Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δασμός δα-σμός ουσ. (αρσ.): ΟΙΚΟΝ. έμμεσος φόρος που επιβάλλεται από το κράτος στα εμπορεύματα που εισάγονται, εξάγονται ή διέρχονται από το έδαφός του: ειδικός/μειωμένος/μέσος/μηδενικός/τελωνειακός (: εισπράττεται επί των εισαγωγών στα σύνορα μιας χώρας και ειδικότ. για την Ευρωπαϊκή Ένωση στα εξωτερικά της σύνορα) ~. (κυρ. παλαιότ.) Προστατευτικοί ~οί (: για την προστασία της εγχώριας παραγωγής από τον εξωτερικό ανταγωνισμό). ~οί σε είδος (: ανάλογα με το βάρος, το σχήμα, τον όγκο, την ποιότητα των ειδών που εισάγονται)/σε χρήμα ή κατ' αξίαν (: ανάλογα με την τιμή του εισαγόμενου εμπορεύματος). ~οί αυτοκινήτων (βλ. τέλος). ~οί αντιντάμπινγκ. Συντελεστής ~ού. Επιβολή/επιστροφή/καταβολή/κατάργηση ~ών. Προϊόντα απαλλαγμένα από ~ούς και φόρους (= ντιούτι φρι). [< αρχ. δασμός, αγγλ. duty]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.