δημοσκόπηση δη-μο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.): ΣΤΑΤΙΣΤ. συστηματική διερεύνηση της κοινής γνώμης, κυρ. με επιλεγμένο ερωτηματολόγιο που συμπληρώνεται από αντιπροσωπευτικό δείγμα πληθυσμού, για την εξαγωγή συμπερασμάτων ή τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με συγκεκριμένα ζητήματα: διαβουλευτική/ηλεκτρονική/πανελλαδική/πανευρωπαϊκή/προεκλογική/τηλεφωνική ~. ~ για λογαριασμό/με θέμα/σχετικά με ... Εταιρεία ~ήσεων. Η ~ κατέγραψε τα εξής ... Η ~ διενεργήθηκε στις αρχές του μήνα. Βλ. σφυγμομέτρηση, -σκόπηση. ΣΥΝ. γκάλοπ ● ΣΥΜΠΛ.: δημοσκόπηση εξόδου βλ. έξοδος [< γερμ. Demoskopie]
έξοδος
έξοδος [ἔξοδος] έ-ξο-δος ουσ. (θηλ.) {εξόδ-ου} ΑΝΤ. είσοδος 1. μετακίνηση από το εσωτερικό στο εξωτερικό ενός χώρου: ~ από το κτίριο/τον σταθμό (του μετρό). Η ~ του ηθοποιού από τη σκηνή/των θεατών από το θέατρο/των παικτών από τον αγωνιστικό χώρο. Κατά την ~ό του από το νοσοκομείο ... (βλ. εξιτήριο). Η ~ του χαρτιού (: από τον εκτυπωτή). (για υγρά, αέρια:) ~ αίματος/ατμού/καυσαερίων/νερού. Αγωγός/στόμιο ~ου. Βλ. μικρο~.2. (συνεκδ.) σημείο, πέρασμα, άνοιγμα που επιτρέπει σε κάποιον ή κάτι να απομακρυνθεί από έναν χώρο και ειδικότ. δρόμος στα πλάγια αυτοκινητόδρομου από τον οποίο βγαίνουν τα οχήματα που κινούνται κατά μήκος του: η ~ του ποταμού (= εκβολές, βλ. δέλτα)/της σπηλιάς/του τούνελ/του φαραγγιού. ~ αγωγού/αντλίας/απορροής. Έλεγχος ταυτότητας στην είσοδο και ~ο. Κίνηση στην ~ο της πόλης. Αναζητώ την/βγαίνω από την/βρίσκω την/κατευθύνομαι προς την/φτάνω στην ~ο. Πού είναι η ~; Αυτή είναι η μοναδική ~. Με το σώμα του μου έκλεινε την ~ο. Πβ. πόρτα.|| ~οι εθνικής οδού/κόμβων. Η κίνηση στο ρεύμα ~ου. Βλ. πάροδος.3. αναχώρηση από ορισμένο μέρος, που αποτελεί συνήθ. μόνιμο τόπο εγκατάστασης: (για διασκέδαση:) βραδινή/οικογενειακή/σαββατιάτικη ~. Περιόρισε τις ~ους και κάτσε διάβασε!|| (ΣΤΡΑΤ., άδεια σε στρατευμένο να φύγει από το στρατόπεδο για μικρό χρονικό διάστημα:) Στέρηση ~ου. Έχω ~ο μέχρι το πρωί.|| (με μεταφορικό μέσο από μεγαλούπολη, συνήθ. την πρωτεύουσα, σε διακοπές και αργίες:) Αιματηρή/μαζική ~. Με βροχές η ~ για το Πάσχα. Άρχισε/κορυφώνεται/ολοκληρώθηκε η ~ των αδειούχων/εκδρομέων. Επί ποδός η Τροχαία για την ~ο του τριημέρου.|| (επίσ.) Απαγόρευση ~ου από τη χώρα.|| (ΘΕΟΛ.) Η ~ των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο.4. απομάκρυνση από σημείο ή βάση για την αντιμετώπιση αντιπάλου ή έκτακτης ανάγκης: (ΣΤΡΑΤ.) ~ πολεμικών αεροσκαφών (: για αναχαίτιση).|| (ΙΣΤ., για πολιορκημένους που σπάνε τον κλοιό:) Η ~ του Μεσολογγίου.|| (ΑΘΛ., του τερματοφύλακα από την εστία για να αποκρούσει την μπάλα:) Έκανε άστοχη/λανθασμένη ~ο.|| (συνεκδ., για σώμα της Πυροσβεστικής σε αποστολή:) Αναχώρηση της πυροσβεστικής ~ου από τον σταθμό.5. αποχώρηση μετά τη διακοπή συμφωνίας νομικά κατοχυρωμένης ή την ολοκλήρωση διαδικασίας: ~ από την Ευρωπαϊκή Ένωση/το ΝΑΤΟ. ~ της εταιρείας από το χρηματιστήριο.