Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • δαπάνη δα-πά-νη ουσ. (θηλ.) {δαπανών} (επίσ.) 1. διάθεση χρημάτων, κυρ. για πληρωμή αγαθού ή υπηρεσίας· (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) το χρηματικό ποσό που διατίθεται: διαφημιστική/ενεργειακή/ημερήσια/μηνιαία/προβλεπόμενη/προϋπολογιζόμενη/τεκμαρτή/φαρμακευτική ~. ~ διαβίωσης/έργου/μετακίνησης. ~ ύψους/της τάξης των ... ευρώ. Ανά/κατά κεφαλή ~. Απόδειξη/επιμερισμός/κατηγορία/όριο/πληρωμή ~ης.|| Επενδυτικές/ιδιωτικές/καταναλωτικές/κοινωνικές/κρατικές/λειτουργικές/τακτικές ~ες. ~ες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. ~ες για την υγεία. Αύξηση/έκπτωση/εκτίμηση/περικοπή (των) ~ών. Εγκρίνεται συνολική ~ μέχρι χίλια ευρώ. ΣΥΝ. έξοδα. ΑΝΤ. έσοδα. 2. (μτφ.) καταβολή μεγάλης προσπάθειας, χρήση ή/και σπατάλη αγαθού για κάποιον σκοπό: ~ δυνάμεων/χρόνου. ~ ενέργειας για θέρμανση και ψύξη. Πβ. ανάλωση, ξόδεμα. ● ΣΥΜΠΛ.: δημοσία δαπάνη [δημοσίᾳ δαπάνῃ]: με έξοδα του Δημοσίου, του κράτους: κηδεία ~ ~., δημόσιες δαπάνες: ΟΙΚΟΝ. έξοδα για την κάλυψη μέρους ή όλου του προϋπολογισμού ενός επιχειρησιακού προγράμματος, έργου, αγαθών, υπηρεσιών, επιδοτήσεων, τα οποία προέρχονται από δημόσιους πόρους, εθνικούς και κοινοτικούς., εθνική δαπάνη: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των εξόδων των ιδιωτών (για τρόφιμα, ένδυση, ψυχαγωγία) και του δημόσιου τομέα (για μισθούς), καθώς και οι παραγωγικές επενδύσεις στην επικράτεια μιας χώρας κατά τη διάρκεια ενός έτους. Βλ. εθνικό εισόδημα., αμυντικές δαπάνες βλ. αμυντικός, ανελαστικές δαπάνες βλ. ανελαστικός, κεφαλαιουχικές δαπάνες βλ. κεφαλαιουχικός ● ΦΡ.: ιδίαις δαπάναις βλ. ίδιος1 [< αρχ. δαπάνη, γαλλ. dépense]
  • δαπανηρός , ή, ό δα-πα-νη-ρός επίθ. (λόγ.): που απαιτεί μεγάλες ή/και συνεχείς δαπάνες: ~ός: εξοπλισμός. ~ή: επιχείρηση/θεραπεία/κατασκευή/συντήρηση. ~ό: έργο. Πβ. ακριβός, πολυ-δάπανος, -έξοδος. Βλ. -ηρός, οικονομικός. [< αρχ. δαπανηρός]

