Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διάμετρος δι-ά-με-τρος ουσ. (θηλ.) {διαμέτρ-ου | -ων, -ους}: ΓΕΩΜ. ευθύγραμμο τμήμα που περνά από το κέντρο ενός κύκλου ή μιας σφαίρας και ενώνει δύο σημεία της περιφέρειας του κύκλου ή της επιφάνειας της σφαίρας αντίστοιχα: ● ΣΥΜΠΛ.: φαινόμενη διάμετρος: ΑΣΤΡΟΝ. γωνία παρατήρησης ουράνιου σώματος μέσω οπτικού συστήματος: Η ~ ~ του Ήλιου μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του έτους. [< γαλλ. diamètre apparent] ● ΦΡ.: εκ διαμέτρου αντίθετος (λόγ.) & διαμετρικά αντίθετος: εντελώς αντίθετος, διαφορετικός: ~ ~οι: κόσμοι/χαρακτήρες. ~ ~ες: απόψεις/προσωπικότητες. ~ ~α: συμφέροντα. ΣΥΝ. αντιδιαμετρικός (1) [< γαλλ. diamétralement opposé] [< αρχ. διάμετρος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.