δακτύλιος δα-κτύ-λι-ος ουσ. (αρσ.) {δακτυλί-ου | -ων, -ους} (λόγ.) 1. & κυκλοφοριακός δακτύλιος: κεντρική συνήθ. περιοχή μεγάλης πόλης, οριζόμενη περιφερειακά από οδούς, εντός της οποίας ισχύει η εκ περιτροπής κίνηση των οχημάτων, με στόχο την κυκλοφοριακή αποσυμφόρηση: εξωτερικός/εσωτερικός/μεγάλος/μικρός ~. Εκτός/εντός ~ου. Τα όρια του ~ου. Εφαρμόζεται/καταργείται ο ~. Δεν μπαίνω στον ~ο, σήμερα κυκλοφορούν τα ζυγά/μονά.2. εξάρτημα που έχει μορφή δαχτυλιδιού: (ΤΕΧΝΟΛ.) ελαστικός/προστατευτικός/ρυθμιστικός/στεγανοποιητικός ~. ~ διαμέτρου εικοσιπέντε χιλιοστών. ~ από αλουμίνιο/ατσάλι. ~ ανάρτησης/ασφάλισης/προσαρμογής/σύσφιξης (= ροδέλα). (ΗΛΕΚΤΡ.) Ο ~ διαρρέεται από ρεύμα.|| (ΙΑΤΡ.) Γαστρικός ~ (: τοποθετείται με λαπαροσκόπηση γύρω από το στομάχι για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, βλ. ενδογαστρικό μπαλόνι).3. ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινή ζώνη που περιβάλλει ουράνιο σώμα και αποτελείται από σωματίδια (σκόνη, αέρια, θραύσματα): αμυδρός/πολικός ~. Οι ~οι του Κρόνου/Ουρανού/Ποσειδώνα.|| ~ σκοτεινής ύλης.4. κλειστό δίκτυο, σύστημα: (ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ.) οπτικός ~ (: με οπτικές ίνες). Τοπολογία ~ου (: είδος σύνδεσης μεταξύ των κόμβων δικτύου).|| ~ ηλεκτρικής ενέργειας/φυσικού αερίου.5. ΒΙΟΛ. τμήμα οργάνου ή σώματος των έμβιων όντων σε σχήμα δαχτυλιδιού: ινώδης/πυελικός/σαλπιγγικός ~.|| (ΖΩΟΛ.) Θωρακικός/κοιλιακός ~ (: σε αρθρόποδα και σκουλήκια).6. ΒΟΤ. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους στην τομή κορμού, μίσχου, ρίζας, ο οποίος σχηματίζεται σε διάστημα ενός χρόνου: ετήσιος ~. ~ ανάπτυξης/αυξητικός ~.7. ΜΑΘ. αλγεβρική δομή, η οποία ικανοποιεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις και αποτελείται από ένα σύνολο R, το οποίο διαθέτει δύο διμελείς πράξεις, αθροιστική και πολλαπλασιαστική: ~ διαίρεσης. Ο ~ των πολυωνύμων. Θεωρία ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: περιφερειακός δακτύλιος & δακτύλιος: αυτοκινητόδρομος που παρακάμπτει την αστική περιοχή, μεταφέροντας την κίνηση στις παρυφές της πόλης. [< αγγλ. ring road] [< αρχ. δακτύλιος, γαλλ. anneau 1: αγγλ. ring]
δακτυλιόσχημος , η, ο δα-κτυ-λι-ό-σχη-μος επίθ. (συνήθ. ΑΡΧΑΙΟΛ.) : που έχει σχήμα δακτυλίου: ~η: βάση (αγγείου). ~ο: περίαπτο. ~α: ειδώλια. Περιδέραιο με ~ες χάντρες.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.