δεσποτικός , ή, ό δε-σπο-τι-κός επίθ. 1. που ανήκει, ταιριάζει σε απόλυτο άρχοντα και κατ’ επέκτ. τυραννικός, αυταρχικός: ~ός: άνθρωπος (= σατράπης)/χαρακτήρας. ~ή: εξουσία (= απολυταρχική)/συμπεριφορά. ~ό: καθεστώς/κράτος. Πβ. δυναστικός. Βλ. φασιστικός.2. ΕΚΚΛΗΣ. που ανήκει στον δεσπότη ή σχετίζεται με αυτόν: ~ή: μίτρα/ράβδος. ~ό: αξίωμα. ~ά: άμφια. ● Ουσ.: δεσποτικό (το) 1. ΕΚΚΛΗΣ. δεσποτικός θρόνος. Βλ. άμβωνας.2. (σπανιότ.-λαϊκό) η κατοικία του επισκόπου. ΣΥΝ. επισκοπικό ● επίρρ.: δεσποτικά ● ΣΥΜΠΛ.: δεσποτικές εικόνες: ΕΚΚΛΗΣ. οι εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου, του Ιωάννη του Προδρόμου και του Αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός., δεσποτική εορτή βλ. εορτή, δεσποτικός/επισκοπικός θρόνος βλ. θρόνος [< 1: αρχ. δεσποτικός 2: μεσν. ~]
άμβωνας
άμβωνας [ἄμβωνας] άμ-βω-νας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) άμβων: ΕΚΚΛΗΣ. ημικυκλικό ή πολυγωνικό βήμα στο εσωτερικό εκκλησίας που τοποθετείται ψηλά, συνήθ. σε κίονα της αριστερής κιονοστοιχίας με ελικοειδή σκάλα και προορίζεται για ανάγνωση του Ευαγγελίου ή για το κήρυγμα του θείου λόγου: ξύλινος/μαρμάρινος ~. ● ΦΡ.: από άμβωνος (λόγ.) 1. (μτφ.) με δογματικό, υπεροπτικό ή αλαζονικό τρόπο, αφ' υψηλού: ~ ~ παραινέσεις. Πβ. από καθέδρας.2. (σπάν.) (για κήρυγμα, ομιλία) που γίνεται από τον άμβωνα: ~ ~ λόγοι. [< μτγν. ἄμβων]
εορτή
εορτή [ἑορτή] ε-ορ-τή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): γιορτή, συνήθ. επίσημη ή θρησκευτική. Βλ. προεόρτια. ● ΣΥΜΠΛ.: δεσποτική εορτή & γιορτή: ΕΚΚΛΗΣ. προς τιμήν του Χριστού: η ~ ~ της Αναλήψεως/της Πεντηκοστής/των Χριστουγέννων., θεομητορική εορτή & γιορτή: ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με τη Θεοτόκο: η ~ ~ του Ευαγγελισμού., ακίνητη/σταθερή γιορτή βλ. ακίνητος, κινητή εορτή βλ. κινητός, ονομαστική εορτή βλ. ονομαστικός ● ΦΡ.: κατόπιν εορτής βλ. κατόπιν [< αρχ. ἑορτή]
θρόνος
θρόνος θρό-νος ουσ. (αρσ.) 1. κάθισμα με συνήθ. πολυτελή και περίτεχνη διακόσμηση, προορισμένο για μονάρχη ή αρχιερέα σε επίσημες περιστάσεις: μαρμάρινος/μεγαλοπρεπής/ξύλινος/πέτρινος/σκαλιστός/χρυσός ~. Ο ~ του βασιλιά. ~, κορώνα και σκήπτρο. Η αίθουσα του ~ου.|| Ο (αρχ)ιερατικός/παπικός ~. Βλ. σύνθρονο.|| (στο αρχαίο θέατρο) Οι ~οι (: οι θέσεις) των επισήμων.2. (συνεκδ., συχνά με κεφαλ. Θ) το αξίωμα και η εξουσία μονάρχη, ο αντίστοιχος θεσμός· ο ίδιος ο μονάρχης και η Αυλή του· γενικότ. πρώτη θέση: διάδοχος/διεκδικητής/κληρονόμος/μνηστήρες/σφετεριστής του ~ου. Κατάληψη του ~ου. Ανάρρηση/(επ)άνοδος/εκλογή στον ~ο. Πτώση από τον ~ο. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στον ~ο. Ανέβηκε/ανήλθε στον ~ο (= ενθρονίστηκε).|| (ως θεσμός:) Ο ~ δέχτηκε μεγάλο πλήγμα. Πβ. βασιλεία, στέμμα.|| (ως πρόσωπο:) Ανάμιξη του ~ου στα πολιτικά πράγματα. Ο ~ αποφάσισε να ... Πβ. ανάκτορα, παλάτι.|| (μτφ.) Η εθνική ομάδα επέστρεψε στον ~ο της. Παρέμεινε στον ~ο της ποπ/του πρωταθλητή. Τον γκρέμισε από τον ~ο του. Πβ. κορυφή.3. ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα: Έμεινε κενός/χήρεψε ο πατριαρχικός ~. ● Θρόνοι (οι): ΕΚΚΛΗΣ. ένα από τα εννέα αγγελικά τάγματα. ● ΣΥΜΠΛ.: δεσποτικός/επισκοπικός θρόνος: που βρίσκεται στο δεξιό τμήμα του μεσαίου κλίτους της εκκλησίας ή σπανιότ. στο ιερό βήμα και προορίζεται για μητροπολίτη ή επίσκοπο, όταν αυτός χοροστατεί σε ακολουθία. ΣΥΝ. δεσποτικό (1), ο θρόνος των Χρυσανθέμων: το αυτοκρατορικό αξίωμα της Ιαπωνίας., ο Οικουμενικός Θρόνος: ΕΚΚΛΗΣ. το αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη· συνεκδ. ο ίδιος ο Πατριάρχης· κατ' επέκτ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο: ο καθ’ ημάς/πάνσεπτος ~ ~. Οι Ιεράρχες/ο Προκαθήμενος του ~ού ~ου. Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του ~ού ~ου., αρχιεπισκοπικός θρόνος βλ. αρχιεπισκοπικός ● ΦΡ.: έπεσε από τον θρόνο & έχασε τον θρόνο του (κυριολ. κ. μτφ.): εκθρονίστηκε., κατέβα (λιγάκι) απ' τον θρόνο σου! (μτφ.-προφ.): μην είσαι τόσο υπερήφανος, εγωιστής, υπεροπτικός., ρίχνω κάποιον από τον θρόνο του (κυριολ. κ. μτφ.): τον εκθρονίζω., ανεβάζω κάποιον στην εξουσία/στον θρόνο βλ. ανεβάζω [< αρχ. θρόνος]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.