Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διάβρωση δι-ά-βρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. σταδιακή, φυσική ή χημική, φθορά, αποσάθρωση, κονιορτοποίηση ουσίας ή επιφάνειας και ειδικότ. αποικοδόμηση, εκσκαφή του εδάφους λόγω του νερού ή του αέρα: υδατική ~. Προστασία κατά της ~ης των υδραυλικών εγκαταστάσεων (βλ. φάγωμα). O χαλκός είναι ένα μέταλλο ανθεκτικό στη ~. Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΓΕΩΜΟΡΦ.) ~ του εδάφους/πετρωμάτων/υλικών.|| (ΙΑΤΡ.) ~ του δέρματος/των δοντιών. Βλ. αποτριβή. 2. (μτφ.) προοδευτική φθορά, διαφθορά: ηθική ~. ~ της προσωπικότητας. Πβ. εξαχρείωση. Βλ. αποσύνθεση, σαπίλα. ● ΣΥΜΠΛ.: αιολική διάβρωση/αποσάθρωση βλ. αιολικός2 [< 1: μτγν. διάβρωσις ‘φάγωμα, εξέλκωση’, γαλλ. érosion, corrosion 2: γαλλ. corruption]

αιολικός2

αιολικός2, ή, ό [αἰολικός] αι-ο-λι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον άνεμο και ειδικότ. την ενέργειά του: ~ή: δύναμη.|| ~ή: ισχύς. ~ό: δυναμικό/ρεύμα. ~ές: γεωμορφές.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ός: χάρτης. ~ό: κλίμα. 2. που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου ή συντελεί στην παραγωγή της: ~ή: αντλία/βιομηχανία/γεννήτρια (= ανεμογεννήτρια)/τεχνολογία. ~ό: εργοστάσιο/σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. φωτοβολταïκός)/χωριό. ~οί: συλλέκτες. ~ές: μονάδες/τουρμπίνες. 3. που προκαλείται από τον άνεμο ή οφείλεται σε αυτόν: (ΓΕΩΛ.) ~ή: άμμος (: που μεταφέρθηκε από τον άνεμο)/λείανση. ~ές: αποθέσεις. ~ά: ιζήματα/πετρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αιολική διάβρωση/αποσάθρωση: ΓΕΩΛ. φθορά των πετρωμάτων που προξενείται από την κίνηση του αέρα: Μέτρα προστασίας εδαφών από την υδατική και ~ ~., αιολική ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη μετακίνηση αέριων μαζών της ατμόσφαιρας και μετατρέπεται σε ηλεκτρική με ανεμογεννήτριες: Η ~ ~ αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας., αιολικό πάρκο: ΤΕΧΝΟΛ. μεγάλη έκταση με συστοιχία ανεμογεννητριών για την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας: ~ ~ στη θάλασσα. Ηλεκτροπαραγωγή από ~ά ~α., αιολικός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις παραγωγής αιολικής ενέργειας: ~ ~ ισχύος ... ΜW. ΑΝΤ. συμβατικός σταθμός. [< γαλλ. éolien, αγγλ. eolic, aeolian]

αποσύνθεση

αποσύνθεση[ἀποσύνθεση] α-πο-σύν-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ. μετατροπή νεκρής οργανικής ύλης σε απλούστερες ουσίες μέσω της δράσης βακτηρίων και μυκητών: (αν)αερόβια/βιολογική/μικροβιακή ~. ~ απορριμμάτων. Πτώμα σε κατάσταση (προχωρημένης) ~ης. ~ και αλλοίωση των τροφίμων. Πβ. αποικοδόμηση, κομποστο-, χουμο-ποίηση, σάπισμα. 2. (μτφ.) διάσπαση συνοχής και οργάνωσης συνόλου: ηθική/κοινωνική/πολιτική ~. ~ του κράτους/της χώρας. Εικόνα/σημάδια ~ης. Πβ. αποδιάρθρωση, αποδιοργάνωση, παράλυση, σήψη. 3. (επιστ.) διάλυση, διαίρεση σε απλούστερα στοιχεία: (ΧΗΜ.) θερμική/χημική ~.|| (ΦΥΣ.) Ραδιενεργή ~. [< γαλλ. décomposition]

αποτριβή

αποτριβή[ἀποτριβή] α-πο-τρι-βή ουσ. (θηλ.) : φθορά λόγω τριβής: (ΙΑΤΡ.) ~ της αδαμαντίνης/των δοντιών. ~ λόγω σκληρής οδοντόβουρτσας/επίδρασης χημικών ουσιών.|| (ΜΗΧΑΝ.) Αντοχή στην ~. ~ές και παραμορφώσεις/σπασίματα. Βλ. διάβρωση, εκτριβή. [< αρχ. ἀποτριβή, γαλλ. abrasion]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.