Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δημοσκόπηση δη-μο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.): ΣΤΑΤΙΣΤ. συστηματική διερεύνηση της κοινής γνώμης, κυρ. με επιλεγμένο ερωτηματολόγιο που συμπληρώνεται από αντιπροσωπευτικό δείγμα πληθυσμού, για την εξαγωγή συμπερασμάτων ή τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με συγκεκριμένα ζητήματα: διαβουλευτική/ηλεκτρονική/πανελλαδική/πανευρωπαϊκή/προεκλογική/τηλεφωνική ~. ~ για λογαριασμό/με θέμα/σχετικά με ... Εταιρεία ~ήσεων. Η ~ κατέγραψε τα εξής ... Η ~ διενεργήθηκε στις αρχές του μήνα. Βλ. σφυγμομέτρηση, -σκόπηση. ΣΥΝ. γκάλοπ ● ΣΥΜΠΛ.: δημοσκόπηση εξόδου βλ. έξοδος [< γερμ. Demoskopie]

έξοδος

έξοδος [ἔξοδος] έ-ξο-δος ουσ. (θηλ.) {εξόδ-ου} ΑΝΤ. είσοδος 1. μετακίνηση από το εσωτερικό στο εξωτερικό ενός χώρου: ~ από το κτίριο/τον σταθμό (του μετρό). Η ~ του ηθοποιού από τη σκηνή/των θεατών από το θέατρο/των παικτών από τον αγωνιστικό χώρο. Κατά την ~ό του από το νοσοκομείο ... (βλ. εξιτήριο). Η ~ του χαρτιού (: από τον εκτυπωτή). (για υγρά, αέρια:) ~ αίματος/ατμού/καυσαερίων/νερού. Αγωγός/στόμιο ~ου. Βλ. μικρο~. 2. (συνεκδ.) σημείο, πέρασμα, άνοιγμα που επιτρέπει σε κάποιον ή κάτι να απομακρυνθεί από έναν χώρο και ειδικότ. δρόμος στα πλάγια αυτοκινητόδρομου από τον οποίο βγαίνουν τα οχήματα που κινούνται κατά μήκος του: η ~ του ποταμού (= εκβολές, βλ. δέλτα)/της σπηλιάς/του τούνελ/του φαραγγιού. ~ αγωγού/αντλίας/απορροής. Έλεγχος ταυτότητας στην είσοδο και ~ο. Κίνηση στην ~ο της πόλης. Αναζητώ την/βγαίνω από την/βρίσκω την/κατευθύνομαι προς την/φτάνω στην ~ο. Πού είναι η ~; Αυτή είναι η μοναδική ~. Με το σώμα του μου έκλεινε την ~ο. Πβ. πόρτα.|| ~οι εθνικής οδού/κόμβων. Η κίνηση στο ρεύμα ~ου. Βλ. πάροδος. 3. αναχώρηση από ορισμένο μέρος, που αποτελεί συνήθ. μόνιμο τόπο εγκατάστασης: (για διασκέδαση:) βραδινή/οικογενειακή/σαββατιάτικη ~. Περιόρισε τις ~ους και κάτσε διάβασε!|| (ΣΤΡΑΤ., άδεια σε στρατευμένο να φύγει από το στρατόπεδο για μικρό χρονικό διάστημα:) Στέρηση ~ου. Έχω ~ο μέχρι το πρωί.|| (με μεταφορικό μέσο από μεγαλούπολη, συνήθ. την πρωτεύουσα, σε διακοπές και αργίες:) Αιματηρή/μαζική ~. Με βροχές η ~ για το Πάσχα. Άρχισε/κορυφώνεται/ολοκληρώθηκε η ~ των αδειούχων/εκδρομέων. Επί ποδός η Τροχαία για την ~ο του τριημέρου.|| (επίσ.) Απαγόρευση ~ου από τη χώρα.|| (ΘΕΟΛ.) Η ~ των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. 4. απομάκρυνση από σημείο ή βάση για την αντιμετώπιση αντιπάλου ή έκτακτης ανάγκης: (ΣΤΡΑΤ.) ~ πολεμικών αεροσκαφών (: για αναχαίτιση).|| (ΙΣΤ., για πολιορκημένους που σπάνε τον κλοιό:) Η ~ του Μεσολογγίου.|| (ΑΘΛ., του τερματοφύλακα από την εστία για να αποκρούσει την μπάλα:) Έκανε άστοχη/λανθασμένη ~ο.|| (συνεκδ., για σώμα της Πυροσβεστικής σε αποστολή:) Αναχώρηση της πυροσβεστικής ~ου από τον σταθμό. 5. αποχώρηση μετά τη διακοπή συμφωνίας νομικά κατοχυρωμένης ή την ολοκλήρωση διαδικασίας: ~ από την Ευρωπαϊκή Ένωση/το ΝΑΤΟ. ~ της εταιρείας από το χρηματιστήριο.