Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • δάκτυλος δά-κτυ-λος ουσ. (αρσ.) {δακτύλ-ου | -ων, -ους} & δάχτυλος 1. (μτφ.) υποκίνηση ενεργειών με αρνητικές συνήθ. συνέπειες: Υπάρχει ~ πίσω από τις επιθέσεις. 2. ΜΕΤΡ. μετρικός πόδας που αποτελείται στη νεοελληνική μετρική από μία τονισμένη και δύο άτονες συλλαβές και στην αρχαία ελληνική από μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές. Βλ. ανάπαιστος, ίαμβος, τροχαίος. 3. (λόγ.) δάχτυλο: μικρός/παράμεσος ~. (ΙΑΤΡ.) Βλαισός μέγας ~ (= κότσι). 4. το εκατοστό, ο πόντος. ΣΥΝ. εκατοστόμετρο ● ΣΥΜΠΛ.: ξένος δάκτυλος: ανάμειξη ή επέμβαση συνήθ. μιας ξένης χώρας στα εσωτερικά ζητήματα μιας άλλης: Στην υπόθεση εμπλέκεται ~ ~. ● ΦΡ.: θέτω τον δάκτυλον εις/επί τον τύπον των ήλων βλ. ήλος [< 2, 3: αρχ. δάκτυλος]
  • δακτυλοσκόπηση δα-κτυ-λο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) & δακτυλοσκοπία (λόγ.) 1. εξέταση των δακτυλικών αποτυπωμάτων για την εξακρίβωση της ταυτότητας ενός ατόμου. 2. (καταχρ.) δακτυλική ιατρική εξέταση: ~ για προστάτη (πβ. ψηλάφηση). Βλ. -σκόπηση. [< 1: γαλλ. dactyloscopie, 1906, αγγλ. dactyloscopy, 1908]
  • δακτυλοσκοπικός , ή, ό δα-κτυ-λο-σκο-πι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη δακτυλοσκόπηση: ~ή: εξέταση.

ανάπαιστος

ανάπαιστος [ἀνάπαιστος] α-νά-παι-στος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -αίστου}: ΜΕΤΡ. μετρικός πόδας που αποτελείται στη νεοελληνική μετρική από δύο άτονες και μία τονισμένη συλλαβή και στην αρχαία ελληνική από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος στίχος. Βλ. δάκτυλος, ίαμβος, τροχαίος. [< αρχ. ἀνάπαιστος, γαλλ. anapeste, αγγλ. anapest]

ήλος

ήλος [ἧλος] ή-λος ουσ. (αρσ.) 1. (επίσ.) καρφί: μπουλόνια, κοχλίες και ~οι. Βλ. πριτσίνι. 2. ΙΑΤΡ. συνδετικό υλικό συνήθ. από μέταλλο, το οποίο χρησιμεύει για την επανένωση οστών που έχουν υποστεί κάταγμα: ενδομυελικοί ~οι. ● ΦΡ.: θέτω τον δάκτυλον εις/επί τον τύπον των ήλων (ΚΔ) (μτφ.-λόγ.) 1. ασχολούμαι άμεσα και αποφασιστικά με την ουσία ενός θέματος ή προβλήματος: Η κυβέρνηση πρέπει να θέσει ~, για να βρεθεί λύση στο φλέγον ζήτημα της ανεργίας. 2. ζητώ χειροπιαστές αποδείξεις, προκειμένου να πειστώ για κάτι: Αν δεν θέσω πρώτα τον δάκτυλόν μου ~, δεν πιστεύω τίποτα απ' όσα μου λες. [< 1: αρχ. ἧλος]

-σκόπηση

-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.