δέων , ουσα, ον δέ-ων επίθ. {δέ-οντος (θηλ. -ουσας (λογιότ.) -ούσης), -οντα | -οντες (ουδ. -οντα)} (λόγ.): κατάλληλος, αναγκαίος: ~ουσα: αντιμετώπιση/απάντηση/επιμέλεια/σημασία/τιμή. Οι ~ουσες αποφάσεις/εγγυήσεις/ενέργειες/εξηγήσεις/κυρώσεις/οδηγίες. Τα ~οντα μέτρα (: ενδεδειγμένα)/προσόντα (: απαραίτητα). Με τον ~οντα σεβασμό. Με/χωρίς τη ~ουσα προσοχή. Με τη ~ουσα ευαισθησία/σοβαρότητα. ΣΥΝ. αρμόζων, πρέπων, προσήκων ● Ουσ.: δέον (το): το αναγκαίο, πρέπον: Γνωρίζω/κάνω το ~ (= το σωστό). Οφείλουμε να πράξουμε το ~. ● ΦΡ.: δέον γενέσθαι (αρχαιοπρ.): που πρέπει να γίνει: Θα ληφθούν αποφάσεις για το τι ~ ~. Οι γνώμες διίστανται σχετικά με το ~ ~ (= το πρακτέο)., κατά το δέον/τα δέοντα: όπως πρέπει, ταιριάζει, είναι σωστό: Αντιμετωπίζω ~ ~ ένα ζήτημα. ΣΥΝ. κατά το πρέπον, τα δέοντα1. αυτά που πρέπει να γίνουν: Η ελληνική Δικαιοσύνη ενήργησε/έπραξε ~ ~ (: προέβη στις κατάλληλες ενέργειες). Βλ. καθ' υπέρβαση.2. ως ένδειξη σεβασμού και εκτίμησης, χαιρετίσματα: (παλαιότ.) ~ ~ στη μαμά σας! Πβ. προσρήσεις., υπέρ το δέον & πέραν του δέοντος & (σπάν.) πλέον του δέοντος (εσφαλμ. υπέρ του δέοντος): περισσότερο από όσο πρέπει: Είναι ~ ~ διαχυτικός/επιφυλακτικός/ευαίσθητος. Ανησυχούν ~ ~. ● βλ. δεόντως [< μτχ. εν. του ρ. δέω ‘έχω ανάγκη, χρειάζομαι’, βλ. δει]
δεόντως
δεόντως δε-ό-ντως επίρρ. (λόγ.): όπως πρέπει, καταλλήλως: Την τίμησαν ~.|| (ειρων.) Του απάντησε/τον περιποιήθηκε ~. Πβ. προσηκόντως. ● βλ. δέων [< αρχ. δεόντως]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.