διαβάθμιση δι-α-βάθ-μι-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαβαθμίζω: ποιοτική/υψομετρική/χρωματική ~. ~ βάρους/κινδύνου/φωτεινότητας. ~ των μελών/πελατών σε ... κατηγορίες. Επίπεδα/κλίμακα/σύστημα ~ης. Βλ. βαθμονόμηση, κατηγοριοποίηση.|| (ειδικότ., ταξινόμηση ως προς τον βαθμό απορρήτου:) ~ εγγράφων/πληροφοριών. ● ΣΥΜΠΛ.: πιστοληπτική διαβάθμιση: αξιολόγηση της οικονομικής αξιοπιστίας επιχείρησης (ή χώρας) από ανεξάρτητες εταιρείες χρηματοοικονομικής ανάλυσης, για την εκτίμηση της χρηματιστηριακής αξίας της, καθώς και του βαθμού επενδυτικής επικινδυνότητας που αυτή παρουσιάζει: βραχυπρόθεσμη/μακροπρόθεσμη ~ ~. Ομόλογα υψηλής ~ης ~ης. Διεθνής οίκος ~ης ~ης. [< αγγλ. credit rating, 1958] [< γαλλ. graduation, gradation]
βαθμονόμηση
βαθμονόμησηβαθ-μο-νό-μη-ση ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. δημιουργία βαθμολογικής κλίμακας σε όργανο μετρήσεων· καταχρ. διακρίβωση: καμπύλη/σύστημα ~ης. Πβ. καλιμπράρισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακή βαθμονόμηση κτιρίου: κατάταξη με βάση την ενεργειακή του απόδοση. [< γαλλ. graduation]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.