Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 10 εγγραφές  [0-10]


  • δάνειο δά-νει-ο ουσ. (ουδ.) {δανεί-ου | -ων} 1. ΟΙΚΟΝ. χρηματικό ποσό ή άλλο ανταλλάξιμο αντικείμενο που καταβάλλεται σε κάποιον (δανειζόμενο) από ιδιώτη, εταιρεία ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό (δανειστή) με την υποχρέωση απόδοσής του, με ή χωρίς τόκο, σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα· η σχετική σύμβαση: ανοιχτό/άτοκο/βραχυπρόθεσμο/μεσοπρόθεσμο/μακροπρόθεσμο (: ως προς τον χρόνο εξόφλησης)/εγγυημένο/έντοκο (βλ. εγγύηση, κατάσχεση, πλειστηριασμός, υποθήκη)/εξωτερικό/επαγγελματικό/επενδυτικό/επιχειρηματικό/προσωπικό/τοκοχρεολυτικό (: με υποχρέωση εξόφλησής του και καταβολής των τόκων σε ίσες δόσεις)/τραπεζικό/φοιτητικό/χαμηλότοκο ~. ~ καταναλωτικής πίστης (= καταναλωτικό ~)/στεγαστικής πίστης ή κατοικίας (= στεγαστικό ~). Η δόση/το ύψος του ~ου. Αίτηση/αποπληρωμή/εκταμίευση/εξόφληση/σύναψη/χορήγηση ~ου. Ενυπόθηκα ~α. ~α με κυμαινόμενο/σταθερό επιτόκιο. Κάνω ~ (: σύμβαση ~ου). Βλ. δανειο-δότηση, -ληψία, θαλασσο~, μετοχο~, μικρο~, ομόλογο, πίστωση, χρέος, χρησι~. 2. (μτφ.) ξένο στοιχείο, συνήθ. πολιτισμικό, που υιοθετείται από κάποιο σύνολο και ενσωματώνεται σε ένα νέο: πνευματικό/πολιτιστικό ~.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξικό (π.χ. ντιβιντί < αγγλ. DVD)/λόγιο (π.χ. επίθεση, στο οποίο η συνηθέστερη σημασία διαφέρει από την αρχαία "ἐπίθεσις")/σημασιολογικό (π.χ. επικεφαλής, με τη σημασία εκείνου που βρίσκεται σε ηγετική θέση < γαλλ. en-tête) ~. Βλ. αντι~. ● ΣΥΜΠΛ.: (γλωσσικό) δάνειο: ΓΛΩΣΣ. στοιχείο που χρησιμοποιείται σε μια γλώσσα προερχόμενο από άλλη: αφομοιωμένα ~α από την Αγγλική/τη Γαλλική., δημόσιο δάνειο: που συνάπτει το κράτος ή άλλος κρατικός φορέας στην αγορά κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση των δημόσιων εξόδων και το οποίο προστίθεται στο δημόσιο χρέος: αναγκαστικό (: αναγκαστική χρηματική εισφορά των ιδιωτών προς το κράτος, με τη μονομερή υπόσχεση επιστροφής της με ένα ποσό μειωμένου τόκου)/παραγωγικό (: τα έσοδά του διατίθενται για παραγωγικούς σκοπούς π.χ. κατασκευή δρόμων, σχολείων. ΑΝΤ. καταναλωτικό ~) ~ ~. Βλ. έντοκα γραμμάτια (του Δημοσίου)., κόκκινα δάνεια: τραπεζικά δάνεια που παραμένουν ανεξόφλητα., μεταφραστικό δάνειο: ΓΛΩΣΣ. απόδοση ξένων λέξεων ή φράσεων στη γλώσσα υποδοχής, με χρήση ήδη υπαρκτών σε αυτή γλωσσικών στοιχείων: Η λ. "ουρανοξύστης" είναι ~ ~ από το αγγλικό sky-scraper. H "αισθησιοκρατία", που αποδίδει το γαλλικό sensualisme, είναι ελεύθερο ~ ~. Βλ. αντιδάνειο. [< γερμ. Lehnübersetzung] , ομολογιακό δάνειο & (προφ.) ομολογιακό: ΟΙΚΟΝ. μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο δάνειο, που εκδίδεται από μεγάλες και κερδοφόρες επιχειρήσεις ή από το κράτος, με σκοπό τη χρηματοδότησή τους: ανταλλάξιμο/κοινό/κοινοπρακτικό/μετατρέψιμο (: σε μετοχές) ~ ~. ~ά ~α εξωτερικού/εσωτερικού. [< αγγλ. bond loan] , πράσινο δάνειο: δάνειο, συνήθ. χαμηλότοκο, που χορηγείται από τις τράπεζες σε ιδιώτες για κατασκευή νέας κατοικίας ή αναβάθμιση