αμυντικός, ή, ό [ἀμυντικός] α-μυ-ντι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη στρατιωτική κυρ. άμυνα: ~ός: αγώνας/εξοπλισμός/οργανισμός (βλ. ΝΑΤΟ)/πόλεμος (ΑΝΤ. επεκτατικός)/σχεδιασμός. ~ή: ασπίδα/θωράκιση/κάλυψη/οργάνωση/πολιτική/στρατηγική/συμμαχία/τακτική/χειροβομβίδα. ~ό: σύμφωνο/σχέδιο/τείχος. ~ά: όπλα. Ο οχυρός και ~ χαρακτήρας μιας περιοχής. ΑΝΤ. επιθετικός (2) 2. ΑΘΛ. που αφορά την άμυνα μιας ομάδας, συνήθ. ποδοσφαίρου ή μπάσκετ: ~ός: μέσος (= μεσοαμυντικός)/παίκτης/χαφ. ~ή: διάταξη/θέση/κάλυψη/τριάδα. ~ό: δίδυμο/παιχνίδι/ριμπάουντ/σχήμα. ~ά: κενά/λάθη. Η ομάδα αγωνίστηκε/κατέβηκε/μπήκε/ξεκίνησε/παρατάχθηκε/παρουσιάστηκε με ~ές διαθέσεις. ΑΝΤ. επιθετικός (3) 3. που χαρακτηρίζεται από επιφυλακτικότητα, που στοχεύει στην αυτοπροστασία: ~ή: οδήγηση/συμπεριφορά. Κρατά/παίρνει ~ή στάση (απέναντι σε αγνώστους). ΑΝΤ. επιθετικός (1) 4. ΙΑΤΡ. που έχει σχέση με την αντίδραση του οργανισμού απέναντι σε παθογόνους μικροοργανισμούς: ~ός: παράγοντας (του δέρματος). ~ή: ικανότητα. ● Ουσ.: αμυντικός (ο): ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) παίκτης που συνήθ. αγωνίζεται στην αμυντική γραμμή της ομάδας του. Πβ. λίμπερο, μπακ, οπισθοφύλακας. Βλ. επιθετικός, μέσος. [< αγγλ. defender, 1922] ● επίρρ.: αμυντικά ● ΣΥΜΠΛ.: αμυντικές δαπάνες: ΟΙΚΟΝ. μέρος του κρατικού προϋπολογισμού που διατίθεται για τον εξοπλισμό και τις λειτουργικές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων: αύξηση/μείωση των ~ών ~ών., αμυντικές μετοχές: ΟΙΚΟΝ. που διατηρούνται σταθερές σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες, που δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές της αγοράς: ~ ~ υψηλής κεφαλαιοποίησης. [< αγγλ. defensive shares/stocks] , αμυντική γραμμή & γραμμή άμυνας: ΑΘΛ. οι αμυντικοί παίκτες κυρ. μιας ποδοσφαιρικής ομάδας· ο χώρος του γηπέδου στον οποίο αυτοί αγωνίζονται. Βλ. επιθετική, μεσαία γραμμή., άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη βλ. ζώνη, αμυντική βιομηχανία βλ. βιομηχανία, μηχανισμοί άμυνας/αμυντικοί μηχανισμοί βλ. άμυνα [< αρχ. ἀμυντικός, γαλλ. défensif, αγγλ. defensive]
ανελαστικός, ή, ό [ἀνελαστικός] α-νε-λα-στι-κός επίθ. ΑΝΤ. ελαστικός 1. (μτφ.-λόγ.) που χαρακτηρίζεται από αδιαλλαξία, αυστηρότητα· ανεπιεικής, σκληρός, καταπιεστικός: ~ή: νομοθεσία/ποινή. ~ό: εργασιακό καθεστώς/πρόγραμμα/ωράριο. ~οί: κανόνες/περιορισμοί. ~ές: διατάξεις/ρυθμίσεις. ~ά: (χρονικά) όρια. Πβ. αδιάλλακτος, αυστηρός. 2. (επιστ.) (για σώμα, υλικό) που δεν έχει ελαστικότητα, δυνατότητα επαναφοράς στην αρχική του κατάσταση: ~ός: ιστός. Δέρμα ~ό. Πβ. ά-, δύσ-καμπτος.|| (ΦΥΣ.-ΜΗΧΑΝ.) ~ή: κρούση/σκέδαση/συμπεριφορά (κτιρίου). 3. ΟΙΚΟΝ. που δεν αλλάζει εύκολα (λόγω μεταβολής άλλων μεγεθών): ~ός: προϋπολογισμός. ~ή: αγορά/προσφορά (εργασίας). ~ό: κόστος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανελαστικές δαπάνες: ΟΙΚΟΝ. αναγκαία λειτουργικά έξοδα: Το μεγαλύτερο ποσοστό των εξόδων του Δήμου καλύπτουν οι ~ ~ (: αμοιβές προσωπικού, έξοδα κτιριακών εγκαταστάσεων κ.λπ.). Πβ. πάγιος. ΑΝΤ. ελαστικές δαπάνες., ανελαστική ζήτηση: ΟΙΚΟΝ. για περιπτώσεις που μεγάλη ποσοστιαία μεταβολή στην τιμή αγαθού προκαλεί μικρότερη μεταβολή στη ζήτησή του: Προϊόν με/που έχει/παρουσιάζει/χαρακτηρίζεται από ~ ~. ΑΝΤ. ελαστική ζήτηση [< αγγλ. inelastic, γαλλ. inélastique]
-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.
