πβ. κατα~.2. (προφ.-μτφ.) προκαλώ πόνο, οδύνη: ~ κάποιον με το βλέμμα/τα λόγια. Αισθάνομαι έναν πόνο να μου ~ει τη μέση. Πβ. πληγώνω. ● ΦΡ.: δε(ν) σφάξανε! (εμφατ.-ειρων.): για απόλυτη άρνηση, αποκλείεται: Θες να τον συγχωρήσω μετά από όσα έκανε; ~ ~!, θα τον/τη σφάξω στο γόνατο (εμφατ.-συνήθ. μτφ.): ως απειλή: Όποιος σε πειράξει, θα τον ~ ~!, πού σε πονεί και πού σε σφάζει/κόφτει (προφ.): για άγριο ξυλοφόρτωμα: Τον γράπωσε και ~ ~.|| (μτφ.) Άνοιξε το στόμα του και ~ ~., σφάζω με το βαμβάκι/μπαμπάκι: επιπλήττω ή επικρίνω κάποιον με ευγενικό ή έμμεσο τρόπο: Από τη μια σε ~ει με το βαμβάκι, από την άλλη σου χαμογελάει. Βλ. με το γάντι., σαν να σφάζουν γουρούνι βλ. γουρούνι, σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω βλ. αγιάζω [< 1: αρχ. σφάζω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.