της ήδη υπάρχουσας, σύμφωνα με τις σύγχρονες οικολογικές, κυρ. ενεργειακές, προδιαγραφές: επισκευαστικά/στεγαστικά ~α ~α., σύμβαση δανείου: επίσημη συμφωνία μεταξύ δύο συμβαλλομένων, με την οποία ο ένας μεταβιβάζει στον άλλο ένα ποσό χρημάτων, με την υποχρέωση ο δεύτερος να αποδώσει έντοκα το ποσό αυτό με τους όρους που συμφωνούνται., καταναλωτικό δάνειο βλ. καταναλωτικός, στεγαστικό δάνειο βλ. στεγαστικός, Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων βλ. ταμείο [< 1: αρχ. δάνειον, αγγλ. loan 2: γαλλ. emprunt, γερμ. Lehnübersetzung]
  • δανειοδότης δα-νει-ο-δό-της ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. δανειοδότρια}: ΟΙΚΟΝ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει δάνειο, δανειστής: εξασφάλιση/ζημία του ~η.|| (ως επίθ.) ~τρια: εταιρεία/τράπεζα. Πβ. πιστοδότης. Βλ. -δότης. ΑΝΤ. δανειολήπτης [< γερμ. Kreditgeber]
  • δανειοδότηση δα-νει-ο-δό-τη-ση ουσ. (θηλ.) & δανειοδοσία: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείου: κρατική/στεγαστική ~. ~ από τράπεζες. ~ για αγορά κατοικίας. Έγκριση/όροι/πρόγραμμα/σχέδιο ~ης. Πβ. πιστοδότηση. Βλ. -δότηση. ΑΝΤ. δανειοληψία
  • δανειοδοτικός , ή, ό δα-νει-ο-δο-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη δανειοδότηση: ~ός: οργανισμός. ~ή: ικανότητα/πολιτική (μιας τράπεζας)/πράξη/συμφωνία. ~ό: πρόγραμμα.
  • δανειοδοτώ [δανειοδοτῶ] δα-νει-ο-δο-τώ ρ. (μτβ.) {δανειοδοτ-εί, -ώντας, (λόγ.) μτχ. θηλ. -ούσα | δανειοδότ-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος} (επίσ.): ΟΙΚΟΝ. παρέχω δάνειο: Η τράπεζα ~εί τις επιχειρήσεις/τους πελάτες της. Η εταιρεία ~ήθηκε με ευνοϊκούς όρους. Βλ. -δοτώ.
  • δανειοθάλαμος δα-νει-ο-θά-λα-μος ουσ. (αρσ.): ΟΙΚΟΔ. χώρος ορισμένος με ειδική άδεια για εκσκαφή αδρανών υλικών από αναδόχους μεγάλων δημόσιων κυρ. έργων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή τους. Πβ. λατομείο, νταμάρι.
  • δανειολήπτης δα-νει-ο-λή-πτης ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. δανειολήπτρια}: ΟΙΚΟΝ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παίρνει δάνειο και δεσμεύεται για την αποπληρωμή του σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, οφειλέτης: πιστοληπτική ικανότητα/φερεγγυότητα του ~η. ~ες στεγαστικών δανείων. Βλ. -λήπτης.|| (ως επίθ.) ~τρια: επιχείρηση/χώρα. ΑΝΤ. δανειοδότης [< γερμ. Kreditnehmer]
  • δανειοληπτικός , ή, ό δα-νει-ο-λη-πτι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη λήψη δανείου: ~ή: ικανότητα του πελάτη/μιας χώρας (: η αξιοπιστία του δανειζόμενου, που του επιτρέπει τη λήψη δανείου). ~ές: πράξεις. Βλ. πιστοληπτικός.
  • δανειοληψία δα-νει-ο-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ. λήψη δανείου, συνήθ. μετά από σύναψη οικονομικής συμφωνίας, σύμβασης: ~ τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων. Βλ. -ληψία. ΑΝΤ. δανειοδότηση
  • δάνειος , α, ο δά-νει-ος επίθ. (λόγ.): δανεισμένος: ~ος: τίτλος.|| (ΓΛΩΣΣ., που προέρχεται από άλλη, συνήθ. ξένη, γλώσσα) ~ος: όρος. ~ες: λέξεις (πβ. (γλωσσικό) δάνειο). [< μτγν. δάνειος, γαλλ. (d΄) emprunt]