|| ~ από το στράτευμα/στη σύνταξη. Πρόωρη/υποχρεωτική ~ από την υπηρεσία. Πβ. συνταξιοδότηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ από το λειτουργικό σύστημα/το πρόγραμμα. Είσοδος-~ χρήστη (: σε ιστοσελίδα).|| (ΑΘΛ., στο τέλος ενός προγράμματος ενόργανης γυμναστικής:) Εκπληκτική/θεαματική ~. ~ από το μονόζυγο.|| (μτφ.) ~ από τη ζωή (: θάνατος). 6. (μτφ.) αποδέσμευση από κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο: ~ της οικονομίας/χώρας από την κρίση/το τέλμα. ~ από το αδιέξοδο/την απομόνωση. Πβ. απαλλαγή. 7. ΤΕΧΝΟΛ. (σε ηλεκτρικό κύκλωμα ή συσκευή) διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος (ή σήματος) έξω από διάταξη και συνεκδ. το άκρο ή τα άκρα της διάταξης, από το οποίο διέρχεται, για να οδηγηθεί σε συσκευή ή στην κατανάλωση: αντίσταση/θύρα/ισχύς/ρελέ/τάση ~ου.|| ~ εικόνας/ήχου. ~ ακουστικών/βίντεο/ενισχυτή/συναγερμού. ~ για ηχεία και μικρόφωνο. Η συσκευή διαθέτει/υποστηρίζει αναλογική/ψηφιακή ~ο. Συνδέω το καλώδιο στην ~ο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. το αποτέλεσμα της επεξεργασίας στοιχείων μέσω λογισμικού, δηλ. του μετασχηματισμού τους σε μορφή κατανοητή από τον χρήστη (εμφάνιση στην οθόνη, εκτύπωση, αποστολή σε περιφερειακή μονάδα): ~ σε μορφή κειμένου. Κατάσταση/μνήμη (: για προσωρινή αποθήκευση των δεδομένων)/συσκευή (: για την επεξεργασία των δεδομένων) ~ου. 9. ΦΙΛΟΛ. το τελικό τμήμα της αρχαίας τραγωδίας μετά το τελευταίο στάσιμο, κατά το οποίο ο χορός αποχωρεί από την ορχήστρα. Βλ. επεισόδιο, πρόλογος.Έξοδος (η): ΘΕΟΛ. βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης στο οποίο περιγράφεται η φυγή των Εβραίων από την Αίγυπτο και η μετάβασή τους στη Γη της Επαγγελίας. ● ΣΥΜΠΛ.: δημοσκόπηση εξόδου (επίσ.): έξιτ πολ., έξοδος κινδύνου: σημείο σε κτίριο ή μεταφορικό μέσο, από όπου μπορεί να διαφύγει κάποιος σε περίπτωση κινδύνου (π.χ. πυρκαγιάς): ~ ~ αεροπλάνου/πολυκαταστήματος/σχολείου. Σήμανση/φωτισμός των ~ων ~. Βλ. παθητική πυροπροστασία/πυρασφάλεια. [< αγγλ. emergency exit, 1902] , εθελουσία/εθελούσια έξοδος βλ. εθελούσιος, οδός/έξοδος διαφυγής βλ. διαφυγή ● ΦΡ.: δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα [< 1,2,9: αρχ. ἔξοδος 3: μτγν. ἔξοδος, γαλλ. exode, αγγλ. exodus 4: γαλλ. sortie 5,6: κατά το είσοδος, αγγλ. exit 7,8: αγγλ. output]

σφυγμομέτρηση

σφυγμομέτρηση σφυγ-μο-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΣΤΑΤΙΣΤ. διεξαγωγή έρευνας σε τυχαίο αλλά αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού, η οποία εξετάζει και καταγράφει ανά τακτά χρονικά διαστήματα τη διαμόρφωση των απόψεων της κοινής γνώμης πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα: διαδικτυακή/τηλεφωνική ~. ~ αντιδράσεων. ~ για λογαριασμό (τηλεοπτικής) εκπομπής/εφημερίδας. Πβ. γκάλοπ, δημοσκόπηση. 2. ΙΑΤΡ. η μέτρηση της συχνότητας των παλμών της καρδιάς. Βλ. -μέτρηση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.