δημοτικότητα δη-μο-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ο βαθμός στον οποίο ένα δημόσιο συνήθ. πρόσωπο είναι αποδεκτό, αγαπητό, δημοφιλές: υψηλή/φθίνουσα/χαμηλή ~. Μετρήσεις/ποσοστό ~ας (βλ. γκάλοπ, δημοσκόπηση). ~ πολιτικών αρχηγών. Στο ναδίρ η ~ του ... Πβ. δημοφιλία. Βλ. αναγνωρισιμότητα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ συνδέσεων (: ο αριθμός των ιστοχώρων που μπορούν να συνδέονται με μια ιστοσελίδα).2. (σπάν.-λόγ.) η ιδιότητα του δημότη: αλλαγή/πιστοποιητικό ~ας. Βλ. μεταδημότευση, -ότητα. [< 1: γαλλ. popularité, αγγλ. popularity 2: γαλλ. municipalité]
αναγνωρισιμότητα
αναγνωρισιμότητα [ἀναγνωρισιμότητα] α-να-γνω-ρι-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αναγνωρίσιμου: βαθμός ~ας. Η ~ ενός καλλιτέχνη (βλ. διασημότητα, ίματζ). Οργανισμός με διεθνή/μεγάλη/παγκόσμια/υψηλή ~ (πβ. κύρος). ~ του ονόματος ενός προϊόντος (βλ. διαφήμιση). Πβ. αναγνώριση. Βλ. -ότητα. [< αγγλ. recognizability]
γκάλοπ
γκάλοπ γκά-λοπ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: ΣΤΑΤΙΣΤ. δημοσκόπηση: στημένο/τηλεφωνικό ~. Τα αποτελέσματα του ~. Τι έδειξαν τα ~ (που έγιναν) για τις εκλογές. Βλ. δειγματοληψία, έξιτ πολ, σφυγμομέτρηση. [< αμερικ. Gallup (poll), 1940, αμερικ. ανθρ. G. H. Gallup]
μεταδημότευση
μεταδημότευση με-τα-δη-μό-τευ-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): εγγραφή δημότη σε άλλο δήμο: ~ λόγω γάμου. Πιστοποιητικό γέννησης για ~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.