αντιδάνειο

αντιδάνειο [ἀντιδάνειο] α-ντι-δά-νει-ο ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. λέξη που έχει εισαχθεί ως δάνειο σε μία ή περισσότερες γλώσσες και επιστρέφει στην αρχική, συνήθ. διαφοροποιημένη ως προς τη μορφή ή και τη σημασία: π.χ. μπουτίκ: αρχ. ἀποθήκη > λατ. apotheca, ιταλ. bottega > πρoβηγκιανό bοtica > γαλλ. boutique. Βλ. ελληνογενής ξένος όρος, μεταφραστικό δάνειο. [< γερμ. Rückwanderer]

-δότης

-δότης {-δοτών | θηλ. -δότρια}: β' συνθετικό ουσιαστικών∙ δηλώνει κυρ. το πρόσωπο ή τη συσκευή που παρέχει ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: αιμο~/δανειο~/εντολο~/εργο~/κληρο~/χρηματο~.|| Βηματο-δότης/ρευματο~/σηματο~. Βλ. -δοσία, -δότηση, -δοτώ.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Κατα~/προ~.

-δότηση

-δότηση {-δότησης (λόγ.) -δοτήσεως | σπανιότ. -δοτήσεις, -δοτήσεων}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία της παροχής: γνωμο~/εξουσιο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/πριμο~/πυρο~/ρευματο~/συνταξιο~/τροφο~/υδρο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δοτώ.

-δοτώ

-δοτώ (επίσ.): επίθημα ρημάτων με τη σημασία του παρέχω, δίνω: γνωμο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/μισθο~/πλειο~/πριμο~/συνταξιo~/χρηματο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δότηση.

εγγύηση

εγγύηση [ἐγγύηση] εγ-γύ-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. νομικώς δεσμευτική υπόσχεση που δίνει κατασκευαστής ή πωλητής σε αγοραστή για ορισμένο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με την οποία, αν διαπιστωθεί ότι η λειτουργία του προϊόντος είναι ελαττωματική, αυτό είτε θα αντικατασταθεί είτε θα επισκευαστεί δωρεάν ή θα επιστραφεί το ποσό της αγοράς· το αντίστοιχο έντυπο, έγγραφο: γραπτή/εργοστασιακή ~. ~ καλής λειτουργίας. ~ (της) αντιπροσωπείας. ~ γνησιότητας/ποιότητας. Διάρκεια/επέκταση/περίοδος ~ης. Όροι/πρόγραμμα ~ης. Συσκευές που καλύπτονται από διετή ~.|| Εγχειρίδιο/πιστοποιητικό ~ης. 2. ΝΟΜ. συμφωνητικό ανάμεσα σε δανειστή και εγγυητή, με το οποίο ο τελευταίος δεσμεύεται ότι θα καταβάλει εκείνος το οφειλόμενο ποσό σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν το πληρώσει στον δανειστή· οτιδήποτε παραχωρείται, για να εξασφαλιστεί η συμφωνία: ~ εξόφλησης δανείου.|| Δέχονται κινητά περιουσιακά στοιχεία ως ~ (= ενέχυρο). Βλ. τριτ~. 3. μεγάλο χρηματικό αντάλλαγμα για προσωρινή αποφυλάκιση· χρηματικό ποσό που παρέχεται από συμβαλλόμενο στην αρχή συμφωνίας και λειτουργεί ως δέσμευση για την εκπλήρωση των οικονομικών του υποχρεώσεων: Αφέθηκε ελεύθερος με ~ και περιοριστικούς όρους (μέχρι τη δίκη).|| Έδωσε δύο ενοίκια ~. Ποσό που καταβάλλεται ως ~ κατά τη σύναψη της μίσθωσης. 4. (μτφ.) οτιδήποτε λειτουργεί ως διαβεβαίωση, εξασφάλιση ή κατοχύρωση: Δίνει/παρέχει/προσφέρει ~ήσεις. (για πολιτικό) Ζητά ~ήσεις για να επιστρέψει στο κόμμα. (σε διαφημίσεις προϊόντων ή υπηρεσιών) Η πείρα μας ~ για σας. Ο επαγγελματισμός μας αποτελεί ~ επιτυχίας. Πβ. εχέγγυο. [< 2: μτγν. ἐγγύησις, γαλλ. garantie]

