Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δίαιτα δί-αι-τα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -αίτης} 1. ειδική διατροφική αγωγή που βασίζεται στον περιορισμό και την επιλογή της τροφής που καταναλώνεται με σκοπό συνήθ. την απώλεια (ή τη διατήρηση) βάρους για λόγους υγείας ή αισθητικής: αποτελεσματική/αυστηρή/εξαντλητική/(νέα) επαναστατική/θεραπευτική/θερμιδική/ισορροπημένη ~. (Υπο)θερμιδική ~. Ειδικές ~ες για αθλητές/διαβητικούς/υπερτασικούς (πβ. άναλη ~). ~-εξπρές. ~ βασισμένη/πλούσια σε πρωτεΐνες (= πρωτεϊνική ~). Πρόγραμμα ~ας. Αρχίζω/κάνω/ξεκινώ ~. Σπάω/σταματώ/συνεχίζω/τηρώ τη ~. Είναι/υποβλήθηκε σε ~. 2. διατροφική συνήθεια: η ελληνική/κρητική ~ (= διατροφή). Βλ. κουζίνα.|| Κακή ~ και καθιστική ζωή.διαίτης: με χαμηλή θερμιδική αξία ή μειωμένη περιεκτικότητα, συνήθ. σε ζάχαρη ή λιπαρά: αναψυκτικά/κουλουράκια ~. Συνταγές ~. Τσάι/χάπια ~ (= αδυνατίσματος). Πβ. λάιτ. ΣΥΝ. διαιτητικός1 ● ΣΥΜΠΛ.: χημική δίαιτα: βασισμένη στην κατανάλωση συγκεκριμένης ομάδας τροφών που συνδυάζουν τη χαμηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες με την παροχή υψηλής ενέργειας: επικίνδυνες ~ές ~ες και δίαιτες-αστραπή., άναλος/η δίαιτα βλ. άναλος, μεσογειακή διατροφή βλ. μεσογειακός, συμπλήρωμα (διατροφής)/διατροφικό(/διαιτητικό) συμπλήρωμα βλ. συμπλήρωμα, υδρική δίαιτα βλ. υδρικός [< αρχ. δίαιτα, γαλλ. diète, αγγλ. diet, γερμ. Diät]

άναλος

άναλος, ος/η, ο [ἄναλος] ά-να-λος επίθ.: ανάλατος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: άναλος/η δίαιτα (επίσ.): που δεν περιέχει αλάτι: Ασθενείς που ακολουθούν/βρίσκονται σε (αυστηρή) ~η ~. [< αρχ. ἄναλος]

κουζίνα

κουζίνα κου-ζί-να ουσ. (θηλ.) 1. δωμάτιο ή χώρος με οικιακές συσκευές, νεροχύτη και επίπλωση (ντουλάπια, πάγκο, τραπέζι με καρέκλες), που προορίζεται κυρ. για την προετοιμασία των γευμάτων, το φαγητό και το πλύσιμο των σκευών: εξωτερική/εσωτερική ~. Αξεσουάρ/είδη/εξοπλισμός/εργαλεία/μαχαίρι (= κουζινομάχαιρο)/πετσέτα/πλακάκια ~ας. Κλασικές/μοντέρνες ~ες. Σαλόνι, ~, μπάνιο και κρεβατοκάμαρα. Τρώει στην ~. Βλ. σαλο~.|| (σε επιχείρηση εστίασης:) Προσωπικό ~ας. Πβ. μαγειρείο. 2. ορθογώνια συσκευή με εστίες (στο επάνω μέρος της) και φούρνο (στο κάτω) για το βράσιμο, τηγάνισμα και ψήσιμο φαγητών: εντοιχισμένη ηλεκτρική ~. ~ (υγρ)αερίου. Ο απορροφητήρας/τα μάτια της ~ας. Εμαγιέ/κεραμικές ~ες. Επαγγελματικές ~ες. Ανάβω/σβήνω την ~. ~, ψυγείο και πλυντήριο. 3. τρόπος μαγειρέματος χώρας, περιοχής, εστιατορίου και η αντίστοιχη τέχνη· ειδικότ. τα συγκεκριμένα φαγητά: εθνική/εκλεκτή/τοπική/υψηλή ~. Αραβική/γαλλική/ελληνική/ιταλική/κινέζικη/μεξικάνικη ~. Υγιεινή και ελαφριά ~. Συνταγές από τη διεθνή ~. Τα μυστικά της ~ας (= της μαγειρικής). Πβ. γαστρονομία.|| Δοκιμάστε την ~ του νησιού/του ξενοδοχείου (= τα πιάτα, τις σπεσιαλιτέ). ● Υποκ.: κουζινάκι (το): στις σημ. 1,2. Βλ. πολυ~., κουζινέτο (το): στη σημ. 2., κουζινούλα & κουζινίτσα (η): στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: μεσογειακή διατροφή βλ. μεσογειακός, χαρτί κουζίνας βλ. χαρτί [< 1: βεν. cusina 2: γαλλ. cuisinière 3: γαλλ. cuisine]