αμυντικός

αμυντικός, ή, ό [ἀμυντικός] α-μυ-ντι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τη στρατιωτική κυρ. άμυνα: ~ός: αγώνας/εξοπλισμός/οργανισμός (βλ. ΝΑΤΟ)/πόλεμος (ΑΝΤ. επεκτατικός)/σχεδιασμός. ~ή: ασπίδα/θωράκιση/κάλυψη/οργάνωση/πολιτική/στρατηγική/συμμαχία/τακτική/χειροβομβίδα. ~ό: σύμφωνο/σχέδιο/τείχος. ~ά: όπλα. Ο οχυρός και ~ χαρακτήρας μιας περιοχής. ΑΝΤ. επιθετικός (2) 2. ΑΘΛ. που αφορά την άμυνα μιας ομάδας, συνήθ. ποδοσφαίρου ή μπάσκετ: ~ός: μέσος (= μεσοαμυντικός)/παίκτης/χαφ. ~ή: διάταξη/θέση/κάλυψη/τριάδα. ~ό: δίδυμο/παιχνίδι/ριμπάουντ/σχήμα. ~ά: κενά/λάθη. Η ομάδα αγωνίστηκε/κατέβηκε/μπήκε/ξεκίνησε/παρατάχθηκε/παρουσιάστηκε με ~ές διαθέσεις. ΑΝΤ. επιθετικός (3) 3. που χαρακτηρίζεται από επιφυλακτικότητα, που στοχεύει στην αυτοπροστασία: ~ή: οδήγηση/συμπεριφορά. Κρατά/παίρνει ~ή στάση (απέναντι σε αγνώστους). ΑΝΤ. επιθετικός (1) 4. ΙΑΤΡ. που έχει σχέση με την αντίδραση του οργανισμού απέναντι σε παθογόνους μικροοργανισμούς: ~ός: παράγοντας (του δέρματος). ~ή: ικανότητα. ● Ουσ.: αμυντικός (ο): ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) παίκτης που συνήθ. αγωνίζεται στην αμυντική γραμμή της ομάδας του. Πβ. λίμπερο, μπακ, οπισθοφύλακας. Βλ. επιθετικός, μέσος. [< αγγλ. defender, 1922] ● επίρρ.: αμυντικά ● ΣΥΜΠΛ.: αμυντικές δαπάνες: ΟΙΚΟΝ. μέρος του κρατικού προϋπολογισμού που διατίθεται για τον εξοπλισμό και τις λειτουργικές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων: αύξηση/μείωση των ~ών ~ών., αμυντικές μετοχές: ΟΙΚΟΝ. που διατηρούνται σταθερές σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες, που δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές της αγοράς: ~ ~ υψηλής κεφαλαιοποίησης. [< αγγλ. defensive shares/stocks] , αμυντική γραμμή & γραμμή άμυνας: ΑΘΛ. οι αμυντικοί παίκτες κυρ. μιας ποδοσφαιρικής ομάδας· ο χώρος του γηπέδου στον οποίο αυτοί αγωνίζονται. Βλ. επιθετική, μεσαία γραμμή., άμυνα ζώνης & ζώνη άμυνας & (αμυντική) ζώνη βλ. ζώνη, αμυντική βιομηχανία βλ. βιομηχανία, μηχανισμοί άμυνας/αμυντικοί μηχανισμοί βλ. άμυνα [< αρχ. ἀμυντικός, γαλλ. défensif, αγγλ. defensive]

ανελαστικός

ανελαστικός, ή, ό [ἀνελαστικός] α-νε-λα-στι-κός επίθ. ΑΝΤ. ελαστικός 1. (μτφ.-λόγ.) που χαρακτηρίζεται από αδιαλλαξία, αυστηρότητα· ανεπιεικής, σκληρός, καταπιεστικός: ~ή: νομοθεσία/ποινή. ~ό: εργασιακό καθεστώς/πρόγραμμα/ωράριο. ~οί: κανόνες/περιορισμοί. ~ές: διατάξεις/ρυθμίσεις. ~ά: (χρονικά) όρια. Πβ. αδιάλλακτος, αυστηρός. 2. (επιστ.) (για σώμα, υλικό) που δεν έχει ελαστικότητα, δυνατότητα επαναφοράς στην αρχική του κατάσταση: ~ός: ιστός. Δέρμα ~ό. Πβ. ά-, δύσ-καμπτος.|| (ΦΥΣ.-ΜΗΧΑΝ.) ~ή: κρούση/σκέδαση/συμπεριφορά (κτιρίου). 3. ΟΙΚΟΝ. που δεν αλλάζει εύκολα (λόγω μεταβολής άλλων μεγεθών): ~ός: προϋπολογισμός. ~ή: αγορά/προσφορά (εργασίας). ~ό: κόστος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανελαστικές δαπάνες: ΟΙΚΟΝ. αναγκαία λειτουργικά έξοδα: Το μεγαλύτερο ποσοστό των εξόδων του Δήμου καλύπτουν οι ~ ~ (: αμοιβές προσωπικού, έξοδα κτιριακών εγκαταστάσεων κ.λπ.). Πβ. πάγιος. ΑΝΤ. ελαστικές δαπάνες., ανελαστική ζήτηση: ΟΙΚΟΝ. για περιπτώσεις που μεγάλη ποσοστιαία μεταβολή στην τιμή αγαθού προκαλεί μικρότερη μεταβολή στη ζήτησή του: Προϊόν με/που έχει/παρουσιάζει/χαρακτηρίζεται από ~ ~. ΑΝΤ. ελαστική ζήτηση [< αγγλ. inelastic, γαλλ. inélastique]

-ηρός

-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.

