Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γόνατο γό-να-το ουσ. (ουδ.) {-ου (επίσ.) -ος (συχνότ. λόγ.) -άτου | -ων} & (αρχαιοπρ.) γόνυ & (λαϊκό) γόνα 1. ΑΝΑΤ. η άρθρωση του ποδιού μεταξύ μηρού και κνήμης· η αντίστοιχη περιοχή στα τετράποδα: βλαισό/ραιβό/σπασμένο ~. Ήρθε σπίτι με ματωμένα/χτυπημένα ~α (: για παιδιά). Λυγίζω/τεντώνω τα ~α. Στηρίζομαι στα ~α. Παίρνω (κάποιον) στα ~ά μου. Καθόταν στα ~α του παππού. Ενοχλήσεις/επέμβαση/κάκωση/τραυματισμός/φλεγμονή στο ~. Παθήσεις των ~άτων. Βλ. επιγονατίδα, μηνίσκος, τετρακέφαλος.|| Φούστα κάτω/πάνω από το ~. Το νερό (μου) έφτανε μέχρι/ως τα ~α.|| (συνεκδ.) Το παντελόνι έχει κάνει ~α (: έχει πάρει το σχήμα των γονάτων στο αντίστοιχο μέρος)/έχει τριφτεί στα ~α. 2. ΒΟΤ. σημείο έκφυσης φύλλων ή κλαδιών στον βλαστό. ● Υποκ.: γονατάκι (το): στη σημ. 1. ● ΦΡ.: κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου (μτφ.-προφ.): από κούραση ή συναισθηματική φόρτιση: Νιώθω να ~ ~. ~ ~ από το δέος/την έκπληξη/τον πόθο/τον φόβο. Με το που τον είδε, του κόπηκαν τα γόνατα. Πβ. παραλύω., μεγαλώνω κάποιον στα γόνατά μου: τον ανατρέφω από πολύ μικρή ηλικία., πέφτω στα γόνατα & σέρνομαι στα γόνατα: γονατίζω, ιδ. για ικεσία: Έπεσε ~ ~ και φίλησε το χώμα.|| (μτφ.) ~ ~ κλαίγοντας/ταπεινωμένος. ~ ~ και ζητώ συγχώρεση. Λυπήσου με, ~ ~ά σου! Πβ. εκλιπαρώ, ικετεύω, παρακαλώ, πέφτω στα τέσσερα, ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου). [< γαλλ. tomber à genoux] , στο γόνατο (μτφ.): πρόχειρα, χωρίς επιμέλεια: Η δουλειά/μελέτη έγινε ~ ~. Πβ. στο πόδι., θα τον/τη σφάξω στο γόνατο βλ. σφάζω [< μτγν. γόνατον]

επιγονατίδα

επιγονατίδα [ἐπιγονατίδα] ε-πι-γο-να-τί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. μικρό πλατύ τριγωνικό οστό που βρίσκεται μπροστά από το μηριαίο, στην περιοχή του γόνατος, και προστατεύει την άρθρωση: εξάρθρημα/χονδροπάθεια (της) ~ας. 2. προστατευτικό κάλυμμα του γόνατος που φορούν κυρ. αθλητές. Βλ. επιαγκωνίδα, επικαλαμίδα, επιστραγαλίδα. [< 1: αρχ. ἐπιγονατίς]

σφάζω

σφάζω σφά-ζω ρ. (μτβ.) {έσφα-ξα, σφά-ξει, -χτηκε (λόγ.) εσφάγη, -χτεί (λόγ.) -γεί, -γμένος, σφάζ-οντας} 1. θανατώνω (άνθρωπο ή ζώο) με αιχμηρό αντικείμενο, συνήθ. μαχαίρι· ειδικότ. φονεύω πλήθος ανθρώπων: ~ ένα αρνί/μια κότα.|| ~χτηκαν πάνω σε καβγά. Βρέθηκε ~γμένος. Πβ. κατακρεουργώ.|| ~χτηκαν πολλοί αιχμάλωτοι. Πβ. σφαγιάζω.|| (προφ.) Φωνάζει σαν να τον ~ουν! (απειλητ.) Αν μάθει τι έκανες, θα σε ~ξει! || (μτφ.) Ο καθηγητής μάς ~ξε στη βαθμολογία (: έβαλε πολύ χαμηλούς βαθμούς). (ΑΘΛ.) Ο διαιτητής ~ξε την ομάδα (: την αδίκησε κατάφωρα). Πβ. κατα~. 2. (προφ.-μτφ.) προκαλώ πόνο, οδύνη: ~ κάποιον με το βλέμμα/τα λόγια. Αισθάνομαι έναν πόνο να μου ~ει τη μέση. Πβ. πληγώνω. ● ΦΡ.: δε(ν) σφάξανε! (εμφατ.-ειρων.): για απόλυτη άρνηση, αποκλείεται: Θες να τον συγχωρήσω μετά από όσα έκανε; ~ ~!, θα τον/τη σφάξω στο γόνατο (εμφατ.-συνήθ. μτφ.): ως απειλή: Όποιος σε πειράξει, θα τον ~ ~!, πού σε πονεί και πού σε σφάζει/κόφτει (προφ.): για άγριο ξυλοφόρτωμα: Τον γράπωσε και ~ ~.|| (μτφ.) Άνοιξε το στόμα του και ~ ~., σφάζω με το βαμβάκι/μπαμπάκι: επιπλήττω ή επικρίνω κάποιον με ευγενικό ή έμμεσο τρόπο: Από τη μια σε ~ει με το βαμβάκι, από την άλλη σου χαμογελάει. Βλ. με το γάντι., σαν να σφάζουν γουρούνι βλ. γουρούνι, σφάξε με αγά μου ν' αγιάσω βλ. αγιάζω [< 1: αρχ. σφάζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.