καταναλωτικός

καταναλωτικός, ή, ό κα-τα-να-λω-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την κατανάλωση ή τον καταναλωτή: ~ός: συνεταιρισμός. ~ή: αγορά/δύναμη/ζήτηση/κουλτούρα/μανία/οικονομία/πολιτική/συμπεριφορά/συνείδηση. ~ό: ενδιαφέρον. ~ές: ανάγκες/δαπάνες/οργανώσεις/πρακτικές/προτιμήσεις/συνήθειες/συσκευές/υπηρεσίες. ~ά: είδη/έξοδα/προϊόντα.|| ~ός: τρόπος ζωής. ~ή: μανία/νοοτροπία/τάση/υστερία. ~ό: πνεύμα. ~ά: πρότυπα. Το ~ό μοντέλο/όνειρο. Βλ. υλιστικός, υπερ~.|| Ο άνθρωπος ως ~ό ον. ΑΝΤ. αντικαταναλωτικός ● επίρρ.: καταναλωτικά ● ΣΥΜΠΛ.: καταναλωτικά αγαθά: που αγοράζει το καταναλωτικό κοινό για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών ή επιθυμιών: αναλώσιμα/βασικά/διαρκή (: με μακρά διάρκεια χρήσης, π.χ. ηλεκτρικές συσκευές, έπιπλα) ~ ~. Εμπορία/παραγωγή/πώληση/τιμές ~ών ~ών. [< αγγλ. consumer goods, 1901] , καταναλωτική κοινωνία (αρνητ. συνυποδ.): στην οποία η κατανάλωση αγαθών ανάγεται σε πρωταρχική αξία. Βλ. κοινωνία της αφθονίας., καταναλωτικό δάνειο: που χορηγείται από χρηματοπιστωτικό οργανισμό για αγορά καταναλωτικών αγαθών ή χρήση υπηρεσιών μεγάλης αξίας. Βλ. διακοπο-, εορτο-δάνειο., καταναλωτικό κοινό (περιληπτ.): το σύνολο των καταναλωτών, οι αγοραστές: έμποροι και ~ ~. Επιχειρηματικό και ~ ~., καταναλωτική πίστη βλ. πίστη [< μτγν. καταναλωτικός, αγγλ. consumer, consumption]

-ληψία

-ληψία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται 1. στη λήψη: αιμο~ (βλ. -δοσία)/δειγματο~. 2. (μτφ.) στην κυρίευση, κατοχή: δαιμονο~ (= δαιμονοπληξία)/θρησκο~/ιδεο~. Βλ. -μανία. 3. στην αποδοχή, ανάληψη εκτέλεσης: εργο~. 4. στην καταγραφή με μηχανικά μέσα εικόνας ή/και ήχου: εικονο~/ηχο~.