|| ~ από το στράτευμα/στη σύνταξη. Πρόωρη/υποχρεωτική ~ από την υπηρεσία. Πβ. συνταξιοδότηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ από το λειτουργικό σύστημα/το πρόγραμμα. Είσοδος-~ χρήστη (: σε ιστοσελίδα).|| (ΑΘΛ., στο τέλος ενός προγράμματος ενόργανης γυμναστικής:) Εκπληκτική/θεαματική ~. ~ από το μονόζυγο.|| (μτφ.) ~ από τη ζωή (: θάνατος).6. (μτφ.) αποδέσμευση από κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο: ~ της οικονομίας/χώρας από την κρίση/το τέλμα. ~ από το αδιέξοδο/την απομόνωση. Πβ. απαλλαγή.7. ΤΕΧΝΟΛ. (σε ηλεκτρικό κύκλωμα ή συσκευή) διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος (ή σήματος) έξω από διάταξη και συνεκδ. το άκρο ή τα άκρα της διάταξης, από το οποίο διέρχεται, για να οδηγηθεί σε συσκευή ή στην κατανάλωση: αντίσταση/θύρα/ισχύς/ρελέ/τάση ~ου.|| ~ εικόνας/ήχου. ~ ακουστικών/βίντεο/ενισχυτή/συναγερμού. ~ για ηχεία και μικρόφωνο. Η συσκευή διαθέτει/υποστηρίζει αναλογική/ψηφιακή ~ο. Συνδέω το καλώδιο στην ~ο.8. ΠΛΗΡΟΦ. το αποτέλεσμα της επεξεργασίας στοιχείων μέσω λογισμικού, δηλ. του μετασχηματισμού τους σε μορφή κατανοητή από τον χρήστη (εμφάνιση στην οθόνη, εκτύπωση, αποστολή σε περιφερειακή μονάδα): ~ σε μορφή κειμένου. Κατάσταση/μνήμη (: για προσωρινή αποθήκευση των δεδομένων)/συσκευή (: για την επεξεργασία των δεδομένων) ~ου.9. ΦΙΛΟΛ. το τελικό τμήμα της αρχαίας τραγωδίας μετά το τελευταίο στάσιμο, κατά το οποίο ο χορός αποχωρεί από την ορχήστρα. Βλ. επεισόδιο, πρόλογος. ● Έξοδος (η): ΘΕΟΛ. βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης στο οποίο περιγράφεται η φυγή των Εβραίων από την Αίγυπτο και η μετάβασή τους στη Γη της Επαγγελίας. ● ΣΥΜΠΛ.: δημοσκόπηση εξόδου (επίσ.): έξιτ πολ., έξοδος κινδύνου: σημείο σε κτίριο ή μεταφορικό μέσο, από όπου μπορεί να διαφύγει κάποιος σε περίπτωση κινδύνου (π.χ. πυρκαγιάς): ~ ~ αεροπλάνου/πολυκαταστήματος/σχολείου. Σήμανση/φωτισμός των ~ων ~. Βλ. παθητική πυροπροστασία/πυρασφάλεια. [< αγγλ. emergency exit, 1902] , εθελουσία/εθελούσια έξοδος βλ. εθελούσιος, οδός/έξοδος διαφυγής βλ. διαφυγή ● ΦΡ.: δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα [< 1,2,9: αρχ. ἔξοδος 3: μτγν. ἔξοδος, γαλλ. exode, αγγλ. exodus 4: γαλλ. sortie 5,6: κατά το είσοδος, αγγλ. exit 7,8: αγγλ. output]
σφυγμομέτρηση
σφυγμομέτρηση σφυγ-μο-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΣΤΑΤΙΣΤ. διεξαγωγή έρευνας σε τυχαίο αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού, η οποία εξετάζει και καταγράφει ανά τακτά χρονικά διαστήματα τη διαμόρφωση των απόψεων της κοινής γνώμης πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα: διαδικτυακή/τηλεφωνική ~. ~ αντιδράσεων. ~ για λογαριασμό (τηλεοπτικής) εκπομπής/εφημερίδας. Πβ. γκάλοπ, δημοσκόπηση.2. ΙΑΤΡ. η μέτρηση της συχνότητας των παλμών της καρδιάς. Βλ. -μέτρηση.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.