Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δέος δέ-ος ουσ. (ουδ.) {δέους}: θαυμασμός που συνδυάζεται με φόβο, έκπληξη ή βαθύ σεβασμό για κάποιον ή κάτι: (εμφατ.) σοκ και ~. Αισθάνεται/νιώθει ~ για ... Τον καταλαμβάνει ~. Μαγευτικό τοπίο που προκαλεί ~. Αντιμετωπίζει με ~ το μέλλον. Στεκόμαστε με ~ μπροστά στα επιτεύγματα της τεχνολογίας.|| Παρακολουθεί με ~ την τελετή. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίπαλο(ν) δέος βλ. αντίπαλος [< αρχ. δέος ‘φόβος, σεβασμός’]

αντίπαλος

αντίπαλος, η, ο [ἀντίπαλος] α-ντί-πα-λος επίθ.: που αντιμάχεται, ανταγωνίζεται, πολεμά κάποιον ή κάτι: ~η: ιδεολογία/πλευρά (= αντίθετη, αντιτιθέμενη). ~οι: στρατοί. ~ες: δυνάμεις/συμμορίες. ~α: στρατόπεδα (ΣΥΝ. εχθρικά. ΑΝΤ. συμμαχικά).|| (ΑΘΛ.) ~ος: παίκτης (ΑΝΤ. συμπαίκτης). ~η: εστία/περιοχή. ~ες: ομάδες. ● Ουσ.: αντίπαλος (ο/η) {αντιπάλ-ου}: ανταγωνιστής: δύσκολος/επικίνδυνος/εύκολος/ισάξιος/ισχυρός ~. Η ανωτερότητα/η υπεροχή του ~ου. (λόγ.) Επικράτηση/νίκη επί του ~ου. Ιδεολογικοί/πολιτικοί ~οι (ΣΥΝ. εχθροί. ΑΝΤ. σύμμαχοι). Οι ~οι του καθεστώτος (ΑΝΤ. οπαδοί, υπέρμαχοι, υποστηρικτές). Επεισόδια/συγκρούσεις μεταξύ ~ων.|| (μτφ.) Είναι/παίζει χωρίς ~ο (: είναι ακαταμάχητος, ανίκητος).|| (λόγ.) Η ~ος (ενν. ομάδα) της Εθνικής μας. Πβ. αντίζηλος, πολέμιος. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίπαλο(ν) δέος: ισοδύναμος ανταγωνιστής, εχθρός: Ευρώ, το ~ ~ του δολαρίου., αιώνιοι (αντίπαλοι) βλ. αιώνιος [< αρχ. ἀντίπαλος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.