πιστοληπτικός

πιστοληπτικός, ή, ό πι-στο-λη-πτι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη λήψη πίστωσης: ~ή: αξιοπιστία. ~ό: προφίλ. ΑΝΤ. πιστοδοτικός ● επίρρ.: πιστοληπτικά ● ΣΥΜΠΛ.: πιστοληπτική ικανότητα: δυνατότητα λήψης πίστωσης βάσει της οικονομικής φερεγγυότητας του αιτούντος ότι μπορεί να εξοφλήσει το χρέος: ~ ~ τραπεζών/μιας χώρας. Οργανισμοί αξιολόγησης της ~ής ~ας. [< αγγλ. creditworthiness, 1963] , οίκος (πιστοληπτικής) αξιολόγησης βλ. οίκος, πιστοληπτική διαβάθμιση βλ. διαβάθμιση

στεγαστικός

στεγαστικός, ή, ό στε-γα-στι-κός επίθ.: που αποσκοπεί ή αναφέρεται στη στέγαση: ~ός: δανεισμός/κλάδος/οργανισμός/συνεταιρισμός/τομέας. ~ή: αποκατάσταση/βοήθεια/κρίση/λύση/πολιτική/συνδρομή (για πλημμυροπαθείς). ~ό: επίδομα/επιτόκιο/ζήτημα/κεφάλαιο/πρόβλημα/πρόγραμμα/προϊόν (π.χ. δάνειο)/σχέδιο (: για την αγορά ή ανέγερση κατοικίας ή διαμερίσματος)/ταμιευτήριο. ~ές: ανάγκες/δομές/μονάδες/συνθήκες. ~ά: έργα. ● ΣΥΜΠΛ.: στεγαστικό δάνειο: δάνειο χορηγούμενο από χρηματοπιστωτικό οργανισμό για αγορά, ανέγερση, αποπεράτωση, βελτίωση, επισκευή, ανακαίνιση κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης. [< αγγλ. building loan] , στεγαστική πίστη βλ. πίστη

