δέος δέ-ος ουσ. (ουδ.) {δέους}: θαυμασμός που συνδυάζεται με φόβο, έκπληξη ή βαθύ σεβασμό για κάποιον ή κάτι: (εμφατ.) σοκ και ~. Αισθάνεται/νιώθει ~ για ... Τον καταλαμβάνει ~. Μαγευτικό τοπίο που προκαλεί ~. Αντιμετωπίζει με ~ το μέλλον. Στεκόμαστε με ~ μπροστά στα επιτεύγματα της τεχνολογίας.|| Παρακολουθεί με ~ την τελετή. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίπαλο(ν) δέος βλ. αντίπαλος [< αρχ. δέος ‘φόβος, σεβασμός’]
αντίπαλος
αντίπαλος, η, ο [ἀντίπαλος] α-ντί-πα-λος επίθ.: που αντιμάχεται, ανταγωνίζεται, πολεμά κάποιον ή κάτι: ~η: ιδεολογία/πλευρά (= αντίθετη, αντιτιθέμενη). ~οι: στρατοί. ~ες: δυνάμεις/συμμορίες. ~α: στρατόπεδα (ΣΥΝ. εχθρικά. ΑΝΤ. συμμαχικά).|| (ΑΘΛ.) ~ος: παίκτης (ΑΝΤ. συμπαίκτης). ~η: εστία/περιοχή. ~ες: ομάδες. ● Ουσ.: αντίπαλος (ο/η) {αντιπάλ-ου}: ανταγωνιστής: δύσκολος/επικίνδυνος/εύκολος/ισάξιος/ισχυρός ~. Η ανωτερότητα/η υπεροχή του ~ου. (λόγ.) Επικράτηση/νίκη επί του ~ου. Ιδεολογικοί/πολιτικοί ~οι (ΣΥΝ. εχθροί. ΑΝΤ. σύμμαχοι). Οι ~οι του καθεστώτος (ΑΝΤ. οπαδοί, υπέρμαχοι, υποστηρικτές). Επεισόδια/συγκρούσεις μεταξύ ~ων.|| (μτφ.) Είναι/παίζει χωρίς ~ο (: είναι ακαταμάχητος, ανίκητος).|| (λόγ.) Η ~ος (ενν. ομάδα) της Εθνικής μας. Πβ. αντίζηλος, πολέμιος. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίπαλο(ν) δέος: ισοδύναμος ανταγωνιστής, εχθρός: Ευρώ, το ~ ~ του δολαρίου., αιώνιοι (αντίπαλοι) βλ. αιώνιος [< αρχ. ἀντίπαλος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.