Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διαγκωνίζομαι δι-α-γκω-νί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {διαγκωνί-στηκε, -στεί} (λόγ.) 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ανταγωνίζομαι με ένταση διεκδικώντας κάτι: ~ονται για τα αξιώματα/για μια θέση. 2. (σπάν.) προσπαθώ να περάσω σπρώχνοντας με τους αγκώνες μου. Βλ. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι. [< μτγν. διαγκωνίζομαι ‘στηρίζομαι στον αγκώνα’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.