ταμείο

ταμείο [ταμεῖο] τα-μεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. μεταλλικό συνήθ. κουτί ή συρτάρι στο οποίο φυλάσσονται οι εισπράξεις· συνεκδ. συγκεντρωμένα χρήματα, έσοδα: Κλειδώνω το ~. Βρήκε το ~ ανοιχτό και τα λεφτά είχαν κάνει φτερά.|| (μτφ.) Άδειασαν/γέμισαν τα ~α.|| Κοινό/οικογενειακό ~. Βιβλίο/διαχείριση/έλλειμμα/πλεόνασμα/υπόλοιπο ~ου. Κρατώ το ~ του συλλόγου. Έβαλε χέρι στο ~ της εταιρείας (: έκανε κατάχρηση, υπεξαίρεση). 2. γραφείο, θυρίδα συναλλαγών: κεντρικό ~. ~ καταστήματος/τράπεζας (πβ. γκισέ). Υπεύθυνος ~ου (βλ. ταμίας). Περάστε στο πρώτο ~ παρακαλώ. Εισιτήρια προπωλούνται στο ~ του θεάτρου (πβ. εκδοτήριο). Λειτουργούν δύο ~α. Τεράστιες ουρές στα ~α.|| (σε κατάστημα) Το ~ του σούπερ μάρκετ. Κάθεται στο ~. 3. ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) υπηρεσία, φορέας που διαχειρίζεται χρηματικά ποσά: ίδρυση/σύσταση ~ου. Το καταστατικό του ~ου. Αύξηση/διαρροή των πόρων του ~ου. Το Δημόσιο ~. Περιφερειακό ~ Ανάπτυξης. Ευρωπαϊκό Κοινωνικό ~ (ακρ. ΕΚΤ). Ενοριακό Φιλόπτωχο ~. ~ διαχείρισης κρίσεων/εγγυήσεων. Eπενδυτικά ~α. Βλ. κορβανάς.|| Παγκόσμιο ~ για τη Φύση (βλ. μη κυβερνητική οργάνωση). || Πράσινο ~. 4. ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) οργανισμός ασφάλισης των εργαζομένων: επικουρικό/κύριο ~. Aσφαλιστικά/επαγγελματικά/ευγενή/συνταξιοδοτικά ~α. ~ Αλληλοβοηθείας/ανεργίας/Περιθάλψεως/Πρόνοιας/Υγείας. Τα αποθεματικά/οι ασφαλισμένοι/η διοίκηση/οι εισφορές του ~ου. Εξυγίανση/κρατήσεις υπέρ/οι οφειλέτες/τα χρέη των ~ων. Συγχωνεύσεις ~ων. O γιατρός είναι συμβεβλημένος με όλα τα ~α. 5. (μτφ.) έκδοση, βιβλιοθήκη που αποθησαυρίζει πληροφορίες: ~ γνώσεων. Βλ. τράπεζα. ● ΣΥΜΠΛ.: άδεια ταμεία (μτφ.): οικονομική στενότητα, έλλειψη ρευστού: τα ~ ~ του κράτους/του οργανισμού. Η νέα διοίκηση βρήκε/παρέλαβε ~ ~., Διαρθρωτικά Ταμεία: ΟΙΚΟΝ. κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα για την ενίσχυση των αναπτυξιακών προγραμμάτων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε επιλέξιμες περιοχές. Βλ. Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης., Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ακρ. ΔΝΤ): ΟΙΚΟΝ. οργανισμός αρμόδιος για τη διαχείριση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, την επόπτευση της νομισματικής πολιτικής κάθε χώρας ενταγμένης σε αυτό και την παροχή δανείων προς τα κράτη-μέλη του για την αντιμετώπιση προβλημάτων σχετικών με το ισοζύγιο πληρωμών. [< αγγλ. International Monetary Fund, 1944] , μαύρα ταμεία: παράνομα κεφάλαια: τα ~ ~ της εταιρείας. Πβ. βρόμικο/μαύρο χρήμα. Βλ. μίζα, προμήθεια. [< γαλλ. caisses noires] , Ταμείο Αρωγής: ΟΙΚΟΝ. επικουρικό ταμείο οικονομικής ενίσχυσης: ~ ~ φοιτητών (: κυρ. για κάλυψη έκτακτων αναγκών).|| ~ ~ πυρόπληκτων., Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ακρ. ΤΠΔ): ΟΙΚΟΝ. αυτόνομος χρηματοπιστωτικός οργανισμός (ΝΠΔΔ., ιδρύθηκε το 1919 και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Οικονομικών), με αποστολή την αποκλειστική φύλαξη και διαχείριση παρακαταθηκών και τη χορήγηση δανείων: στεγαστικό δάνειο από το ~ ~., Ταμείο Συνοχής: ΟΙΚΟΝ. κοινοτικό μέσο χρηματοδότησης των ασθενέστερων οικονομικά κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει ως στόχο να συμβάλει στην οικονομική και κοινωνική σύγκλιση των χωρών της., Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας: ΟΙΚΟΝ. νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου σκοπός του οποίου είναι η διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος: Ελληνικό/Ευρωπαϊκό ~ ~. [< αγγλ. Financial Stability Fund] , Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης βλ. ευρωπαϊκός, Μετοχικό Ταμείο βλ. μετοχικός ● ΦΡ.: κάνω ταμείο (προφ.) 1. & κλείνω ταμείο: (για έμπορο, επιχείρηση) λογαριάζω τις εισπράξεις και τις πληρωμές της ημέρας μετά το πέρας των συναλλαγών: (συνήθ. για καθαρό κέρδος) Tι ~ έκανες σήμερα; 2. (μτφ.) κάνω απολογισμό: ~ ~ για τα χρόνια που πέρασαν. [< γαλλ. faire sa caisse] , μετά την απομάκρυνση από το ταμείο ουδέν λάθος αναγνωρίζεται (κυρ. μτφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι τα σφάλματα πρέπει να διορθώνονται την ίδια στιγμή, πριν είναι πια αργά., πήγε ταμείο (αργκό) 1. (στο Στοίχημα) για κέρδη από επιτυχημένη πρόβλεψη. ΑΝΤ. πήγε στον κουβά 2. αποκόμισε κέρδη: Παρά την οικονομική κρίση, η εταιρεία ~ ~., σπάει (τα) ταμεία (μτφ.-εμφατ.): σημειώνει πολύ μεγάλη εμπορική, εισπρακτική επιτυχία: (συνήθ. για θεάματα) Η παράσταση/ταινία ~ ~.|| Προϊόν/προσφορά που ~ ~., το ταμείο(ν) είναι μείον: δεν υπάρχει απόθεμα, δεν φτάνουν τα χρήματα: Δεν έχουμε περιθώρια για πολυτέλειες, ~ ~. Βλ. έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου. [< μτγν. ταμεῖον, αγγλ. cash, fund, γαλλ. caisse, fonds 5: νεολατ. thesaurus]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.