ίδιος1

ίδιος1 [ἴδιος] ί-δι-ος επίθ. , -ία, -ιο(ν) {ιδί-ου | -ων, -ους} (λόγ.) 1. που ανήκει στο πρόσωπο ή στον φορέα για τον οποίο γίνεται λόγος: παραγωγή λαχανικών για ιδία χρήση. Δεν έχω ιδία άποψη για το θέμα. Αγορά ιδίων μετοχών. Ίδιες ζημίες (βλ. μικτή ασφάλεια). Πβ. ατομ-, προσωπ-ικός. ΑΝΤ. ξένος (1) 2. ιδιαίτερος, ξεχωριστός: ~ος: τρόπος έκφρασης. ● ΦΡ.: ιδίαις δαπάναις & ιδία δαπάνη [ἰδίᾳ δαπάνῃ] & ιδίοις αναλώμασι(ν) (αρχαιοπρ.): με έξοδα του ίδιου: Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή ~ ~., ίδιον όφελος/συμφέρον (συχνά αρνητ. συνυποδ.): κέρδος που αποκομίζει κάποιος για τον εαυτό του: Προσφέρει χωρίς ~ ~ (= ανιδιοτελώς).|| Κλοπή δημοσίου χρήματος για/προς ~ ~., ιδίω δικαιώματι: ΝΟΜ. με εξουσία που λαμβάνει κανείς από τον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς άδεια: Ενεργεί είτε ~ ~ είτε κατ' εξουσιοδότηση., ιδίω ονόματι: ΝΟΜ. με το δικό του όνομα, χωρίς να εκπροσωπεί κάποιον άλλο: Ενεργεί ~ ~. Προέβη ~ ~ σε υποβολή πρότασης προς ..., κατ' ιδίαν (& σπάν. κατιδίαν): μόνος με κάποιον, σε προσωπικό επίπεδο και χωρίς την παρουσία τρίτων: ~ ~ συνάντηση/συνομιλίες. Με πήρε παράμερα, για να μου μιλήσει ~ ~. ΣΥΝ. ιδιαιτέρως (1), κατά μόνας, προσωπικά, τετ α τετ, κρίνω εξ ιδίων (τα αλλότρια) (αρνητ. συνυποδ.): οδηγούμαι σε συμπεράσματα για κάποιον άλλο με κριτήριο τον εαυτό μου: Κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων, θεωρεί ότι οι συνειδήσεις εξαγοράζονται. ΣΥΝ. κρίνω από τον εαυτό μου, του ιδίου φυράματος (μειωτ. για πρόσ.): έχει τον ίδιο κακό χαρακτήρα με κάποιον άλλο: Ταιριάζουν γιατί είναι ~ ~., (με) ιδία ευθύνη βλ. ευθύνη, από ιδίους πόρους βλ. πόρος, εκ πείρας βλ. πείρα, εξ ιδίας αντιλήψεως βλ. αντίληψη, εξ ιδίας πρωτοβουλίας βλ. πρωτοβουλία, εξ οικείων/εξ ιδίων τα βέλη βλ. βέλος, ιδίαις χερσί(ν) βλ. χειρ, ιδίοις όμμασι(ν) βλ. όμμα, οικεία/ιδία βουλήσει βλ. βούληση ● βλ. ίδιο(ν), ιδίως [< αρχ. ἴδιος]

κεφαλαιουχικός

κεφαλαιουχικός, ή, ό κε-φα-λαι-ου-χι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. κεφαλαιακός: ~ός: εξοπλισμός (: εργοστασιακές εγκαταστάσεις, τεχνικά μέσα). ~ές: επενδύσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλαιουχικά αγαθά: τα μέσα (κτίρια, μηχανήματα, πρώτες ύλες, καύσιμα) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών. Πβ. επενδυτικά αγαθά. [< γαλλ. biens de capital] , κεφαλαιουχικές δαπάνες: έξοδα για την αγορά ή βελτίωση των πάγιων περιουσιακών στοιχείων εταιρείας., κεφαλαιουχική εταιρεία & εταιρεία κεφαλαίου: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που έχει νομική προσωπικότητα και το κεφάλαιό της είναι διαιρεμένο σε μετοχές (ανώνυμη εταιρεία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης). Βλ. προσωπική εταιρεία. [< γαλλ. société de capitaux]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.