Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • δακτύλιος δα-κτύ-λι-ος ουσ. (αρσ.) {δακτυλί-ου | -ων, -ους} (λόγ.) 1. & κυκλοφοριακός δακτύλιος: κεντρική συνήθ. περιοχή μεγάλης πόλης, οριζόμενη περιφερειακά από οδούς, εντός της οποίας ισχύει η εκ περιτροπής κίνηση των οχημάτων, με στόχο την κυκλοφοριακή αποσυμφόρηση: εξωτερικός/εσωτερικός/μεγάλος/μικρός ~. Εκτός/εντός ~ου. Τα όρια του ~ου. Εφαρμόζεται/καταργείται ο ~. Δεν μπαίνω στον ~ο, σήμερα κυκλοφορούν τα ζυγά/μονά. 2. εξάρτημα που έχει μορφή δαχτυλιδιού: (ΤΕΧΝΟΛ.) ελαστικός/προστατευτικός/ρυθμιστικός/στεγανοποιητικός ~. ~ διαμέτρου εικοσιπέντε χιλιοστών. ~ από αλουμίνιο/ατσάλι. ~ ανάρτησης/ασφάλισης/προσαρμογής/σύσφιξης (= ροδέλα). (ΗΛΕΚΤΡ.) Ο ~ διαρρέεται από ρεύμα.|| (ΙΑΤΡ.) Γαστρικός ~ (: τοποθετείται με λαπαροσκόπηση γύρω από το στομάχι για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, βλ. ενδογαστρικό μπαλόνι). 3. ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινή ζώνη που περιβάλλει ουράνιο σώμα και αποτελείται από σωματίδια (σκόνη, αέρια, θραύσματα): αμυδρός/πολικός ~. Οι ~οι του Κρόνου/Ουρανού/Ποσειδώνα.|| ~ σκοτεινής ύλης. 4. κλειστό δίκτυο, σύστημα: (ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ.) οπτικός ~ (: με οπτικές ίνες). Τοπολογία ~ου (: είδος σύνδεσης μεταξύ των κόμβων δικτύου).|| ~ ηλεκτρικής ενέργειας/φυσικού αερίου. 5. ΒΙΟΛ. τμήμα οργάνου ή σώματος των έμβιων όντων σε σχήμα δαχτυλιδιού: ινώδης/πυελικός/σαλπιγγικός ~.|| (ΖΩΟΛ.) Θωρακικός/κοιλιακός ~ (: σε αρθρόποδα και σκουλήκια). 6. ΒΟΤ. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους στην τομή κορμού, μίσχου, ρίζας, ο οποίος σχηματίζεται σε διάστημα ενός χρόνου: ετήσιος ~. ~ ανάπτυξης/αυξητικός ~. 7. ΜΑΘ. αλγεβρική δομή, η οποία ικανοποιεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις και αποτελείται από ένα σύνολο R, το οποίο διαθέτει δύο διμελείς πράξεις, αθροιστική και πολλαπλασιαστική: ~ διαίρεσης. Ο ~ των πολυωνύμων. Θεωρία ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: περιφερειακός δακτύλιος & δακτύλιος: αυτοκινητόδρομος που παρακάμπτει την αστική περιοχή, μεταφέροντας την κίνηση στις παρυφές της πόλης. [< αγγλ. ring road] [< αρχ. δακτύλιος, γαλλ. anneau 1: αγγλ. ring]
  • δακτυλιόσχημος , η, ο δα-κτυ-λι-ό-σχη-μος επίθ. (συνήθ. ΑΡΧΑΙΟΛ.) : που έχει σχήμα δακτυλίου: ~η: βάση (αγγείου). ~ο: περίαπτο. ~α: ειδώλια. Περιδέραιο με ~ες χάντρες.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.