Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • γόνυ γό-νυ ουσ. (ουδ.) {μόνο σε ονομαστ. κ. αιτ.} (αρχαιοπρ.): γόνατο. ● ΦΡ.: κλίνω (το) γόνυ (μτφ.) 1. εκφράζω βαθύ σεβασμό: Ο λαός/η χώρα ~ει (ευλαβικά) ~ μπροστά στη θυσία των .../στο μνημείο των πεσόντων. 2. υποτάσσομαι: Δεν κλίνουν ~ σε καμιά εξουσία. Πβ. προσκυνώ. [< αρχ. γόνυ]
  • γονυκλινής γο-νυ-κλι-νής επίθ. {γονοκλιν-ούς | -είς} (λόγ.): γονυπετής. Προσευχόταν ~. [< μτγν. γονυκλινής]
  • γονυκλισία γο-νυ-κλι-σί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): γονάτισμα σε ένδειξη ευλάβειας, σεβασμού ή υποταγής: ~ (μπροστά) στην εικόνα (: για προσκύνημα).|| (μτφ.-μειωτ.) Κάνει ~ες στους ισχυρούς. Βλ. δουλοπρέπεια, υποτέλεια. [< μτγν. γονυκλισία]
  • γονυπετής γο-νυ-πε-τής επίθ. {γονυπετ-ούς | -είς} (λόγ.): γονατιστός, σε ένδειξη ευλάβειας, ταπείνωσης ή σεβασμού: Εκλιπαρούσε/ζήτησε συγγνώμη ~. ΣΥΝ. γονυκλινής ● επίρρ.: γονυπετώς [-ῶς] [< αρχ. γονυπετής]

δουλοπρέπεια

δουλοπρέπειαδου-λο-πρέ-πει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): συμπεριφορά που ταιριάζει σε δούλο: ραγιαδισμός και ~. ~ και δειλία/υποτέλεια. Δείχνει ~. Φέρεται με ~. Υπηρέτησαν με ~ τον κατακτητή. Πβ. δουλικότητα. ΑΝΤ. ελευθεροπρέπεια [< αρχ. δουλοπρέπεια]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.