Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δανείζω δα-νεί-ζω ρ. (μτβ.) {δάνει-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, δανείζ-οντας, -όμενος, δανει-σμένος} 1. δίνω, παραχωρώ προσωρινά σε κάποιον κάτι, συνήθ. χρήματα, με την προϋπόθεση επιστροφής: Του ~σα πεντακόσια ευρώ και δεν μου τα έχει επιστρέψει. Η τράπεζα ~ει (= δανειοδοτεί) με τόκο 10%. Η βιβλιοθήκη ~ει βιβλία για διάστημα ... 2. (μτφ.) προσφέρω κάτι που μου ανήκει: Ηθοποιός που ~ει τη φωνή του σε ήρωες κινουμένων σχεδίων (βλ. ντουμπλάρισμα).|| Λέξεις που ~ει η μια γλώσσα στην άλλη (= δάνειες). ● Παθ.: δανείζομαι 1. παίρνω προσωρινά από κάποιον κάτι, ιδ. χρήματα: ~ από φίλους. ~ με επαχθείς όρους/με υψηλά/χαμηλά επιτόκια.|| Υλικό που δεν ~εται (: απαγορεύεται να δοθεί προς δανεισμό). 2. (μτφ.) αντλώ από κάπου, χρησιμοποιώ ξένα στοιχεία: ~ μια δική σου φράση.|| Έννοια ~σμένη από την Κοινωνιολογία. ● ΦΡ.: όποιος ελεεί το φτωχό, δανείζει το Θεό (παροιμ.): η φιλανθρωπία ανταμείβεται. [< 1: αρχ. δανείζω 2: γαλλ. emprunter]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.