Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διέπει δι-έ-πει ρ. (μτβ.) {διέπ-εται, μόνο στον ενεστ.} (επίσ.): ρυθμίζει, ορίζει ως νόμος ή με ισχύ νόμου: Το νομικό καθεστώς που ~ τη λειτουργία των καταστημάτων. Κράτος που ~εται από το δίκαιο (: κράτος δικαίου).|| Η λογική/το πνεύμα που ~ την προσπάθειά μας. Αρμονικό κλίμα ~ (= χαρακτηρίζει) τις σχέσεις των δύο χωρών. ~εται από πνεύμα αλληλεγγύης/ειρήνης. Πβ. βασίζω, καθορίζω, κανονίζω. [< αρχ. διέπω ‘διευθετώ’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.