δειγματοληψία δειγ-μα-το-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος επιλογής αντιπροσωπευτικού μέρους ενός πληθυσμού, για τον προσδιορισμό παραμέτρων ή χαρακτηριστικών του συνόλου: συστηματική/τυχαία ~. ~ με ερωτηματολόγια. ~ που διενεργείται σε μηνιαία βάση. Βλ. σφυγμομέτρηση.2. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. λήψη τυχαίου δείγματος από ένα σύνολο, ώστε να γίνει εξέτασή του ή/και έλεγχος ποιότητας: ~ αίματος/νερού/τροφίμων. Σημεία ~ας. ~ες και αναλύσεις.3. ΤΕΧΝΟΛ. μέτρηση κατά τακτά χρονικά διαστήματα του εύρους κύματος, με στόχο τη μετατροπή του από αναλογικό σε ψηφιακό: ~ ήχου/σήματος. Βλ. -ληψία. [< γαλλ. prise d'échantillons, αγγλ. sampling]
-ληψία
-ληψία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται 1. στη λήψη: αιμο~ (βλ. -δοσία)/δειγματο~.2. (μτφ.) στην κυρίευση, κατοχή: δαιμονο~ (= δαιμονοπληξία)/θρησκο~/ιδεο~. Βλ. -μανία.3. στην αποδοχή, ανάληψη εκτέλεσης: εργο~.4. στην καταγραφή με μηχανικά μέσα εικόνας ή/και ήχου: εικονο~/ηχο~.
σφυγμομέτρηση
σφυγμομέτρηση σφυγ-μο-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΣΤΑΤΙΣΤ. διεξαγωγή έρευνας σε τυχαίο αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού, η οποία εξετάζει και καταγράφει ανά τακτά χρονικά διαστήματα τη διαμόρφωση των απόψεων της κοινής γνώμης πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα: διαδικτυακή/τηλεφωνική ~. ~ αντιδράσεων. ~ για λογαριασμό (τηλεοπτικής) εκπομπής/εφημερίδας. Πβ. γκάλοπ, δημοσκόπηση.2. ΙΑΤΡ. η μέτρηση της συχνότητας των παλμών της καρδιάς. Βλ. -μέτρηση.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.