διάβαση δι-ά-βα-ση ουσ. (θηλ.) 1. πέρασμα, διέλευση: ~ της γέφυρας/του δρόμου/της ερήμου/του φαραγγιού. Βλ. διάπλους, περι~.|| Ορεινή/σιδηροδρομική/συνοριακή ~. Κλειστή θα παραμείνει η οδική ~ ... || (ΙΑΤΡ.) ~ λεπτού/παχέος εντέρου (βλ. ακτινογραφία).2. ΑΣΤΡΟΝ. φαινόμενο που δίνει την εντύπωση στον επίγειο παρατηρητή πως ένα ουράνιο σώμα διέρχεται μπροστά από τον δίσκο ενός άλλου, μεγαλύτερου: ~ της Αφροδίτης/του Ερμή/της Σελήνης μπροστά από τον Ήλιο. Βλ. σύνοδος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανισόπεδη διάβαση1. κατασκευή, συνήθ. υπερυψωμένη γέφυρα ή υπόγειο πέρασμα, που οδηγεί με ασφάλεια τους πεζούς από τη μία πλευρά ενός δρόμου στην άλλη. 2. διασταύρωση αυτοκινητοδρόμου με άλλον αυτοκινητόδρομο ή σιδηροδρομική γραμμή σε διαφορετικό επίπεδο, ψηλότερο ή χαμηλότερο. Βλ. ανισόπεδος κόμβος., άνω/κάτω διάβαση: ανισόπεδη διασταύρωση σιδηροδρομικής γραμμής με οδό που περνά πάνω ή κάτω από τη γραμμή., διάβαση πεζών: σημείο του οδοστρώματος με ειδική σήμανση και ορισμένη διαγράμμιση, από όπου επιτρέπεται στους πεζούς να διασχίζουν τον δρόμο: Απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση σε ~ ~. ΣΥΝ. πεζοδιάβαση, ιρλανδικήδιάβαση: διασταύρωση δρόμου με χείμαρρο χωρίς γέφυρα, αλλά με απλή τσιμεντόστρωση., ισόπεδη διάβαση: διασταύρωση μεταξύ οδού και σιδηροδρομικής ή τροχιοδρομικής γραμμής, η οποία γίνεται στο ίδιο επίπεδο., υπόγεια διάβαση: πέρασμα ή τούνελ που επιτρέπει σε πεζούς ή οχήματα να περάσουν κάτω από αυτοκινητόδρομο ή σιδηροδρομική γραμμή. [< αγγλ. subway] [< αρχ. διάβασις, γαλλ. passage]
ανισόπεδος
ανισόπεδος, η, ο [ἀνισόπεδος] α-νι-σό-πε-δος επίθ. (επίσ.): που βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο σε σχέση με κάτι άλλο: ~η: γέφυρα/διασταύρωση. ~ο: έδαφος (= ανώμαλο). ΑΝΤ. ισόπεδος ● ΣΥΜΠΛ.: ανισόπεδος κόμβος: συμβολή αυτοκινητοδρόμων ταχείας κυκλοφορίας σε διαφορετικά επίπεδα, η οποία επιτρέπει την απρόσκοπτη κίνηση των οχημάτων, χωρίς να διασταυρώνονται τα ρεύματα κυκλοφορίας. Πβ. αερογέφυρα., ανισόπεδη διάβαση βλ. διάβαση
συνοδός συ-νο-δός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που συνοδεύει κάποιον κυρ. για συντροφιά, βοήθεια ή προστασία: αστυνομικός ~. ~ αθλητών/καλλιτέχνη/κρατουμένων/υψηλών προσώπων. ~ παιδιών/σε σχολικό λεωφορείο. ~ ασθενή/τραυματία (σε νοσοκομείο). Σκύλος ~ (: για τυφλούς, ηλικιωμένους, άτομα με ειδικές ανάγκες· πβ. οδηγός).2. πρόσωπο που συνοδεύει άλλο πρόσωπο σε κοινωνική εκδήλωση, δημόσιο χώρο και ειδικότ. ερωτικός σύντροφος: ~ δεσποινίδας/κυρίας. Μόνιμος/περιστασιακός ~. ~ σε έξοδο/χορό. Πβ. καβαλιέρος, ντάμα.|| (επί πληρωμή) Γραφείο/πρακτορείο ~ών (πολυτελείας).3. ΜΟΥΣ. μουσικός που συνοδεύει οργανικά έναν σολίστ (εκτελεστή ή τραγουδιστή): ~ πιανίστας. Πβ. ακομπανιατέρ. ● ΣΥΜΠΛ.: συνοδός εδάφους (ο/η): υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας, αρμόδιος για την εξυπηρέτηση των επιβατών στον χώρο του αεροδρομίου: ~ ~ που ελέγχει τα εισιτήρια. Βλ. αεροσυνοδός., συνοδός/πόρνη πολυτελείας: γυναίκα η οποία εκπορνεύεται έναντι υψηλής συνήθ. αμοιβής. Βλ. κολ γκερλ. [< αγγλ. escort girl, γαλλ. ~, 1983] , ιπτάμενη συνοδός βλ. ιπτάμενος, ιπτάμενος φροντιστής/συνοδός βλ. ιπτάμενος [<πβ. μτγν. σύνοδος 'συνοδοιπόρος', γαλλ. accompagnateur – αγγλ. escort agency, 1974]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.