Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δέων , ουσα, ον δέ-ων επίθ. {δέ-οντος (θηλ. -ουσας (λογιότ.) -ούσης), -οντα | -οντες (ουδ. -οντα)} (λόγ.): κατάλληλος, αναγκαίος: ~ουσα: αντιμετώπιση/απάντηση/επιμέλεια/σημασία/τιμή. Οι ~ουσες αποφάσεις/εγγυήσεις/ενέργειες/εξηγήσεις/κυρώσεις/οδηγίες. Τα ~οντα μέτρα (: ενδεδειγμένα)/προσόντα (: απαραίτητα). Με τον ~οντα σεβασμό. Με/χωρίς τη ~ουσα προσοχή. Με τη ~ουσα ευαισθησία/σοβαρότητα. ΣΥΝ. αρμόζων, πρέπων, προσήκων ● Ουσ.: δέον (το): το αναγκαίο, πρέπον: Γνωρίζω/κάνω το ~ (= το σωστό). Οφείλουμε να πράξουμε το ~. ● ΦΡ.: δέον γενέσθαι (αρχαιοπρ.): που πρέπει να γίνει: Θα ληφθούν αποφάσεις για το τι ~ ~. Οι γνώμες διίστανται σχετικά με το ~ ~ (= το πρακτέο)., κατά το δέον/τα δέοντα: όπως πρέπει, ταιριάζει, είναι σωστό: Αντιμετωπίζω ~ ~ ένα ζήτημα. ΣΥΝ. κατά το πρέπον, τα δέοντα 1. αυτά που πρέπει να γίνουν: Η ελληνική Δικαιοσύνη ενήργησε/έπραξε ~ ~ (: προέβη στις κατάλληλες ενέργειες). Βλ. καθ' υπέρβαση. 2. ως ένδειξη σεβασμού και εκτίμησης, χαιρετίσματα: (παλαιότ.) ~ ~ στη μαμά σας! Πβ. προσρήσεις., υπέρ το δέον & πέραν του δέοντος & (σπάν.) πλέον του δέοντος (εσφαλμ. υπέρ του δέοντος): περισσότερο από όσο πρέπει: Είναι ~ ~ διαχυτικός/επιφυλακτικός/ευαίσθητος. Ανησυχούν ~ ~. ● βλ. δεόντως [< μτχ. εν. του ρ. δέω ‘έχω ανάγκη, χρειάζομαι’, βλ. δει]

δεόντως

δεόντως δε-ό-ντως επίρρ. (λόγ.): όπως πρέπει, καταλλήλως: Την τίμησαν ~.|| (ειρων.) Του απάντησε/τον περιποιήθηκε ~. Πβ. προσηκόντως. ● βλ. δέων [< αρχ. δεόντως]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.