Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διάζευξη δι-ά-ζευ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) διαχωρισμός, διάκριση: ~ μεταξύ σωστού και λάθους. Πβ. διαφοροποίηση. ΑΝΤ. σύζευξη (1) 2. ΓΡΑΜΜ. είδος παρατακτικής σύνταξης προτάσεων ή όρων πρότασης, που αντιδιαστέλλονται ή/και αλληλοαποκλείονται: π.χ. Θα έρθω ή με τους γονείς μου ή με την αδελφή μου. 3. (επίσ.) διαζύγιο. [< αρχ. διάζευξις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.