ίδιος1 [ἴδιος] ί-δι-ος επίθ. , -ία, -ιο(ν) {ιδί-ου | -ων, -ους} (λόγ.) 1. που ανήκει στο πρόσωπο ή στον φορέα για τον οποίο γίνεται λόγος: παραγωγή λαχανικών για ιδία χρήση. Δεν έχω ιδία άποψη για το θέμα. Αγορά ιδίων μετοχών. Ίδιες ζημίες (βλ. μικτή ασφάλεια). Πβ. ατομ-, προσωπ-ικός. ΑΝΤ. ξένος (1) 2. ιδιαίτερος, ξεχωριστός: ~ος: τρόπος έκφρασης. ● ΦΡ.: ιδίαις δαπάναις & ιδία δαπάνη [ἰδίᾳ δαπάνῃ] & ιδίοις αναλώμασι(ν) (αρχαιοπρ.): με έξοδα του ίδιου: Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή ~ ~., ίδιον όφελος/συμφέρον (συχνά αρνητ. συνυποδ.): κέρδος που αποκομίζει κάποιος για τον εαυτό του: Προσφέρει χωρίς ~ ~ (= ανιδιοτελώς).|| Κλοπή δημοσίου χρήματος για/προς ~ ~., ιδίω δικαιώματι: ΝΟΜ. με εξουσία που λαμβάνει κανείς από τον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς άδεια: Ενεργεί είτε ~ ~ είτε κατ' εξουσιοδότηση., ιδίω ονόματι: ΝΟΜ. με το δικό του όνομα, χωρίς να εκπροσωπεί κάποιον άλλο: Ενεργεί ~ ~. Προέβη ~ ~ σε υποβολή πρότασης προς ..., κατ' ιδίαν (& σπάν. κατιδίαν): μόνος με κάποιον, σε προσωπικό επίπεδο και χωρίς την παρουσία τρίτων: ~ ~ συνάντηση/συνομιλίες. Με πήρε παράμερα, για να μου μιλήσει ~ ~. ΣΥΝ. ιδιαιτέρως (1), κατά μόνας, προσωπικά, τετ α τετ, κρίνω εξ ιδίων (τα αλλότρια) (αρνητ. συνυποδ.): οδηγούμαι σε συμπεράσματα για κάποιον άλλο με κριτήριο τον εαυτό μου: Κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων, θεωρεί ότι οι συνειδήσεις εξαγοράζονται. ΣΥΝ. κρίνω από τον εαυτό μου, του ιδίου φυράματος (μειωτ. για πρόσ.): έχει τον ίδιο κακό χαρακτήρα με κάποιον άλλο: Ταιριάζουν γιατί είναι ~ ~., (με) ιδία ευθύνη βλ. ευθύνη, από ιδίους πόρους βλ. πόρος, εκ πείρας βλ. πείρα, εξ ιδίας αντιλήψεως βλ. αντίληψη, εξ ιδίας πρωτοβουλίας βλ. πρωτοβουλία, εξ οικείων/εξ ιδίων τα βέλη βλ. βέλος, ιδίαις χερσί(ν) βλ. χειρ, ιδίοις όμμασι(ν) βλ. όμμα, οικεία/ιδία βουλήσει βλ. βούληση ● βλ. ίδιο(ν), ιδίως [< αρχ. ἴδιος]
κεφαλαιουχικός, ή, ό κε-φα-λαι-ου-χι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. κεφαλαιακός: ~ός: εξοπλισμός (: εργοστασιακές εγκαταστάσεις, τεχνικά μέσα). ~ές: επενδύσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλαιουχικά αγαθά: τα μέσα (κτίρια, μηχανήματα, πρώτες ύλες, καύσιμα) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Πβ. επενδυτικά αγαθά. [< γαλλ. biens de capital] , κεφαλαιουχικές δαπάνες: έξοδα για την αγορά ή βελτίωση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων εταιρείας., κεφαλαιουχική εταιρεία & εταιρεία κεφαλαίου: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που έχει νομική προσωπικότητα και το κεφάλαιό της είναι διαιρεμένο σε μετοχές (ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης). Βλ. προσωπική εταιρεία. [< γαλλ. société de capitaux]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