Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δαμάζω δα-μά-ζω ρ. (μτβ.) {δάμα-σα, δαμά-στηκε, -σμένος, δαμάζ-οντας} 1. (μτφ.) καταφέρνω να ελέγξω κάποιον ή κάτι, το(ν) συγκρατώ: ~ τον ατίθασο χαρακτήρα κάποιου (βλ. χειραγωγώ). ~ τον άνεμο/τη (μανιασμένη) θάλασσα/τα στοιχεία (/τις δυνάμεις) της φύσης (πβ. (καθ)υποτάσσω). Το τέρας της γραφειοκρατίας δεν ~εται εύκολα (πβ. καταστέλλω).|| ~ τον θυμό/τα πάθη/την πείνα/τα συναισθήματα. Πβ. κατανικώ, κοντρολάρω, κουμαντάρω. ΣΥΝ. χαλιναγωγώ (1) 2. (για άγριο ζώο) τιθασεύω. [< αρχ. δαμάζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.