μεσογειακός

μεσογειακός, ή, ό με-σο-γει-α-κός επίθ.: που αναφέρεται στη Μεσόγειο Θάλασσα, στις χώρες που βρέχονται ή βρίσκονται γύρω από αυτή ή/και στους κατοίκους τους: ~ός: χώρος. ~ή: βλάστηση (: αείφυλλη και σκληρόφυλλη). ~ό: ταμπεραμέντο. ~ές: ακτές. ~ά: αλίπεδα/προϊόντα (π.χ. βαμβάκι, καπνός, λάδι). (με κεφαλ. Μ) ~οί Αγώνες (: αθλητική διοργάνωση που γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια και στην οποία συμμετέχουν αθλητές από ~ές χώρες). Πβ. παραμεσόγειος. Βλ. ευρω~. ● ΣΥΜΠΛ.: μεσογειακή αναιμία: ΙΑΤΡ. κληρονομική αιμολυτική αναιμία που χαρακτηρίζεται από μειωμένο ρυθμό σύνθεσης μίας ή περισσοτέρων αλυσίδων αιμοσφαιρίνης: στίγμα ~ής ~ας. ΣΥΝ. θαλασσαιμία [< αγγλ. mediterranean anemia, 1936] , μεσογειακή διατροφή & δίαιτα/κουζίνα: η οποία είναι πλούσια σε λαχανικά, φρούτα, όσπρια, δημητριακά ολικής αλέσεως, ψάρια, ξηρούς καρπούς και έχει ως κύρια πηγή λιπαρών το ελαιόλαδο: η ~ ~ μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο διαβήτη και καρδιαγγειακών νοσημάτων. [< αγγλ. Mediterranean diet, 1928] , μεσογειακό κλίμα βλ. κλίμα, οικογενής μεσογειακός πυρετός βλ. πυρετός, φώκια μονάχους μονάχους βλ. φώκια [< γαλλ. méditerranéen, αγγλ. mediterranean]

συμπλήρωμα

συμπλήρωμα συ-μπλή-ρω-μα ουσ. (ουδ.) {συμπληρώμ-ατα} 1. οτιδήποτε προστίθεται, προκειμένου να συμπληρώσει, να ολοκληρώσει κάτι: Η γυμναστική θεωρείται απαραίτητο ~ της δίαιτας. Το αρχαίο θέατρο ενισχύθηκε με νέους λίθους και ~ατα. Πβ. παραπλήρωμα.|| ~ προγραμματισμού (: έγγραφο που περιγράφει αναλυτικά τη στρατηγική επιχειρησιακού προγράμματος). 2. ΤΥΠΟΓΡ. παράρτημα σε έντυπο ή αυτοτελής έκδοση που περιέχει προσθήκες και επισημάνσεις (κυρ. παραλείψεων, σφαλμάτων) στο κυρίως έργο: ~ διακήρυξης/λεξικού/νομοθεσίας. Ετήσιο ~ εγκυκλοπαίδειας. 3. ΙΑΤΡ. σειρά πρωτεϊνικών ενζύμων του ορού που συνδέονται με το σύμπλεγμα αντιγόνου-αντισώματος και προκαλούν κυτταρόλυση και καταστροφή των μικροβίων ή συμμετέχουν σε ανοσολογικές και βιολογικές δράσεις. 4. (προφ.) συμπλήρωση: Το ψυγείο (του αυτοκινήτου) θέλει ~ με αντιψυκτικό. Βλ. γέμισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: συμπλήρωμα διατροφής/διατροφικό(/διαιτητικό) συμπλήρωμα & συμπλήρωμα διαίτης {συνηθέστ. στον πληθ.}: συμπυκνωμένη, μη φαρμακευτική, πηγή ενός ή περισσοτέρων θρεπτικών συστατικών (π.χ. βιταμινών, αμινοξέων), κυρ. με στόχο τη συμπλήρωση ή τον εμπλουτισμό της συνήθους διατροφής: ισορροπημένο/πολυβιταμινούχο/φυσικό ~ ~. ~ ~ σε δισκία/υγρή μορφή/σκόνη. Ειδικό ~ ~ για μείωση της τριχόπτωσης. ~ατα ~ για αθλητές (βλ. μπόντι-μπίλντινγκ)/ζώα/νεογνά/την τρίτη ηλικία/χορτοφάγους. ~ατα αλάτων/πρωτεϊνών. Βλ. υπερτροφή. [< αγγλ. dietary/nutritional/food supplement] , συμπλήρωμα του ρήματος: ΓΡΑΜΜ. συντακτικό στοιχείο, εκτός του υποκειμένου, που απαιτείται για τη σύνταξη του ρήματος, αντικείμενο, κατηγορούμενο, εξαρτημένες προτάσεις και επιρρηματικοί προσδιορισμοί. [< γαλλ. complément du verbe] , Συμπλήρωμα/Παράρτημα Διπλώματος: έγγραφο που χορηγείται μαζί με το πτυχίο, στο οποίο περιγράφονται λεπτομερώς η φύση, το επίπεδο, το περιεχόμενο και το καθεστώς των σπουδών που ολοκληρώθηκαν επιτυχώς από το άτομο του οποίου το όνομα αναγράφεται στο πρωτότυπο του τίτλου και με το οποίο επιδιώκεται η διευκόλυνση της αναγνώρισης και σύγκρισης των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών του προσόντων εκτός των συνόρων της χώρας προέλευσης. Βλ. κινητικότητα. [< αγγλ. Diploma Supplement (DS), 2006] [< αρχ. συμπλήρωμα ‘πληρότητα, ξεχείλισμα’, γαλλ. complément, supplément]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.