δασμός δα-σμός ουσ. (αρσ.): ΟΙΚΟΝ. έμμεσος φόρος που επιβάλλεται από το κράτος στα εμπορεύματα που εισάγονται, εξάγονται ή διέρχονται από το έδαφός του: ειδικός/μειωμένος/μέσος/μηδενικός/τελωνειακός (: εισπράττεται επί των εισαγωγών στα σύνορα μιας χώρας και ειδικότ. για την Ευρωπαϊκή Ένωση στα εξωτερικά της σύνορα) ~. (κυρ. παλαιότ.) Προστατευτικοί ~οί (: για την προστασία της εγχώριας παραγωγής από τον εξωτερικό ανταγωνισμό). ~οί σε είδος (: ανάλογα με το βάρος, το σχήμα, τον όγκο, την ποιότητα των ειδών που εισάγονται)/σε χρήμα ή κατ' αξίαν (: ανάλογα με την τιμή του εισαγόμενου εμπορεύματος). ~οί αυτοκινήτων (βλ. τέλος). ~οί αντιντάμπινγκ. Συντελεστής ~ού. Επιβολή/επιστροφή/καταβολή/κατάργηση ~ών. Προϊόντα απαλλαγμένα από ~ούς και φόρους (= ντιούτι φρι). [< αρχ. δασμός, αγγλ. duty]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.